Η Έλενα Χουζούρη, δημοσιογράφος, ποιήτρια και συγγραφέας είχε ήδη ασχοληθεί με το δράμα των πολιτικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν το 1949 στην Τασκένδη («Πατρίδα από Βαμβάκι» / Κέδρος, 2009).
Επανακάμπτει με ένα λιγότερο ογκώδες, αλλά απείρως περιεκτικότερο βιβλίο, το «Δύο φορές αθώα» (Κέδρος), που πραγματεύεται με ακόμη πιο συγκινητικό τρόπο το ίδιο θέμα.
Η πραγματική χρονική απόσταση που χωρίζει τα δύο βιβλία είναι μόλις 4 χρόνια, αλλά η ουσιαστική μετράται σε… έτη φωτός! Αν στο πρώτο βιβλίο υπήρχαν ιστορικές αναφορές που αποκάλυπταν αρκετές γνωστικές αδυναμίες, στο δεύτερο όλα θυμίζουν… ντοκιμαντέρ! Επίσης, οι ρόλοι που μοίρασε η Χουζούρη για να πλάσει το ιστορικό της μυθιστόρημα είναι πολύ πειστικοί και δείχνουν πόση δουλειά έχει γίνει στο παρασκήνιο.
Πράγματι, η… μελετηρή συγγραφέας συνέχισε να αντλεί πληροφορίες για το θέμα της, όχι μόνον συμπληρώνοντας, αλλά διορθώνοντας αυτές που ήδη είχε όταν έγραφε το πρώτο βιβλίο. Οι «αλήθειες» της είναι αυτές των πολιτικών προσφύγων ή μάλλον «των παιδιών» τους, που σήμερα είναι ήδη εξηντάρηδες!
Τέλος, η μυθιστορηματική ροή είναι τόσο στρωτή, ώστε το βιβλίο των 230 σελίδων να διαβάζεται… απνευστί, ενώ και το τέλος του είναι λογικοφανές και σχετικά αισιόδοξο, για να μην πούμε ότι στέλνει και συγκεκριμένο μήνυμα: «ζήστε τη σημερινή ζωή σας και αφήστε τις αναμνήσεις για τα γεράματά σας»!
Ένας διαφορετικός κόσμος
Στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του βιβλίου, ο αναγνώστης που έχει σχετικές εμπειρίες θα αναγνωρίσει υπαρκτά πρόσωπα της πολιτικής προσφυγιάς, με τα υπέρ και τα κατά τους. Οι παρτιζάνοι, που πήραν μέρος σε δύο αντάρτικα βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή και την ίδια την ύπαρξή τους, δεν προσαρμόζονται με την «ήττα». Υπακούοντας, θαρρείς, στη γνωστή ατάκα του Ν. Ζαχαριάδη, περιμένουν πανέτοιμοι στις προσωρινές τους πατρίδες, «με το όπλο παρά πόδα», για να τρέξουν στο επόμενο προσκλητήριο!
Όχι μόνο δεν τους δόθηκε αυτή η ευκαιρία, αλλά (όσοι είχαν επιβιώσει…) είδαν το πρότυπό τους, τη Σοβιετική Ένωση, να διαλύεται και στα συντρίμμια της να επιστρέφουν σαν φαντάσματα όσα ήθελαν να διώξουν κι απ’ τη δική μας πατρίδα!
«Δύο ντοσιέ με αποκόμματα εφημερίδων, κυρίως ρωσικών της εποχής, όταν ο πατέρας της (συνταγματάρχης του ΕΛΑΣ και κεντρικός ήρωας του βιβλίου… τσακωνόταν κάθε βράδυ μετά τα δελτία ειδήσεων με τον Γέλτσιν, περιλούζοντάς τον με τους πιο βαρείς ρωσικούς χαρακτηρισμούς! Για ποιο λόγο κρατούσε αυτά τα αποκόμματα; Για να μην ξεχάσει εκείνη την εποχή της παρακμής και της κατεδάφισης όλων όσων πίστευε, όλων όσων είχε οραματιστεί; (…) Θα πετούσε τα ντοσιέ στα σκουπίδια. Εξάλλου, ολόκληρη εκείνη η εποχή ήταν για τα σκουπίδια. Μαζί με τον Γέλτσιν»!
Η δεύτερη γενιά πολιτικών προσφύγων, «δύο φορές αθώα» όπως μαρτυρά ο τίτλος, είχε ένα εξίσου δύσκολο έργο: να συμβιβάσει το ισόβιο όνειρο των γονιών για «καλή πατρίδα» με την διαφορετική ζωή στις χώρες της φιλοξενίας! Όταν γύρισαν στην Ελλάδα βρέθηκε σε μια ξένη χώρα, ενώ ο δρόμος της… επιστροφής είχε πλέον κοπεί, αφού η Τασκένδη ήταν πια στο… Ουζμπεκιστάν, όπου «τα αγάλματα του Λένιν αντικαταστάθηκαν με αυτά του Ταμερλάνου»!
Σεβασμός στο προδομένο «πείραμα»
Σε αντίθεση με το προηγούμενο βιβλίο της, η συγγραφέας δείχνει απόλυτο σεβασμό και κατανόηση για τις «διαφορετικότητες» της ζωής στα δύο συστήματα: αυτό που κατέρρευσε το 1990 και αυτό που καταρρέει σήμερα!
«Η Βέρα έχει γαλουχηθεί να πιστεύει ότι η εργασία είναι υπέρτατο αγαθό και ότι όποιος εργάζεται συμβάλλει στο γενικό καλό, ανάλογα με τις δυνάμεις του(…).
Σα σφουγγάρι κατάπινε, να μην κανείς εγωιστής, να μην κοιτάει μόνο τον εαυτό του, ο ένας για τον άλλο, και όλα φάνταζαν τόσο υπέροχα, τόσο αθώα και παιδικά, μια κοινωνία φτιαγμένη για παιδιά, που όμως -αλίμονο- μεγάλωναν».
Κι όταν «τα παιδιά» εκπλήρωναν το όνειρο των γονιών τους και γυρνούσαν «στην πατρίδα», τους περίμενε ένα διαφορετικό σοκ:
«Ήταν μόλις είχα έρθει, το ’75. Είκοσι τριών χρονών και μαυρομάνα. Πάω σε μια δημόσια υπηρεσία, ακούει την προφορά μου ο υπάλληλος και με ρωτάει από πού είμαι. Εγώ όλο καμάρι του απαντώ:
“Από τη Σοβιετική Ένωση“! Κι εκείνος, αντί για κάτι καλό που περίμενα, σηκώνει το κεφάλι, με κοιτάζει και μου λέει: “Α, είστε τα παιδιά των ληστοσυμμοριτών“! Μ’ έπιασε το παράπονο. Έκλαιγα όλο το βράδυ. Αυτή ήταν η πατρίδα που είχα έρθει;»!
Διαλεκτική, ρεαλιστική προσέγγιση
Η Έλενα Χουζούρη έπλασε τους ήρωες και την ιστορία της με ρυθμό… ρεπορτάζ, αλλά διάχυτο από αισθήματα πάσης φύσεως.
Χωρίς την παραμικρή ιδεολογική χροιά, καταφέρνει να εξιστορήσει το δράμη της δεύτερης γενιάς (κυρίως) πολιτικών προσφύγων, ενώ αφήνει και σαφείς αιχμές συγγένειας με το δράμα των σημερινών νέων Ελλήνων, που αναγκάζονται να γίνουν οικονομικοί μετανάστες!
Της αξίζουν συγχαρητήρια, όχι μόνο για το πολύ καλό βιβλίο της (γεγονός εξαιρετικά σπάνιο στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα!) αλλά και για τη σκληρή δουλειά που επιστράτευσε, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή ιστορική αυθαιρεσία στα διαδραματιζόμενα.
Αν κάποιος αναγνώστης ζητήσει αντίθετα παραδείγματα (και μάλιστα πολύ πιο «επώνυμων» συγγραφέων!), είμαι πρόθυμος να δώσω λεπτομέρειες…
Χρήστος Φωτιάδης