Την βραβευμένη ταινία «Park» της Σοφίας Εξάρχου προβάλλει το Cine- Δράση την Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου στις 20.15 στο ΤΥΠΕΤ.
Τυπικό δείγμα του μοντέρνου ελληνικού σινεμά, το «Park» της Σοφίας Εξάρχου, είναι ένα φιλμ γεμάτο ζωή, δύναμη και παλμό. Διαβάζεται ως ευθεία παραβολή για το μεγάλο όνειρο μιας χώρας και μιας γενιάς που πολύ νωρίς και με άγριο τρόπο αποδείχτηκε απατηλό. Θέμα του η μοναξιά, η διάψευση, η ματαιότητα, η απόρριψη, η δίψα για αποδοχή και δευτερευόντως η τρυφερότητα μιας γενιάς εγκαταλειμμένης και αποκλεισμένης, πριν καλά ξεκινήσει τη ζωή της. Μια παρέα εφήβων, κυρίως, αγοριών, έτοιμων για όλα, παίζουν «αθώα» βίαια παιχνίδια, όχι στους υπολογιστές τους, αλλά ζωντανά, το κατακαλόκαιρο, στην άκρη της πόλης, μέσα στα εγκαταλειμμένα κτίρια των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων που καταρρέουν και διαλύονται. Ανάμεσά τους, ο Δημήτρης και η Άννα προσπαθούν σπασμωδικά και συγκινητικά να ξεφύγουν και να διαπιστώσουν αν υπάρχει και για αυτούς μια θέση στον ήλιο.
Σκηνοθετημένο δυναμικά και με ρεαλιστική αμεσότητα, το φιλμ, έκανε θριαμβευτική πορεία στα κινηματογραφικά Φεστιβάλ όλου του κόσμου. Είχε συνολικά 16 υποψηφιότητες. Απέσπασε 10 Βραβεία, με κορυφαίο το Πρώτο Βραβείο για Νέο Σκηνοθέτη στη Σοφία Εξάρχου, στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν (2016). Στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» (2017) τιμήθηκε με τα Βραβεία Καλύτερης Πρωτοεμφανιζόμενης Σκηνοθέτη και Καλύτερης Πρωτοεμφανιζόμενης Ηθοποιού για την Δήμητρα Βλαγκοπούλου, η οποία κατέκτησε το Βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (2016). Από την Ακαδημία Ελληνικού Κινηματογράφου (2017) το φιλμ τιμήθηκε με τα Βραβεία Πρωτοεμφανιζόμενης Σκηνοθέτη και Καλύτερου Ήχου (Στέφανος Ευθυμίου). Στη Γενεύη (2016) τιμήθηκε με ειδική μνεία Καλύτερης Διεθνούς Συμμετοχής (Σοφία Εξάρχου) και τέλος στο Palic Film Festival (Σερβία 2017) κέρδισε το Βραβείο «Χρυσός Πύργος» Καλύτερης Ταινίας.
Η αποδοχή της ταινίας από κοινό και κριτικούς ανέδειξε τη σκηνοθέτη Σοφία Εξάρχου σε μια από τις πιο δυνατές καινούριες φωνές του ελληνικού σινεμά και την Δήμητρα Βλαγκοπούλου ως μία από τις πλέον υποσχόμενες ηθοποιούς της γενιάς της. Και οι δύο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα Βριλήσσια. Την Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου θα βρεθούν στο ΤΥΠΕΤ, φιλοξενούμενες του Cine-Δράση και θα κουβεντιάσουν με τους θεατές για την ταινία τους.
Ελλάδα, 2016. Διάρκεια: 100΄. Σενάριο- Σκηνοθεσία: Σοφία Εξάρχου Πρωταγωνιστούν: Λένα Κιτσοπούλου, Δημήτρης Κίτσος, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ενόκι Γκβενατάτζε, Γιώργος Παντελεδάκης. Μουσική: Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy). Διεύθυνση Φωτογραφίας: Monika Lenczewska.
(ΒΟΧ) Σοφία Εξάρχου : «Δεν μου αρέσει καθόλου ο όρος χαμένη γενιά»
Aκολουθεί απόσπασμα από την συνέντευξη που παραχώρησε η σκηνοθέτης Σοφία Εξάρχου στην ελληνική έκδοση της Huffington Post στις 6 Μαρτίου 2017.
Ποια είναι η κεντρική ιδέα του «Park;»
Ήθελα να μιλήσω για το υπαρξιακό δράμα μιας παρέας σε ένα έρημο μέρος. Γι’ αυτό έβαλα στην ταινία δύο τόσο «ενοχλητικά» στοιχεία σε σύγκρουση: την ίδια τη ζωή που την εκπροσωπούν τα νέα παιδιά και τη νέκρα, το απόλυτο τίποτα.
Οι ήρωες της ταινίας σας στα παρατημένα κτίρια, στην αλάνα με τα μηχανάκια, εκτός από κοινωνικό περιθώριο θυμίζουν εφηβεία μιας παλαιότερης εποχής. Συμφωνείτε;
Πρόθεσή μου ήταν να κάνω μια ταινία άτοπη και άχρονη, που θα μιλήσει για νέους και εγκαταλειμμένους. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία για την ελληνική κρίση κι ίσως είναι ο λόγος που λειτούργησε καλά στο εξωτερικό. Το κατάλαβα από τις ερωτήσεις του κοινού μετά τις προβολές στα Φεστιβάλ όπου ο καθένας είδε στην ταινία δικές του ανησυχίες: στο Λονδίνο οι θεατές με ρωτούσαν για το Brexit, στην Ισπανία θεώρησαν ότι είναι μια ταινία ισπανική κ.ο.κ.
Τελικά είναι αυτό που λένε μια χαμένη γενιά; Δεν θα μπορέσουν οι χαρακτήρες που δείχνετε να μπουν στην κοινωνία;
Δεν μου αρέσει καθόλου ο όρος χαμένη γενιά. Ειδικά για νέα παιδιά ακούγεται πολύ σκληρό. Αντίθετα, μέσα από την ένταση των παιδιών, δείχνω ότι οι ίδιοι δεν μπορούν να δεχτούν κάτι τέτοιο. Προσπαθούν να αγκιστρωθούν από ό,τι μπορεί να είναι η ζωή και όσο πιο έντονα μπορούν. Απλά δεν έχουν που να διοχετεύσουν την ενέργεια τους. Ούτε είναι η θέση μου σαν δημιουργός να καταδείξω το μέλλον τους. Κάνω ταινία όχι για να δώσω απαντήσεις, αλλά να θέσω ερωτήσεις. Σε φοβίζει και σε αγχώνει τι θα κάνουν αυτά τα παιδιά και την ίδια ώρα υπάρχουν στιγμές που όντως τα κοιτάς με τρυφερότητα. Αισθάνεσαι την αθωότητα που εκρήγνυται από πίσω. Ναι, ήταν πρόθεσή μου να δείξω ότι σε τέτοιο περιβάλλον υπάρχει ο κίνδυνος που μπορεί να ορίσει τη ζωή ενός παιδιού. Ακόμα και ατύχημα από λάθος στιγμή.
Πιστεύετε ότι οι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες προσαρμόζετε τις ταινίες σας σ’ ένα καθεστώς φεστιβαλικό και στο σινεφίλ κοινό του;
Τα πράγματα είναι κάπως ανάποδα: το φεστιβαλικό κοινό ενδιαφέρεται γι΄ αυτό το είδος σινεμά, άρα οι ταινίες λειτουργούν εκεί και επομένως στα φεστιβάλ έρχεται το κοινό να τις δει κι έχει ωραίες αντιδράσεις. Δεν είναι ότι εμείς κάνουμε τις ταινίες για τα φεστιβάλ. Δεν υπάρχει κανένα κοινό όταν κάνουμε την ταινία, ούτε εμπορικό ούτε τίποτε. Γράφεις με βάση τον εαυτό σου. Καλώς ή κακώς, ο θεατής είσαι εσύ, και με βάση το προσωπικό γούστο σου προχωράς. Έχουμε δει και εμπορικές ταινίες που έχουν αποτύχει. Δεν ισχύει δηλαδή ότι γράφω για το εμπορικό σινεμά ή για το φεστιβαλικό. Δυστυχώς, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση του ελληνικού κοινού από τον ελληνικό κινηματογράφο. Δεν τον «ιντριγκάρει».
Με όλο αυτό το άνοιγμα στο εξωτερικό υπολογίζετε σε κάτι στην Ελλάδα;
Για τον κινηματογράφο δεν νιώθω ότι θα είναι πολύ ομαλά τα πράγματα. Μιλώντας εκ πείρας, μπορεί για λίγο να λειτουργεί και μετά ξαφνικά πάλι σταματά. Δεν υπάρχει συστηματικότητα ώστε να γνωρίζεις εγκαίρως την τύχη του σεναρίου σου από τη στιγμή που το καταθέτεις για να οργανώσεις την δουλειά σου, να απευθυνθείς σε ξένες παραγωγές. Το σινεμά απαιτεί τρομερή οργάνωση και χρήματα για να γίνει. Κι αυτό είναι άγχος.