Συνέντευξη: Άγγελος Πολύδωρος – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 06/03
Έχει ασυνήθιστα λευκό δέρμα, κόκκινα μαλλιά και τα γυαλιά ηλίου δεν βγαίνουν στιγμή από τα μάτια της. Είναι ασυμβίβαστη, πολλές φορές σκληρή, αλλά και ευάλωτη… Όχι, δεν αναφερόμαστε στη συγγραφέα Κική Τσιλιγγερίδου, αλλά στην ηρωίδα της, την Στέλλα Άνταμς, πρωταγωνίστρια τριών μυθιστορημάτων: «Βυθισμένος ουρανός», «Πύρινη κόλαση» και «Κρύο δέρμα» (όλα των εκδόσεων Bell).
Μια μοντέρνα, αντισυμβατική και ξεχωριστή ντετέκτιβ, η οποία στο πρόσφατο «Κρύο δέρμα», «αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο εφιάλτη της, σε μια Αθήνα που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σ’ ένα πέπλο πρωτοφανούς παγωνιάς που την έχει καλύψει από άκρη σ’ άκρη, και στην οποία ένας σαδιστικός εκδικητής -χωρίς πρόσωπο- αναλαμβάνει να απονείμει τις πιο απάνθρωπες ποινές σε όσους ξεφεύγουν από τη δικαιοσύνη».
Η Στέλλα Άνταμς, σε ένα περιβάλλον τόσο άγριο και αφιλόξενο, όπως βγαίνει από την αφήγηση της Κικής Τσιλιγγερίδου, στάθηκε αφορμή για να έχουμε μια σύντομη συζήτηση με τη συγγραφέα, η οποία έχει γεννηθεί στην Τσεχία, όπου και έζησε μέχρι έξι ετών. Μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και στον ημερήσιο Τύπο και τα τελευταία τρία χρόνια έζησε στην Πράγα.
Όταν είχα διαβάσει το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, έγραψα στο blog μου ότι το στυλ της Στέλλας Άνταμς «δεν απέχει πολύ από την αδύνατη αλλά δυναμική Λίσμπετ Σαλάντερ, την ηρωίδα του Στιγκ Λάρσον στην τριλογία Μιλένιουμ». Τώρα έχω την ευκαιρία να ρωτήσω εν ψυχρώ: έχετε επιρροές από τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία ή μήπως από τα graphic novels του στυλ Sin City;
Ναι, ασφαλώς. Η Σαλάντερ είναι βασική πηγή. Την αγαπώ άλλωστε πολύ. Όπως και το περιβάλλον των ταινιών με τη Sin City, αλλά και των κόμικς που διάβασα αργότερα, έχει δώσει αρκετές νότες για την Αθήνα της Στέλλας Άνταμς. Όμως υπάρχουν πολύ περισσότερες επιρροές, και χαίρομαι πραγματικά πολύ όταν τις επισημαίνει κάποιος. Επιρροές από βιβλία και ταινίες. Η Στέλλα Άνταμς είναι εντελώς ξεχωριστή, είναι Ελληνίδα, είναι δικιά μας, και πλέον τη σκέφτομαι και εγώ και οι αναγνώστες της σαν «υπαρκτή». Όμως δεν παύει να έχει ρίζες σε όσα διαβάζω και αγαπώ, σε όσα απολαμβάνω στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, και προφανώς σε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Γιατί, παρά τις όποιες ιδιότητές της, δεν παύει να είναι μια ρεαλιστική ηρωίδα. Ένας άνθρωπος που αγαπά, πονά και ματώνει.
Είχα διαβάσει ότι από το 2017 ζούσατε στην Πράγα, που την έχω επισκεφθεί και μου αρέσει. Πώς συνδυάζεται αυτό με τη δράση της Στέλλας στη μουντή και μάλιστα μονίμως συννεφιασμένη – και στο «Κρύο Δέρμα» παγωμένη- Αθήνα, όπου έχουμε καλοκαίρι 11 μήνες το χρόνο;
Ναι, έζησα τρία χρόνια εκεί. Επιστρέψαμε πριν από δέκα μήνες πάνω-κάτω. Η Πράγα μοιάζει πολύ με την Αθήνα, παρά τις χτυπητές διαφορές τους. Κατά μια έννοια, όλες οι μεγάλες πόλεις μοιάζουν, και ειδικά οι ευρωπαϊκές, όλες αυτές οι πόλεις με τη μεγάλη και πολυτάραχη κοινή ιστορία. Το παρελθόν καθορίζει πολύ τις πόλεις μας, αν και αυτό δεν είναι κάτι που φαίνεται με την πρώτη ματιά. Όμως τόσο η Πράγα όσο και η Αθήνα, αλλά και η Θεσσαλονίκη όπου μένω, είναι πόλεις ευρωπαϊκές, σύγχρονες, δυναμικές, πόλεις που ακόμη και σήμερα προσπαθούν να επαναπροσδιοριστούν, να βρουν την πιο κατάλληλη για αυτές θέση μέσα στην Ευρώπη και στον κόσμο. Είναι ζωντανές πόλεις. Και η Αθήνα πολύ περισσότερο ζωντανή, βέβαια.
Έχει πάρει κάτι από τον χαρακτήρα σας η Στέλλα Άνταμς; Κάποιο προτέρημα ή κάποιο ελάττωμα;
Όχι. Η Στέλλα Άνταμς έχει εντελώς δικά της χαρακτηριστικά, είναι μια απολύτως ιδιαίτερη περίπτωση γυναίκας. Από την άλλη, είναι ένα σύνολο θετικών και αρνητικών ιδιοτήτων πολλών ανθρώπων και των δύο φύλων. Και όλα αυτά στον υπερθετικό βαθμό. Αλλιώς δεν θα ήταν η Στέλλα Άνταμς. Έχει μια ιδιότυπη σχέση με τη Δικαιοσύνη. Την υπηρετεί, αλλά συχνά με έναν τρόπο στρεβλό… ιδίως όταν αποφασίσει να την αποδώσει μόνη της. Γιατί αυτή είναι μια πολύ βασική ιδιότητα της Στέλλας Άνταμς. Και είναι το μεγάλο της πρόβλημα, καθώς έτσι κινδυνεύει να γίνει ίδια με αυτούς που κυνηγά.
Τι απεχθάνεστε περισσότερο;
Προσπαθώ να μην κάνω τέτοιες σκέψεις. Είμαι δημοσιογράφος, ζω καθημερινά την επικαιρότητα, και συχνά πληροφορούμαι περισσότερα από όσα θα ήθελα να ξέρω. Πρέπει όμως να είμαι αποστασιοποιημένη. Κάνω αρκετά χρόνια αυτή τη δουλειά, και έτσι το καταφέρνω.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Να μην πάθουν κάτι κακό οι δικοί μου.
Όταν δεν εργάζεστε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Η ξεκούραση. Είναι πολλά χρόνια τώρα που δουλεύω δεκαέξι ώρες την ημέρα. Έτσι, όποτε βρω ευκαιρία, προτιμώ να δω μια ταινία ή να διαβάσω το βιβλίο μου. Πριν την πανδημία ταξίδευα πολύ με τη μια από τις δουλειές μου, οπότε δεν μου λείπουν πολύ τα ταξίδια.
Έχετε να προτείνετε κάποιο βιβλίο που «σας σημάδεψε» στους αναγνώστες μας, ή να τους προτείνετε κάποια ταινία ή σειρά;
Είναι πολλά τα βιβλία. Όπως συμβαίνει με όλους μας, άλλωστε. Προσωπικά, μου αρέσει να κυνηγώ τις νέες εκδόσεις πια, που είναι πολλές και καλές – και δυστυχώς δεν γίνεται να τις προλαβαίνεις όλες. Για παράδειγμα, τώρα διαβάζω το εξαιρετικό «Το σκοτάδι» του Ράγκναρ Γιόνασον, ένα ισλανδικό αστυνομικό (των εκδόσεων Καστανιώτη σε μετάφραση Βίκυς Αλυσσανδράκη). Σειρές βλέπω επίσης αρκετές, και όλων των ειδών. Μόλις τελείωσα το «Lethal White» στο ΗΒΟ. Είναι βασισμένο στα μυθιστορήματα της J.K. Rowling, που εκδίδει με το ψευδώνυμο Robert Galbraith (εκδ. Ψυχογιός). Στο κομοδίνο μου αυτή τη στιγμή έχω μια πολύ αυστηρή επιλογή από δέκα μυθιστορήματα. Θα ήθελα να ήταν εκατό, αλλά δεν χωράνε!