Τη σπουδαία ευκαιρία να ακούσουν τη συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη να μιλά για το τελευταίο της βιβλίο και παράλληλα να ξεδιπλώνει τη δική της φιλοσοφία ζωής και γραφής, είχαν την περασμένη Κυριακή όσοι βρέθηκαν στο ΤΥΠΕΤ στα Βριλήσσια. Καλεσμένη του Cine-Δράση, η σπουδαία συγγραφέας μίλησε πραγματικά στην καρδιά του καθενός από όσους έδωσαν το παρών αφήνοντας πίσω της μια κορυφαία ανάμνηση σε όλους. Το Cine-Δράση παραθέτει λίγα στιγμιότυπα από εκείνη τη μεγάλη βραδιά στα Βριλήσσια.
«Κυριακή 13 Νοεμβρίου, 7.00 το απόγευμα, το Cine-Δράση φιλοξενεί τη συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη, στην αίθουσα του δήμου μας, («Νίκος Εγγονόπουλος»-ΤΥΠΕΤ), κατάμεστη όσο ποτέ. Το κοινό ασάλευτο, επί σχεδόν τρεις ώρες, προσηλώνεται στη μαρτυρία ενός προσώπου, για την τέχνη, τη ζωή, την περιπέτεια του συλλογικού βίου, καταγράφει και βυθίζεται σ’ έναν πλούτο συναισθημάτων, που μόνο οι αληθινοί δημιουργοί μπορούν να συμπυκνώσουν και να μεταδώσουν απλόχερα.
Περίπου μισής ώρας «εισήγηση», με αφορμή «Το Φαράγγι», το τελευταίο μυθιστόρημα της Καρυστιάνη και ακολούθησε ένας αληθινός διάλογος, με τους θεατές σε εγρήγορση, να θέλουν όλο και περισσότερο, από εκείνους που θέλει κανείς να ξαναζήσει, να αποτυπώσει, να μη χάσει ούτε ένα γραμμάριο κατανόησης, να πάρει μαζί του, σαν κάτι πολύτιμο, κάθε συναίσθημα, μήπως αυτό κρατηθεί ζωντανό ως την επόμενη «κανονική» ημέρα…
Από αυτή τη βραδιά μεταφέρουμε δυστυχώς μόνο 31 λεπτά προφορικού λόγου, το αρχικό μέρος της παρουσίασης, όπου η Καρυστιάνη ρέει, μεταδίδει, μιλάει εκτός κειμένου για το μυθιστόρημα –αφορμή της συζήτησης. Απολαύστε την!
«Σ’ όλα μου τα βιβλία υπάρχει κάτι κοινό…»
Κοινό είναι ότι πραγματεύονται κορυφαίες ανθρώπινες εμπειρίες. Μπορεί να αναφέρονται σε ανθρώπους απλούς, σιγανούς, θαμπούς, αν θέλετε, της καθημερινότητας, οι οποίοι όμως ως υπάρξεις έχουν δικαίωμα και στα κορυφαία αισθήματα, στον έρωτα, που είναι το πιο ξακουστό συναίσθημα, στο θάνατο, τι είναι ο θάνατος, ο πιο μισητός αφέντης, ο πιο επιφανής τελευταίος επισκέπτης της ζωής, στη φιλία, που είναι μια πολύ παρηγορητική σχέση, στη βαριά αρρώστια, που είναι ο μέγας πραγματοποιημένος φόβος, στη συμφιλίωση που είναι η έμπρακτη αυτοκριτική, στην τύψη, που είναι παντοτινό άλγος, στη λησμονιά, που είναι ένα παντοτινό κενό…
Ένα άλλο κοινό που έχουν τα βιβλία είναι ότι οι ήρωες, ακριβώς επειδή είναι ήρωες με το ήττα μικρό, ζωές αχανών ασήμων, σε άδοξα σπίτια και μικρές κοινωνίες, μου επιτρέπουν να μπορέσω να πάω πιο βαθιά και να διεισδύσω στην πολύσημη, πλούσια και για μένα καθόλου μονότονη και αδιάφορη ζωή των ταπεινών, όχι των ταπεινωμένων.
Προέρχομαι από λαϊκή οικογένεια, αυτόν τον κόσμο τον ξέρω καλύτερα -ίσως και από ανασφάλεια- περιηγούμαι πιο εύκολα σ’ έναν τέτοιο κόσμο, σ’ ένα τέτοιο μικρό σύμπαν, σε μικρές ιστορίες, αλλά μέσα στη ζωή, στα εξήντα τέσσερά μου πλέον χρόνια και βιβλίο με βιβλίο, έχω ανακαλύψει ότι αυτές οι μικρές κοινωνίες δεν υπολείπονται, αυτές οι ιστορίες, οι περιπέτειες των ανθρώπων, σε σημασία, έναντι των κοινωνιών και των ανθρώπων που κινούνται, όχι στις παρυφές πια μιας κοινωνικής πραγματικότητας αλλά στο κέντρο και στο επίκεντρο των μεγαλουπόλεων και των μητροπόλεων.
Ένα άλλο κοινό που έχουν τα βιβλία είναι η γλώσσα, που είναι η αγάπη μου, για μια γλώσσα που νομίζω πως δεν τελειώνει ποτέ, που τη θέλω να είναι διαπεραστική και αισθαντική, για να μπορέσω μ’ αυτήν να κάνω σινιάλο επικοινωνίας και αφύπνισης του ίδιου του αναγνώστη. Θα σας έλεγα ότι ακριβώς επειδή τα βιβλία δεν αναφέρονται σε μεγάλες προσωπικότητες και καμπές της ιστορίας, άλλοι συνάδελφοι το κάνουν έξοχα, για παράδειγμα η πολυαγαπημένη μου Μάρω Δούκα έχει την ιστορία ως επίκεντρο που διαμορφώνει άμεσα τους χαρακτήρες στα βιβλία της, και παίρνει μείζονες σελίδες, περιστατικά και περιόδους, εγώ ασχολούμαι με πιο απλά πράγματα, πιο τετριμμένα. Ωστόσο ακριβώς για να μπορέσω να πείσω και τον εαυτό μου -διαρκώς ανασφαλή- γιατί επιλέγω ως πρωταγωνιστές δευτεραγωνιστές και κομπάρσους τέτοιους ανθρώπους στα μυθιστορήματα; -και για να μπορέσω σιγά-σιγά να σοβαρευτώ, και να φιλοτεχνήσω πορτρέτα πειστικά, αληθοφανή που θα προέρχονται πραγματικά μέσα από την κοινωνία, οφείλω να δουλέψω με ταπεινοφροσύνη και προσοχή και να φιλοτεχνήσω τις ταυτότητες αυτών των ηρώων.
Το «Φαράγγι»
Στο τελευταίο βιβλίο, στο «Φαράγγι», μπορώ να πω ότι πήγα και χώθηκα μέσα ‘κει, κυρίως καταπτοημένη και καταπονημένη ιδεολογικά, ηθικά, οικονομικά από την πραγματικότητα που ξέσπασε σαν αστραποβρόντι τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, και που σαν πυκνός χρόνος αυτογνωσίας μας υποχρεώνει όλους να βάλουμε τα πράγματα ξανά κάτω, μ’ ένα όσο το δυνατόν πιο σοβαρό, ευθύβολο και εύστοχο τρόπο.
Εγώ είχα ένα πολύ γερό θεμέλιο, γιατί προέρχομαι από μια πολύ αγαπημένη και πολύ δεμένη οικογένεια. Θυμάμαι το 1998 που είπαμε με τα αδέρφια μου, επτά είμαστε εν ζωή, εννέα έκαναν οι γονείς μου, τα δυο πρώτα αγόρια, δύο και τριών ετών χάθηκαν όταν ο πατέρας μου ήτανε στην Αλβανία και η μητέρα μου, είχε βομβαρδιστεί το σπίτι μας στα Χανιά, ήταν σε μια σπηλιά, στις Σβουρνιές, στο νομό Χανίων, είχανε χαθεί πολλά παιδάκια τότε, πάει κι ο Γιάννης κι ο Παναγιώτης, λοιπόν, μεγάλωσα σ’ αυτή την οικογένεια, με πολύ καλές σχέσεις όλα τα’ αδέρφια, και θυμάμαι ότι το 1998 είπαμε «να κάνουμε ένα φαράγγι», χωρίς συζύγους και παιδιά, έτσι για να ξαναβρεθούμε, γιατί κι εγώ ζούσα μακριά, οι περισσότεροι είναι στα Χανιά. Αυτό δεν κατάφερε να γίνει πραγματικότητα, πότε ο ένας δεν μπορούσε, πότε ο άλλος δεν μπορούσε, είχε δουλειά, έλα όμως που εμένα μου έγινε έμμονη ιδέα…
Έχω και την τάση για τις έμμονες ιδέες, εμμονική, να τιμωρώ τον εαυτό μου που αυτό δεν έγινε πραγματικότητα. Άρχισα αναδρομικές ημερολογιακές καταγραφές, (εγώ που ποτέ δεν κρατούσα ημερολόγιο), ότι θυμόμουνα, όπως τα θυμόμουνα και όπως τα μετασκεύαζα, για να επιτρέψω στον εαυτό μου να απομακρυνθεί εντελώς από την αυτοβιογραφία, (στην οποία δεν πιστεύω, όλοι φιλοτεχνούν λειαίνοντας ή διεκτραγωδώντας ή διακωμωδώντας τα πράγματα, δηλαδή υπερτονίζοντας κάποιες καταστάσεις), απομακρύνθηκα σιγά-σιγά και έφτιαξα τα πορτρέτα επτά αδελφών που δεν έχουνε σχέση με τη δική μου οικογένεια. Μπορεί να έχουν έναν αδελφό που να αγαπάει τα φαράγγια και να θέλει να πηγαίνουμε μαζί βόλτες, μπορεί σαν τον Φώντα, τον αγαπημένο της Θεώνης -για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο- να έχω κι εγώ τον πολυαγαπημένο μου αδερφό Κώστα, τον Βενιαμίν μας, που έχει χάσει το χέρι του σε εργατικό ατύχημα στα 19, μπορεί να έκανα το ταξίδι της Θεώνης μέσα στο σώμα της μητέρας μου στα τελευταία της, αλλά ένα μυθιστόρημα είναι μια ευρύτερη σύνθεση, επεξεργασία πολλών ζωών, πρέπει να στήσεις χαρακτήρες και να ακουμπήσεις και να επινοήσεις πολλά γεγονότα σε μια διακύμανση του χρόνου.
Σας λέω λοιπόν ότι «Το Φαράγγι» εκεί είχε την έμπνευσή του, και μ’ ένα αίσθημα ενοχής ότι δεν το πραγματοποιήσαμε, οπότε εγώ ήθελα να το κάνω, έστω ένα μυθιστόρημα επινόησης και φαντασίας. Έβλεπε ένα πάρα πολύ όμορφο δέντρο στον αυλόγυρο της Μονής της Αγίας Τριάδας στα Χανιά, κοντά στο αεροδρόμιο για όσους έχουν πάει, που είναι ένας κορμός σε μια πεζούλα, εσπεριδοειδές το δέντρο, κι έχει ένα μπράτσο που κάνει λεμόνια, ένα που κάνει πορτοκάλια, ένα που κάνει μανταρίνια κι ένα που κάνει γκρέιπφρουτ. Λέω, κάπως έτσι είναι και πολλά παιδιά που βγαίνουν από την ίδια κοιλιά αλλά το καθένα παίρνει το δικό του δρόμο, κι έτσι πρέπει να ‘ναι στη ζωή και σιγά-σιγά να αυτονομείται και να ακολουθεί τα δικά του βήματα.
Υπάρχουν κάποια ερωτήματα που επιμένουν να με ακολουθούν και που η απάντηση δεν είναι οριστική: Ποιο είναι το βάρος της εξομολόγησης και ποιο είναι το βάρος της αποσιώπησης ενός μυστικού; Τι συνέπειες υπάρχουν στη μια και στην άλλη περίπτωση, και για το άτομο που εξομολογείται ή αποσιωπά και για τους δικούς του ανθρώπους ή για τον περίγυρό του; Νομίζω πως αυτό μπορεί να φωτιστεί με πολλούς τρόπους, που δεν εξαντλούνται. Πραγματικά δεν υπάρχει τελευταία λέξη, ούτε στην τέχνη, ούτε στην επιστήμη, ούτε στη ζωή, οπότε άλλοι θα έρθουν κάτω από άλλο πρίσμα να δουν παρόμοιες ιστορίες και παρόμοια ερωτήματα και να προσθέσουν τη δική τους συμβολή, τη δική τους πινελιά.
«Πιστεύω τόσο πολύ στους ποιητές, νομίζω πως τα έχουν πει όλα»
Πιστεύω τόσο πολύ στους ποιητές, νομίζω πως τα έχουν πει όλα. Και οι ολιγόστιχοι και οι στιχουργοί των τραγουδιών -για μένα είναι πολύ υψηλού επιπέδου ποίηση και η στιχουργική των μεγάλων μας στιχουργών- και του Γκάτσου και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μάνου Ελευθερίου και της Λίνας Νικολακοπούλου και του Οδυσσέα Ιωάννου και του Γκανά. Είναι πολλοί εκείνοι απέναντι στους οποίους αισθάνομαι μια απέραντη ευγνωμοσύνη και μια απέραντη οφειλή, σ’ αυτά τα λυπημένα τραγούδια, που σταματήσανε βέβαια να γράφονται με την Ευρωζώνη, δεν πήγαινε αυτό το ντουέτο, αλλά νομίζω πως σημαντικά διηγήματα, ταινίες, θεατρικά έργα, γίνανε και σε αυτά τα χρόνια, που έθεσαν ορισμένα πολύ σημαντικά ερωτήματα. Ίσως ο κόσμος, προερχόμενος από πολυετή στέρηση ακουμπούσε σε κάποια προσφερόμενα αγαθά, ευγενική χορηγία των τραπεζών με τη θηλιά κάπου στο βάθος, που ο κόσμος τα είχε ανάγκη και δεν μπορούσε να ακούσει. Αλλά θυμάμαι βιβλία της Μάρως Δούκα, τραγούδια του Σαββόπουλου, πολλών συνθετών, πολλές κινηματογραφικές ταινίες, πολλά θεατρικά έργα σύγχρονα, που έθεταν αυτά τα ερωτήματα αλλά δεν υπήρχαν και ευήκοα ώτα εδώ που τα λέμε… Καμιά φορά, με την Μάρω που μιλάω περισσότερο, της λέω, μας αντιμετωπίζουν σαν δυο ξινές γκρινιάρες που τους τη σπάμε στα χρόνια της μεγάλης ευφορίας, με τις Ολυμπιάδες κτλ.
Εύχομαι να’ χουμε δύναμη, τα μάτια μας ανοιχτά, κουράγιο, όπως έλεγε και η Βιβή Χολέβα στα «Σακιά», οι άκοποι τόμοι της ποίησης που είναι στα ράφια δημιουργούν κενό στην αναζήτηση του ρόλου μας και της ύπαρξής μας μέσα σ’ αυτή τη ζωή, αυτά είναι τα υπάρχοντά μας.
Εγώ, ό,τι μπορώ κάνω, πάντα με την πεποίθηση ότι κάτι μείζον μου έχει διαφύγει, από την αρχική σύλληψη της κεντρικής ιδέας, που όμως πλέον αποδέχομαι την ήττα μου στο τέλος και λέω ότι αυτό μπορεί να είναι ένας λόγος που θα με βάλει στην περιπέτεια ενός επόμενου γραπτού για να αποπληρώσω φιλολογικά χρέη -υπάρχουν και τέτοια χρέη μάλλον, και για να μπορέσω να φτάσω όσο το δυνατόν πιο βαθιά και πιο διεισδυτικά στον εσώτερο κόσμο των ανθρώπων και σ’ αυτά τα σκοτεινά τοπία της ύπαρξης, που εκεί νομίζω πως είναι και πολλά από τα κλειδιά για τις περιπέτειες και του εξωτερικού βίου των ανθρώπων.
Μ’ ένα στίχο του Λειβαδίτη, λοιπόν, «η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να χει μεγάλη καρδιά», αποζητώ διαρκώς έναν τρόπο να μην είμαι άκαμπτη, να έχω υπομονή, να πλησιάζω με όση μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη και δίχως σνομπισμό τους ανθρώπους. Αυτό που ζητώ ως αναγνώστρια, αυτό επιδιώκω και ως συγγραφέας και ελπίζω κάποτε να το καταφέρω».