Η ταινία “Μια Ασυνήθιστη κατάσταση ( Die Innere Sicherheit)” θα προβληθεί στην αίθουσα Ν. Εγγονόπουλος (πρώην TYΠΕΤ ,Πάρκο Μίκης Θεοδωράκης, Π. Μπακογιάννη 38-42) την Τετάρτη 14 Ιουνίου στις 20.15.
Γερμανία 2000. Διάρκεια: 105΄. Σκηνοθεσία: Christian Petzold. Σενάριο: Christian Petzold, Harun Farocki. Πρωταγωνιστούν: Julia Hummer, Barbara Auer, Richy Muller, Bilge Bingul Rogerio Jacques, Bernd Tauber, Günther Maria Halmer. Mουσική: Stefan Will. Φωτογραφία: Hans Fromm.
Η ταινία «Μια Ασυνήθιστη κατάσταση» δεν είναι μόνον μια πολιτική ταινία πολύ διαφορετική από αυτές που έχουμε μέχρι σήμερα συνηθίσει, αλλά είναι κυρίως ένα ευαίσθητο και έξυπνο φιλμ για τις δυσλειτουργικές οικογένειες στο οποίο κυριαρχεί το ερώτημα αν οι γονείς με τις επιλογές τους έχουν δικαίωμα να σημαδεύουν αρνητικά και όχι σπάνια να καταστρέφουν τις ζωές των παιδιών τους.
Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1970 η έντονη δραστηριότητα μιας σειράς ένοπλων οργανώσεων συγκλονίζει την Δυτική Γερμανία. Η σημαντικότερη από αυτές η Φράξια Κόκκινος Στρατός ( RAF), γνωστή και ως Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ, (από τα ονόματα των ιδρυτών της Αντρέας Μπάαντερ και Ουλρίκε Μάινχοφ) δημιουργήθηκε ως αντίδραση στην πολιτική εξουδετέρωσης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς από το γερμανικό κράτος, υιοθέτησε αρχές και πρακτικές του «αντάρτικου των πόλεων» και κήρυξε ένοπλο αγώνα με στόχο την εξουδετέρωση του κρατικού μηχανισμού της χώρας. Έδρασε από το 1970 έως το 1977 και σε αυτό το διάστημα τα μέλη της επιδόθηκαν σε διάφορες ένοπλες δράσεις όπως βομβιστικές επιθέσεις, ληστείες τραπεζών, κλοπές σφραγίδων δημοσίων υπηρεσιών, επιθέσεις σε κτίρια της αστυνομίας και εγκαταστάσεις μεγάλων εταιριών, απαγωγές δημοσίων προσώπων ή επιχειρηματιών κοκ. Οι βομβιστικές επιθέσεις στοίχισαν τη ζωή σε 69 συνολικά άτομα, ανάμεσα στα οποία ήταν ένας αμερικανός συνταγματάρχης που υπηρετούσε στο γενικό αρχηγείο των αμερικανικών δυνάμεων στη Φραγκφούρτη, διάφορα στελέχη κρατικών υπηρεσιών και 28 μέλη της οργάνωσης. Η δράση της τελείωσε ουσιαστικά με την σύλληψη και τον θάνατο, το 1977, τριών ηγετικών στελεχών της οργάνωσης μέσα στην γερμανική φυλακή του Σταμχάιμ. Οι απάνθρωπες συνθήκες απομόνωσης στις οποίες κρατούνταν είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον και την κατακραυγή της παγκόσμιας της κοινής γνώμης, (ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ τους επισκέφθηκε), ενώ οι συνθήκες θανάτου τους παραμένουν ακόμα και σήμερα αδιευκρίνιστες. Οι αρχές τις απέδωσαν όλες σε αυτοκτονία, αλλά η κρατούσα άποψη είναι ότι πρόκειται για σκόπιμη εγκληματική ενέργεια από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Διεθνής επιτροπή από επιστήμονες και δημοσιογράφους προσπάθησε να διαλευκάνει τις συνθήκες του θανάτου τους .Αν και το γερμανικό κράτος δεν της αναγνώρισε δικαίωμα έρευνας, η επιτροπή, στηριζόμενη στα επίσημα έγγραφα κατέληξε ότι τουλάχιστον η Μάινχοφ είχε πεθάνει πριν απαγχονιστεί.
Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά, η Clara και ο Hans ένα φυγόδικο ζευγάρι, που είχε στο παρελθόν αναπτύξει τρομοκρατική δραστηριότητα μέσα από τις γραμμές της RAF, εξακολουθεί να καταζητείται από την αστυνομία και για αυτό ζει παράνομα, στις παραλίες της Πορτογαλίας. Έχει τηρήσει όλους τους κανόνες της παράνομης ζωής, αλλά έχει σπάσει ένα ταμπού που τηρούν όλοι οι επαναστάτες: Έχουν ένα παιδί που ζει μαζί τους σε αυτές τις αφύσικες συνθήκες. Και ενώ φαίνεται να βρίσκονται πολύ κοντά στο να εξασφαλίσουν μια νόμιμη ζωή στη Βραζιλία, ένα τυχαίο συμβάν, η κλοπή των προσωπικών τους αντικειμένων τους φέρνει σε ακόμα δυσκολότερη από πριν θέση. Έτσι επιστρέφουν στην Γερμανία και κάνουν προσπάθεια να επανασυνδεθούν με τους παλιούς τους συντρόφους και να εξασφαλίσουν την βοήθειά τους ώστε να αποφύγουν για ακόμα μια φορά τη σύλληψη. Αλλά αυτό αποδεικνύεται πολύ δύσκολο, καθώς οι παλιοί συναγωνιστές ή δηλώνουν αδυναμία να βοηθήσουν ή έχουν «τελειώσει» με το παρελθόν και είναι πλέον συμβιβασμένοι μεν, αξιοσέβαστοι πολίτες δε ή δεν έχουν αντοχή και διάθεση να ξαναμπλέξουν σε παράνομες δραστηριότητες.
Το φιλμ διηγείται την ιστορία από τη σκοπιά της Jeanne, της έφηβης κόρης της οικογένειας η οποία σε όλη τη διάρκεια της ζωής της υφίσταται τις συνέπειες των επιλογών των γονιών της. Στην πραγματικότητα, ζώντας στο περιθώριο και την παρανομία, με μια οικογένεια που εξακολουθεί να κρατιέται από ένα όνειρο που έχει λήξει, στερείται κάθε δυνατότητα φυσιολογικής ζωής. Δεν έχει πάει σε κανενός είδους σχολείο, δεν γνώρισε συγγενείς, δεν έπαιξε, δεν έκανε ποτέ φίλους και γενικά έζησε μια αποστειρωμένη ζωή. Αντικοινωνική εξ ανάγκης, αμήχανη και γεμάτη λαχτάρα να ζήσει την φυσιολογική ζωή που ζουν όλοι οι κανονικοί έφηβοι του κόσμου, θα ερωτευτεί τον Heinrich έναν νεαρό σέρφερ συμπατριώτη της που γνωρίζει στο τουριστικό θέρετρο που κρύβονται. Καθώς οι γονείς της έχουν εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες βοήθειας και μηχανεύονται ένα νέο απεγνωσμένο σχέδιο σωτηρίας, η Jeanne τους προτείνει να κρυφτούν σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που της έχει περιγράψει ο Heinrich. Για να μην τους εκθέσει τον αποφεύγει, αλλά κάποτε αναπόφευκτα θα συναντηθούν. Θα είναι ο έρωτας της για αυτόν, η δυσκολία να χειριστεί πρωτόγνωρα για αυτήν αισθήματα και κυρίως η αδυναμία της να τον αποχωριστεί που θα βάλουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της οικογένειας. Μια απροσεξία και μια στιγμιαία παρόρμηση θα καταστραφούν τα πάντα.
Ο ανατολικογερμανικής καταγωγής συγγραφέας και σκηνοθέτης Christian Petzold («Yella» , «Barbara» «Το Τραγούδι του Φοίνικα»), του οποίου η «Μια Ασυνήθιστη Κατάσταση» αποτελεί το κινηματογραφικό ντεμπούτο, καταπιάνεται ειλικρινά και πειστικά με τις υπαρκτές σημερινές διαστάσεις ενός παρελθόντος θέματος τραυματικού για τη συλλογική μνήμη των Γερμανών. Δημιουργεί μια πρωτότυπη πολιτική ταινία με στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και έντονες συγκινησιακές και δραματικές στιγμές. Αναπαριστά στην οθόνη με ειλικρίνεια και πειστικότητα την ταραγμένη ζωή ενός συνηθισμένου εφήβου που έχει όλους τους λόγους της ηλικίας του να βρίσκεται σε αναταραχή και του οποίου ο συναισθηματικός κόσμος επιβαρύνεται από την ιδιάζουσα οικογενειακή του κατάσταση. Αποσπά πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους συμμετέχοντες, ιδιαίτερα από την Julia Hummer στο ρόλο της Jeanne. Ο ιδιαίτερα ασαφής τίτλος (στα γερμανικά σημαίνει «Εσωτερική ασφάλεια») αναφέρεται εν μέρει στην έλλειψη ασφαλείας στην Γερμανία εξαιτίας της δράσης της RAF, αλλά και στην ανυπαρξία ασφάλειας για τους πρώην τρομοκράτες και πολύ περισσότερο στο παιδί τους.
Η ταινία απέσπασε 10 Βραβεία, από τα 16 για τα οποία είχε προταθεί. Ανάμεσά τους το Βραβείο Σεναρίου για τους Christian Petzold και Harun Farocki καθώς και το Βραβείο FIPRESCI στο δικό μας 40ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (2000), το Βραβείο για την Καλύτερη Ταινία Μεγάλου Μήκους και την Καλύτερη Ηθοποιό για την Julia Hummer (Γερμανία 2001).