Από την ηλικία μόλις των 12 χρόνων ξεκινούν τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος πολλοί Έλληνες μαθητές, όπως κατέδειξε έρευνα του Εργαστηρίου Πειραματικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με τη συνεργασία του Εργαστηρίου Αθλητιατρικής του Τμήματος Επιστημών Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του ίδου Πανεπιστημίου.
Στη μελέτη συμμετείχαν 1.400 άτομα, εκ των οποίων 650 μαθητές Γυμνασίου, 400 μαθητές Λυκείου και 350 φοιτητές. Μάλιστα, πρόκειται για τη μεγαλύτερη έρευνα αποτύπωσης της καπνιστικής συμπεριφοράς νεαρών ατόμων των παραπάνω ηλικιών, που έχει πραγματοποιηθεί στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.
Κομβικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της καπνιστικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, συνιστά το οικογενειακό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, τα παιδιά των οποίων οι γονείς είναι καπνιστές έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να υιοθετήσουν την επιβλαβή αυτή συνήθεια.
Παράλληλα, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, δηλαδή το κάπνισμα είναι εξίσου διαδεδομένο τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια. Αναφορικά με την ηλικία έναρξης του καπνίσματος, οι καπνιστές μαθητές Γυμνασίου ξεκίνησαν το κάπνισμα σε ηλικία 12 ετών, οι καπνιστές μαθητές του Λυκείου σε ηλικία 14,5 ετών και οι καπνιστές φοιτητές σε ηλικία 16 ετών.
Ανασταλτικό παράγοντα για την έναρξη του καπνίσματος, όπως αναφέρει ο διευθυντής του Εργαστηρίου Πειραματικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, καθηγητής Γιώργος Ανωγιανάκης, αποτελεί η άθληση. Συγκεκριμένα, όσο πιο δραστήριο είναι ένα νεαρό άτομο, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να εξελιχθεί σε καπνιστή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συμμετέχοντες όλων των ηλικιών γνωρίζουν τις επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Μάλιστα, η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα θεωρεί το κάπνισμα, -ενεργητικό και παθητικό- βλαβερό.
Τέλος, σύμφωνα με τα ευρήματα, η πιθανότητα των μη καπνιστών του δείγματος να μετατραπούν σε καπνιστές εντός των επόμενων πέντε χρόνων, δεν ξεπερνά συνολικά το 21%, με την εντονότερη τάση να παρουσιάζεται στην ηλικιακή ομάδα του Λυκείου (26,5%).