Από τη στήλη ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ – Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Θυμήθηκα έναν (ή μια; δεν θυμάμαι καλά) πρόεδρο Δημοτικού Συμβουλίου στο Μαρούσι που όταν ρωτήθηκε πόσοι είναι οι εργαζόμενοι στον Δήμο Αμαρουσίου, απάντησε αμέσως σαν να ήταν η πιο φυσιολογική απάντηση: «δεν μπορούμε να σας πούμε, διότι αφορά προσωπικά δεδομένα των υπαλλήλων του Δήμου». Το ακούσαμε και μείναμε σύξυλοι. Τι είδους προσωπικά δεδομένα είναι ένας αριθμός (950 ή 1.150) που θα μπορούσε να απαντήσει, δεν το καταλάβαμε ποτέ.
Η σκηνή μού ήρθε στο νου, όταν άκουσα στη Βουλή των Ελλήνων από στόματος του πρωθυπουργού ότι «το κόστος των εξοπλισμών, ως ευαίσθητη πληροφορία, δεν μπορεί να συζητηθεί στη Βουλή» σε ερώτηση της αντιπολίτευσης, η οποία τον επέκρινε στη συνέχεια για την απάντησή του και οι φορολογούμενοι έμειναν με την εντύπωση ότι δεν πληροφορήθηκαν πού πάνε τα λεφτά τους. Άστοχη η ερώτηση, από το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλες χώρες που διαπραγματεύονται την ίδια αγορά, συνεπώς ο αγοραστής δεν μπορεί να αποκαλύψει την τιμή που πλήρωσε, διότι «χαλάει την πιάτσα».
Και αυτή η σκηνή στη Βουλή, μου έφερε στο μυαλό την ταινία «Αζόρ: Ο κωδικός του τραπεζίτη» (φωτό) που είδα φέτος και αφορούσε έναν ιδιοκτήτη ελβετικής τράπεζας που επισκέπτεται την Αργεντινή μεσούσης της δικτατορίας (1976 – 1983) και προσπαθεί να αποκαταστήσει το όνομα της τράπεζάς του από κάποιες άστοχες ενέργειες του συνεταίρου ονόματι Κέυς. Γνωρίζει ότι ο συνεταίρος του είχε ξεκινήσει κάποια μεγάλη δουλειά αλλά εξαφανίστηκε, αφήνοντάς την στη μέση. Δεν γνωρίζει τη δουλειά, όπως δεν γνωρίζει και τον λόγο της εξαφάνισης (ή «εξαφάνισης» από τη χούντα) του συνεταίρου του. Γι’ αυτό και ακολουθεί τη «μέθοδο της σιωπής», που όπως μας εξηγεί η σύζυγός του, στην τραπεζική διάλεκτο αποκαλείται «Αζόρ».
Έτσι βλέπουμε τον τραπεζικό Ντε Βίελ σε όλη την ταινία, να συμμετέχει σε πηγαδάκια συζητήσεων των στρατιωτικών με τους πολιτικούς και με την εκκλησία, μιλώντας ελάχιστα και πότε-πότε, όταν ζορίζουν τα πράγματα, να ζητά «συγγνώμη εκ μέρους της τράπεζας Ντε Βίελ & Κέυς» για όποια αστοχία του συνεταίρου του Κέυς. Ας μην αναφερθώ στο φινάλε του φιλμ, αλλά βρε παιδί μου, ορισμένοι πολιτικοί μας, επιμένουν να μας θυμίζουν ότι βρέθηκαν τελείως τυχαία εκεί που βρίσκονται: άλλος πετάει τον «αυτοσκοπό» για τις δαπάνες της άμυνας, άλλη επαναλαμβάνει τα περί «κατάληψης των αρμών της εξουσίας» και όλα αυτά κάτω από τη σκέπη της παλιάς απορίας του αρχηγού τους: «Υπάρχουν σύνορα στη θάλασσα;»
Τελικά από κινηματογράφο αυτοί οι άνθρωποι, μόνο τη Σκάρλετ Γιόχανσον γνωρίζουν. Και θα προτιμούσαν και ένα ποτό μαζί της…