«…Παρά προστάτας να’ χομεν», καλύτερα, καλύτερα να εξαφανιστεί η πατρίδα μου, με οργή και τόλμη έγραφε ο Ανδρέας Κάλβος, στη συγκλονιστική ωδή του, υπό τον τίτλο «Αι Ευχαί», το 1825-26. Είχε προηγηθεί ελληνική πολιτική πρόταση στη Βρετανία, να αναλάβει υπό την κηδεμονία – «προστασία» της την Ελλάδα, επειδή η Επανάσταση βρισκόταν προ του έσχατου πλήγματος από την εισβολή του Ιμπραήμ. Αλλά ο ασυμβίβαστος Κάλβος, στην ίδια φιλελεύθερη γραμμή με τον Διονύσιο Σολωμό, απάντησε ότι η «ψεύτρα ελευθεριά» της αποικιοκρατίας είναι χειρότερη από την απροκάλυπτη δουλεία:
Καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες·
παρά προστάτας νά ’χομεν.
❍ ❍ ❍
Τα μέγιστα δεινά προτιμότερα από τους «προστάτας». Εκατό χρόνια μετά, ο Αλεξανδρινός τούς αποκαλεί «αναμορφωτάς – μεταρρυθμιστάς»:
…Ίσως καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι,
να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.
Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί… Για καθετί για το παραμικρό
ρωτούν και εξετάζουν
κι ευτύς στο νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν με την απαίτηση
να εκτελεστούν άνευ αναβολής…
Το παραπάνω απόσπασμα δεν ανήκει σε ποίημα, που γράφτηκε αρχές Μαΐου του 2010. Αφορά γραφή του 1928, προφανώς υπό την απειλή της επερχόμενης μεγάλης κρίσης του 1929, φέρει την υπογραφή του Κωνσταντίνου Καβάφη και τον τίτλο, «Εν Μεγάλη Ελληνική Αποικία, στα 200 π.Χ.». Το έτος 200 π.Χ., δηλώνει την καμπή των ελληνιστικών κρατών και το γεγονός τής εκεί άφιξης των Ρωμαίων, με ρόλους διαιτητών – «αναμορφωτών», που παρέχουν στον ποιητή τα σύμβολα, για να αλληγορεί και να εκφράζει την παρακμή της εποχής του.
Ο Αλεξανδρινός γνώριζε άριστα τους στυγνούς Ευρωπαίους διαχειριστές της χρεοκοπίας της Αιγύπτου, από το 1876, τους «αναμορφωτές» της βασανισμένης χώρας, που τελικά είχε περιέλθει σε καθεστώς βρετανικού προτεκτοράτου. Ενώπιον όσων συνέβαιναν, δεν παρέμενε απαθής· άρθρωνε ποιητική άποψη κύρους, που προερχόταν από την εις βάθος μελέτη της Ιστορίας (ποιητής ιστορικός) και, ειδικότερα, του διαχρονικού φαινομένου της μεγάλης κρίσης των κοινωνιών, με αποτέλεσμα ακόμη και την εκ βάθρων καταστροφή τους.
Γενικώς, προσηλωμένος δια βίου στην Τέχνη, δεν άφησε μόνο την υποβλητική ποίηση των οραμάτων του ερωτισμού, αλλά έκτισε ποιητικό έργο πολυδιάστατο. Περιστάσεις σύμφωνες με την προσωπικότητά του, όπως ένα αρχαίο κείμενο σε παραλληλισμό με κοινωνικά καίρια γεγονότα, που εβίωνε, περιλαμβάνονταν στα σημεία εκκίνησης των ποιημάτων του, υπενθυμίζοντας τη θεωρητική άποψη του Γκαίτε: «Όλα τα ποιήματα είναι ποιήματα περιστάσεων». Φύση στοχασμού ο Κ. Καβάφης, υπερέβαινε τον κίνδυνο της επικαιρότητας, αναδείχτηκε υπερχρονικός ποιητής και είχε επιτύχει την κατάκτηση ενός λόγου φιλοσοφημένου, δραματικού, λιτού, ευθύβολου και συχνά αποφθεγματικού.
«…Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη…»
Εμβληματικό το κοινωνικό ποίημα «Τείχη» του 1896, με σχεδόν κάθε αναγνώστη να αναγνωρίζει και τον εαυτό του ανάμεσα στους έγκλειστους αλλά και τον ίδιο τον ποιητή, που μιλά σε πρώτο πρόσωπο: «Τριγύρω μου» έκτισαν τείχη, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ…».
Οι δέουσες αναφορές στη βιογραφία του ποιητή, ρίχνουν φως στις συνθήκες του προσωπικού εγκλεισμού του, χωρίς να διαφέρουν ουσιαστικά από δικά μας παθήματα. Οι περιστάσεις έκτισαν τα τείχη του. Η εκδίωξη από την κοινωνική τάξη του, ως συνέπεια της οικονομικής υποβάθμισης, που υπέστη η πρώην εύπορη οικογένεια Καβάφη. Η «μίσθια δουλειά» του σε ένα γραφείο της Υπηρεσίας των Αρδεύσεων, ενώ, «πράγματα πολλά», έξω είχε να κάμει. Η εκούσια απομάκρυνσή του από Έλληνες της Αλεξάνδρειας, συμβιβασμένους με τη νέα τάξη, που είχαν εγκαθιδρύσει στην Αίγυπτο οι Βρετανοί αποικιοκράτες. Ένα χρόνο μετά τα «Τείχη», ο κατά κανόνα αντίθετος προς τις κραυγές Καβάφης, θα εκφράσει με οξύτητα την προσωπική του αλήθεια, αλλά και μια κοινωνική πραγματικότητα στο ποίημα «Πρόσθεσις», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του:
«…στη μεγάλη πρόσθεση… που έχει τόσους αριθμούς,
δεν είμ’ εγώ εκεί …Μες στ’ ολικό ποσό | δεν αριθμήθηκα.»
Η πραγματικότητα όμως των «Τειχών» διακρίνεται και από μια άλλη διάσταση:
«Α, όταν έκτιζαν τα τείχη, πώς να μην προσέξω…
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω».
❍ ❍ ❍
Επώδυνο το «πώς να μην προσέξω», εφιαλτικό εκείνο το «ανεπαισθήτως». Δεν είχα προαισθανθεί. Οι κτίστες δρούσαν στο σκοτάδι και στη σιγή. Ποιος άλλος εκτός του Καβάφη, μπορεί να εκφράσει ακριβέστερα, την οδυνηρή κατάπληξη της ελληνικής κοινωνίας όταν, ένα πρωί του 2009, ξύπνησε και βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο φάσμα της πτώχευσης ή των «προστατών». Ποιος άλλος, εκτός από εκείνον τον ποιητή του 1896, χαρακτηρίζει εναργέστερα όσους απεργάστηκαν τον εξευτελιστικό εγκλεισμό μας («χωρίς αιδώ»!) σε συνδυασμό με τη δική μας ολιγωρία και απρονοησία;
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι:
τον νου μου τρώγει αυτή η τύχη.
Μέσα στους δύο αυτούς στίχους βρίσκεται η Ελλάδα του 2012.
«Θερμοπύλες»
Τα τείχη, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε φραγμοί υποτέλειας αλλά και μετερίζια αμετακίνητων πατριωτικών και κοινωνικών αξιών. Το ποίημα «Θερμοπύλες» του έτους 1901, ορίζει την ιδέα γενικώς του ανθρώπινου Χρέους. Τούτο είναι ορατό από τον πρώτο στίχο:
Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες…
Τιμή σ’ εκείνους που υπερασπίζονται τα οχυρά της όλης ζωής τους. «Ποτέ από το Χρέος μη κινούντες», σε όλες τις πράξεις τους «δίκαιοι και ίσιοι», συνάμα δε με κατανόηση των ανθρώπινων αδυναμιών. Ο Κώδικας Τιμής, δημιούργημα ελεύθερης επιλογής («όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες»), παρουσιάζεται με αντιπροσωπευτική λιτότητα. Οι εξαιρετικοί άνθρωποι του Χρέους, ως πλούσιοι είναι γενναιόδωροι και, ως πτωχοί, συντρέχοντες όσο μπορούνε.
Οι αρχαιοελληνικές Θερμοπύλες λειτουργούν –και στο ποίημα- ως το ύψιστο σύμβολο του ηρωισμού εναντίον της ύβρεως, εναντίον της ασέβειας προς τον άνθρωπο, με υπερασπιστές υπέρτατου ήθους. «Πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες». Και ο Καβάφης στον επιγραμματικό, συγκλονιστικό του επίλογο, αποδίδει τη μεγαλύτερη τιμή σε όσους δεν εγκαταλείπουν τις ιστορικές αλλά και τις κοινωνικές επάλξεις, αν και προβλέπουν, ότι ο Εφιάλτης «κ’ οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε»… Επομένως «Θερμοπύλες» είναι ο τίτλος του ποιήματος και όχι, Οι Θερμοπύλες. Διότι ο ποιητής, με βαθιά αίσθηση ευθύνης, θεωρεί πρέπον να τιμήσει, γενικότερα, τους ενσυνείδητους και αλληλέγγυους πολίτες, περίβλεπτους αλλά και αφανείς, με τους όρους ενός ιστορικού γεγονότος, που αποτελεί οικουμενικό ορόσημο. Προς μεγάλο έπαινο και του Καβάφη.
Το υπόβαθρο των «Θερμοπυλών» του ίσως έχει σχέση με ιστορικό γεγονός της Αιγύπτου και οπωσδήποτε με την αλεξανδρινή παροικία μας. Το 1882, χίλιοι Αιγύπτιοι, άνδρες του εθνικού ηγέτη Οράμπι και περισσότεροι πολίτες, έπεσαν στα παραθαλάσσια πυροβολεία της Αλεξάνδρειας, προτιμώντας τη θυσία από την αμαχητί παράδοσή τους στον επικεφαλής του αγγλικού στόλου. Και το 1899, δύο χρόνια πριν αρχίσει η γραφή του παραπάνω ποιήματος, είχε αποβιώσει στην Αλεξάνδρεια ο Γεώργιος Αβέρωφ. Σε αντίθεση με την επιλογή γνωστού παράγοντα του εκεί Ελληνισμού, η δίκαιη διαθήκη Αβέρωφ υπέρ της Ελλάδας και της παροικίας συνιστούσε την ανυποχώρητη εμμονή του μεγάλου ευεργέτη στο κοινωνικό χρέος, σε εποχή «γενικού ξεπεσμού», κατά τον Στρατή Τσίρκα (Ο Καβάφης και η εποχή του, Κέδρος, 1980). Παράλληλα ο Κ. Καβάφης εγνώριζε ότι και οι φτωχοί, με τον οβολό τους, όσο μπορούσαν, βοηθούσαν τους σκληρά δοκιμαζόμενους συμπολίτες τους, όπως κατά τη θανατηφόρα επιδημία του 1900. Η σημερινή αιτούμενη αλληλεγγύη εδώ συναντά τον επιγραμματικό ορισμό της.
Οι «Θερμοπύλες» του Αλεξανδρινού είναι παντός τόπου και χρόνου. Και ας επιτραπεί να παραφράσουμε τον Μπρεχτ: Αλίμονο στο λαό που έχει ανάγκη από Θερμοπύλες. Αλλά, και αλίμονο στο λαό, όταν δεν έχει Θερμοπύλες. Εάν συμβαίνει το δεύτερο, στην ηθική έρημο θα κτιστούν τα καβαφικά τείχη…
«Περιμένοντας τους Βαρβάρους»
Η απουσία, ή, η εγκληματική εγκατάλειψη των Θερμοπυλών, σύμφωνα με σύγχρονη (προσωπική) ανάγνωση, οδηγεί και σε στίχους του 1898:
– Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Ο αρχικός ερωτηματικός στίχος, ο πρώτος του νεοελληνικού ποιητικού μοντερνισμού, μας εισάγει σε ποίημα σκηνικής μορφής –ευρέως γνωστό στην Ελβετία και στη Γερμανία, μεταξύ των ετών 1945-1951, επειδή αποτελούσε μιαν έκφραση της απογοήτευσης μετά τη λήξη του πολέμου, χωρίς όμως την επικράτηση της ειρήνης: «Περιμένοντας τους βαρβάρους» σύμπασα μια φανταστική ρωμαϊκή πόλη, έχει οργανώσει αυτοκρατορική υποδοχή, προκειμένου να τους παραδώσει την ιστορία και τη διαχείριση της αδιέξοδης τύχης της. Εκκρεμεί η κατάληξη του πολιτικού δράματος, τονισμένου με διακωμώδηση και σαρκασμό. Κατά την φαινομενικά παράδοξη ροή των στίχων, το τελευταίο επεισόδιο αρχίζει, όταν έρχεται η είδηση «…πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν»… Η γενική απελπισία δείχνει το βάραθρο, όπου ίσως να καταποντιστούν ηγεσία και λαός:
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Όχι «η» λύσις. «Κάποια» λύσις, γράφει ο Καβάφης. Κάποια λύσις, όπως νόμιζαν οι απελπισμένοι, ή, αλλιώς, η σφραγίδα της παρακμής; Ή, η απόρριψη του πολιτισμού; Ή, η ηθική χρεοκοπία της πόλης; Η παγκόσμια νεότατη ιστορία, ο οικονομικός πόλεμος από τη Λατινική Αμερική μέχρι τη δική μας ήπειρο, δίνουν απάντηση στο ερώτημα εκείνων που σέβονται τον Άνθρωπο. Οι κάποιες λύσεις σπεύδουν, διαχρονικά, με ενδύματα «διάσωσης», αλλά με περιεχόμενο βαρβάρων, όπως ήταν εκείνοι που περίμενε η ρωμαϊκή πόλη. Επανέρχεται η έκφραση, homo homini lupus. Λύκος ο άνθρωπος για τον άνθρωπο. Με «Το Δόγμα του Σοκ», όταν φύλακες και πολίτες δεν έχουν γνώση. Όταν δεν έχουν γνώση του πολιτικού Χρέους. Και οι τελευταίοι είναι αμέτρητοι…
Παρά την περιορισμένη του έκταση, το έργο του Αλεξανδρινού συνοδεύεται από μεγάλο ερμηνευτικό πλούτο, ελληνικής και διεθνούς προέλευσης, ενώ παραμένει πάντοτε ανοιχτό στην αποκάλυψη νέων χαρακτηριστικών της γραφής του. Η κατανόησή της συχνότατα προϋποθέτει τη γνώση των ιστορικών γεγονότων, που προσέφεραν στο δημιουργό τη σκηνογραφία και το βάθος των ποιημάτων του· καθώς και το ιστορικό άλλοθι, που έδινε αποδεικτικό έρεισμα στις απόψεις του για τις περιπέτειες των χρόνων του. Είναι όμως γνωστό ότι αναγνώστες, με μόνη την ευαισθησία για την ποίηση, όχι σπάνια επικαλούνται -από μνήμης- στίχους του, για να υπογραμμίσουν προσωπικά τους βιώματα. Ας θυμηθούμε τον εφιαλτικό στίχο: «Η πόλις θα σε ακολουθεί».
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης μετουσίωσε σε υψηλή ποίηση τον στοχασμό του για την ανθρώπινη μοίρα. Με τη γλώσσα της απλής αλήθειας έδειξε τις αιτίες της κατάρρευσης των κοινωνιών, παραμένοντας πάντοτε ποιητής, και με εκπληκτική γραφειοκρατική ακρίβεια, ανάμεικτη με σαρκασμό, παρουσίασε την αδίστακτη και παράλογη δραστηριότητα των «αναμορφωτών – μεταρρυθμιστών». Είναι οι τρομεροί «προστάται» της έκρηξης του Κάλβου. Οι «δεινοί χειρουργοί» της καβαφικής αποικίας. Και τους γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά…
Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά
και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα
τα καταργεί κανείς.
-Κι όταν με το καλό τελειώσουνε την εργασία
κι ορίσαντες και περικόψαντες
το παν λεπτομερώς, απέλθουν,
παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση ΔΕΙΝΟΤΗΤΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ.
«Η Ποίησις φιλοσοφώτερον της Ιστορίας»
Αριστοτέλης «Περί Ποιητικής».
Ο «ελληνικός» Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, από το Δήμο της Ποίησης, σήμερα μας προτείνει τον καθρέφτη της κρίσης… Με εκείνα, που δεν συνέβησαν. Και με τα όσα συμβαίνουν. Και για να κοιτάξουμε τα πρόσωπά μας, εάν διαθέτουμε σύνεση και θάρρος.
Είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι της ποίησης και της πεζογραφίας διδάσκουν. Αλλά εισακουόμενοι σε ποιό βαθμό; Στη θέση τους βρίσκεται και ο κάθε άλλο παρά αιθεροβάμων Αριστοτέλης: Έγραψε ότι η Ποίηση είναι φιλοσοφότερη της Ιστορίας!
ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ ΤΡΙΑΡΧΗ – ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ