Καθυστέρηση της ολικής αρθροπλαστικής γόνατος προσφέρει η μεταμόσχευση σε νέους ανθρώπους που έχουν υποστεί ρήξη ή έχουν σοβαρά κατεστραμμένο μηνίσκο. Η επέμβαση τούς απαλλάσσει από τον έντονο πόνο και τη δυσλειτουργία και τους επιτρέπει να αναβάλλουν για αρκετό καιρό αυτή τη μεγάλη επέμβαση, γεγονός που θα τους προστατεύσει αργότερα από την ανάγκη δεύτερης αρθροπλαστικής μετά από πολλά χρόνια.
«Ο ρόλος των μηνίσκων είναι η απορρόφηση των κραδασμών που είναι απαραίτητη για την ακεραιότητα του χόνδρου. Δρουν, δηλαδή, σαν αμορτισέρ μεταξύ του μηρού και της κνήμης. Ο μηνίσκος μπορεί να υποστεί ρήξη από τραυματισμό ή να φθαρεί με την πάροδο του χρόνου. Παλαιότερα, που δεν ήταν γνωστή η χρησιμότητά του για την ισορροπία, την κατανομή των συμπιεστικών δυνάμεων κατά την κίνηση, τη λίπανση και τη σταθεροποίηση των αρθρώσεων, αφαιρούσαν το σύνολό τους ή μέρος αυτών, όταν δημιουργούσαν σοβαρά συμπτώματα. Ωστόσο, έχει αποδειχθεί ο κίνδυνος αρθροπάθειας μετά από τη μηνισκεκτομή, ο οποίος αυξάνεται στα γόνατα με ανεπαρκή πρόσθιο χιαστό σύνδεσμο και κακή ευθυγράμμιση. Για τον λόγο αυτόν, η σύγχρονη αντίληψη για τη θεραπεία του κατεστραμμένου μηνίσκου, ειδικά στους νεότερους ασθενείς, είναι η τοποθέτηση μοσχεύματος», μας εξηγεί ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός δρ Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος.
Η μεταμόσχευση μηνίσκου πραγματοποιείται εδώ και πολλά χρόνια, καθώς έχει χονδροπροστατευτικά αποτελέσματα, διατηρεί σταθερή την άρθρωση, προλαμβάνει τον επίμονο πόνο και παρέχει μεγαλύτερη κινητικότητα. Αυτά έχουν καταδειχθεί από τις λίγες, ομολογουμένως, μακροπρόθεσμες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για το θέμα.
Η επέμβαση γίνεται αρθροσκοπικά, διαρκεί έως 2½ ώρες, εκτελείται υπό γενική αναισθησία και δεν απαιτεί νοσηλεία άνω των 24 ωρών. Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι οι επεμβάσεις αυτές είναι απολύτως ασφαλείς όσον αφορά στις λοιμώξεις εξαιτίας του μοσχεύματος, καθώς ο μηνίσκος συλλέγεται από ελεγμένους δότες, αποστειρώνεται και καταψύχεται μέχρι τη χρήση του και δεν υπάρχει κίνδυνος απόρριψης του μοσχεύματος, επειδή δεν υπάρχουν ζωντανά κύτταρα στα οποία να επιτεθεί το ανοσοποιητικό σύστημα του λήπτη. Μετεγχειρητικά, ο ασθενής μπορεί να κινείται ευκολότερα και δεν πονά, αφού αποκλείεται η τριβή των χόνδρων της άρθρωσης μεταξύ τους.
«Πέρα από τη μεταμόσχευση μηνίσκων υπάρχουν και μη χειρουργικές μέθοδοι θεραπείας των φθαρμένων χόνδρων. Πρόκειται για αυτόλογα βιοϋλικά, δηλαδή ουσίες που βρίσκονται φυσικά στο σώμα. Η χρήση τους έχει αναπτυχθεί για να βοηθήσει ασθενείς με εκφυλιστικές ρήξεις του μηνίσκου που δεν έχουν ανταποκριθεί στη συντηρητική θεραπεία ούτε είναι υποψήφιοι για αντικατάσταση του μηνίσκου. Το πλούσιο σε αιμοπετάλια πλάσμα είναι μια από τις μεθόδους αυτές, η οποία δεν γίνεται υπό αναισθησία και έχει ελάχιστο χρόνο αποκατάστασης. Πρόκειται για μια απλή διαδικασία που απαιτεί λήψη 30-60 ml αίματος από τον ίδιο τον ασθενή, διπλή φυγοκέντρησή του και έγχυσή του στην πάσχουσα περιοχή, όπου εκκρίνουν επουλωτικούς αυξητικούς παράγοντες για διάστημα 10 περίπου ημερών. Αναλόγως της σοβαρότητας της βλάβης μπορεί να χρειαστούν 2-3 επαναλήψεις», συμπληρώνει ο δρ Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος.