Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων
«Ὗσον, ὗσον, ὦ φίλε Ζεῦ, κατά τάς ἀρούρας τῶν Ἀθηναίων καί τῶν πεδίων
(=Βρέξε, βρέξε καλέ μου Δία πάνω στά καλλιεργημένα χωράφια καί τίς πεδιάδες τῶν Ἀθηναίων»)
Μᾶρκος Αυρήλιος˙ 5, 7
Με δεκατρείς λεκτικούς τύπους ο Ρωμαίος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος θέτει το θέμα της ανομβρίας στην Αττική, παρακαλώντας τον αγαπημένο του θεό Δία να στείλει βροχή πάνω στα καλλιεργημένα χωράφια και τις πεδιάδες των Αθηναίων.
Το θέμα του νερού και γενικώτερα της ύδρευσης απασχολούσε ανέκαθεν τους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Αττικής. Γινόταν όμως περισσότερο οξύ, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες πάντοτε και με τον ερχομό επισκεπτών, όταν η αύξηση του πληθυσμού βάραινε τον προϋπολογισμό της.
Έτσι το θέμα για την ύδρευση της Αθήνας άρχισε να απασχολεί τους ιθύνοντες από τους ιστορικούς ακόμη χρόνους. Καταπιάστηκαν με το θέμα αυτό ο Σόλωνας, ο Πεισίστρατος και άλλοι Αθηναίοι ηγέτες μέχρι την εποχή της κατάληψης των Αθηνών από τους Ρωμαίους και τον αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.), που αποφάσισε με πολλές επισκέψεις του στην Αθήνα να λύσει το πρόβλημα της ύδρευσης με ένα τεράστιο έργο κοινής ωφελείας. Τούτο το έργο δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει ο ίδιος, αλλά ο διαδεχθείς αυτόν αυτοκράτορας Αντωνίνος, ο επικαλούμενος ευσεβής (138-161 μ.Χ.).
Ο Αδριανός αποφάσισε να συγκεντρώσει σε ένα τεράστιο υπόγειο υδραγωγείο το νερό της Αττικής, που κατέληγε στη Δεξαμενή του Λυκαβηττού. Το μεγάλης πνοής έργο θα ήταν ολικού μήκους δέκα εννέα χιλιάδων εκατό μέτρων συλλεκτήρων αγωγών νερού κατά τμήματα εγκατεστημένων σε μεγάλο σχετικό βάθος δηλαδή τριάντα έως σαράντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους πλάτους 0,50 έως 0,80 και ύψους 1,20 έως 1,50 μ. Θα ξεκινούσε ο αγωγός από τις υπώρειες της Πάρνηθας (του Οζά), θα περνούσε από τις Αχαρνές (Μενίδι) και Δεκέλεια, θα συγκέντρωνε τα νερά του Κηφισσού από την Κηφισιά (τύπος συναγωγής νερών- το Άθμονο=Μαρούσι) θα έφτανε μέχρι την Καλογρέζα (Φιλοθέη) και με ένα μεγάλο παρακλάδι προς το Χαλάνδρι για τα νερά της Πεντέλης και από τη Φιλοθέη με μία κάμψη προς τον Άγιο Δημήτριο Αμπελοκήπων, θα έφτανε στη Δεξαμενή του Λυκαβηττού.
Κατά τη διαδρομή του στο όρυγμα θα έπεφταν και τα άλλα νερά από τις πηγές της Πεντέλης – Κοκκιναρά – Δρούλια – Ντράφι – Λιούτσες – ρεματιά Σκριπούς και των παραπλήσιων κρηνών της περιοχής. Έγινε δηλαδή υδρομάστευση, στραγγίζοντας περιοχές από το ανατολικό Μαρούσι κ.λπ. Το Μαρούσι, η Κηφισιά, το Χαλάντρι κυριολεκτικά στραγγίστηκαν. Άφησε όμως την κεντρική πηγή (Κασταλία) με το περιβόητο ιαματικό νερό: Βρυσάκια για να υδρεύεται το Μαρούσι και να στέλνει νερό στην Αθήνα, ενώ υδρομαστεύθηκαν οι πηγές του κτήματος Συγγρού ανατολικά προς την οδό Σαλαμίνος, όπου σε βάθος 6 περίπου μέτρων βόρεια της βρέθηκε συλλεκτήρας (Αναβρυτάς) κοντά στα φρεάτια του Ρεμπίκου, Δούση, Φιλδισάκου με άφθονο νερό, που βγαίνει ακόμη στην επιφάνεια και χύνεται στον αποχετευτικό αγωγό πλησιέστερα στη Λεωφόρο Κηφισιάς, τα φρέατα του Κοτζιά, Μιμηκόπουλου, Βορρέ κ.λπ. διατηρούσαν άφθονο νερό. Ακόμη και στην Κηφισιά, Κεντρική Πλατεία, Στροφύλι, Καμάρες, Χελιδονού, Αδάμες, όπως δηλώνουν τα ορύγματα αφέθησαν νερό για πότισμα. Απορώ πως οι ραβδοσκόποι του Αδριανού δεν πρόσεξαν τον μικρό καταρράκτη του Διονύσου ή τα λουτρά της Αφροδίτης στην Πηγή για να τα εκμεταλλευτούν. Εκτός γραμμής βρέθηκαν και τα νερά στον Αη Γιάννη το Βιδίστη, στη Μεταμόρφωση Σταμάτας στην Αμυγδαλέζα κ.λπ. προς τη σημερινή λίμνη του Μαραθώνος.
Είναι γεγονός πως κατά μήκος της ύπαρξής του το αδριάνειο υδραγωγείο είχε φρεάτια από τα οποία έμπαιναν οι ελεγκτές του νερού για να παρακολουθούν τη σωστή κίνηση της ροής του νερού ή να οξυγονοποιείται. Από τα φρεάτια αυτά αργότερα κατέβαιναν στο νερό και οι ιδιοκτήτες των καλλιεργειών (στάρι, κριθάρι, πατάτα κ.ά.) μέχρι τις ημέρες μας για να προμηθευτούν νερό. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, με τα γίδινα σχοινιά (τις τριχιές) κατέβαζαν ασκούς για να πάρουν νερό να ποτίσουν τα ζώα τους. Μάλιστα έλεγαν ότι το νερό αυτό ήταν θαυμαστό και η κίνησή του μέσα στα χωμάτινα λούκια, που μέχρι σήμερα βρίσκονται στα θεμέλια των σπιτιών, ήταν μεγάλη, ενώ ερχόταν παράλληλα και ένας δροσιστικός άνεμος από το όρυγμα. Και ήταν οι περιοχές αυτές η Καλογρέζα, το Ψαλίδι, τα Εθνικά, η Αρκούδα, ο Αχλαδόκαμπος, τα Σωχώρια, αλλά και στο χτήμα του Δηλαβέρη, όπου ακόμη σώζεται η ύπαρξη του φρεατίου σε καλή κατάσταση. Από το Χαλάντρι κοντά στο Ρέμα της Σκριπούς και της Πλακεντίας, όπου η πανέξυπνη Δούκισσα χειρίστηκε άριστα την επίθεση με στόχο τα χρήματα, που ζητούσε ο λήσταρχος Μπίμπισης να φύγει από την περιοχή της Μαγερίνας που κυριαρχούσε, για το εξωτερικό.
Και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον να επισκεφθεί κανείς τα φρεάτια αυτά κατά μήκος της διαδρομής του υδραγωγείου. Τα φρεάτια αυτά είναι χτισμένα με πλίθινες πλάκες με ανοίγματα στους τοίχους τους εσωτερικά χτισμένα με πέτρες ή πλάκες, που άφηναν περιθώριο κατάβασης μέχρι το νερό και σε μερικές μεριές ή στροφές μεγαλύτερα ανοίγματα, κόγχες, βαθουλώματα με καθίσματα μαρμάρινα (πάγκους), για την ανάπαυση ίσως των ελεγχόντων σ’ αυτά τη ροή του νερού. Ακόμη υπήρχαν και μεγαλύτερα ανοίγματα με κίονες, που στήριζαν τον ουρανό του υπεδάφους, σχηματίζοντας στέρνες με νερό (κινστέρνες) ίσως για να συλλέγουν τις λάσπες από την κίνηση του νερού ή την ελεύθερη αποταμίευσή του.
Σ’ αυτές τις στέρνες -που ήταν υπαίθριες ή στεγασμένες- οι αρχαίοι έριχναν νομίσματα συνήθεια που ακολούθησαν και οι νεώτεροι για να εξευμενίσουν πίστευαν το φύλακα του νερού – το στοιχειό (αγαθοποιό) ή τη νεράιδα που κατοικούσε εκεί. Θυμάμαι ακόμη στους καιρούς μας, όταν παραβρέθηκα σ’ ένα καθάρισμα παλαιού πηγαδιού σπιτιού και στέρνας, τους ιδιοκτήτες παλαιού αρχοντικού να ψάχνουν για νομίσματα, που είχαν ρίξει δικοί τους συγγενείς -για να έχουν οι χώροι αυτοί πάντα νερό. Και να τον κρατούν ευτυχισμένα τα αερικά, που κατοικούσαν εκεί δηλαδή το στοιχειό του πηγαδιού ή η νεράιδα της στέρνας (δεισιδαιμονία παλαιάς παράδοσης).
Θυμάμαι ακόμη σ’ ένα μεγάλο αρτεσιανό φρέαρ της γειτονιάς μου, όταν καθάριζαν τις μπούκες του στο βάθος του πηγαδιού, που βούλωναν από λάσπες – για περισσότερο νερό, είχαν δηλώσει οι ιδιοκτήτες, πως όποιος εύρισκε το νόμισμα (ήταν ένα χρυσό βυζαντινό κωνσταντινάτο) θα ήταν δικό του.
Έτρεξαν σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, για να βρουν το νόμισμα. Έψαχναν λασπωμένα, χούφτες – χούφτες τις λάσπες. Τελικά βρήκε το νόμισμα μια γειτονοπούλα. Αλλά οι ιδιοκτήτες άλλαξαν γνώμη, δεν της το έδωσαν, γιατί έλεγαν ότι θα έπαιρνε το γούρι του πηγαδιού και τη φίλεψαν μόνο μερικές πενταροδεκάρες. Αλλά σχεδόν σήμερα έχει γενικευθεί το έθιμο. Οι νέοι ρίχνουν ένα νόμισμα στο νερό για εκπλήρωση μιας ευχής. Αυτό το έθιμο υπήρχε και κατά την αρχαιότητα, όπως μαρτυρεί η λαογραφική παράδοση και οι ανασκαφές.
Οι ιστορικές πηγές διασώζουν πως ο Φειδίας στην Αρχαία Ολυμπία έπινε νερό από κύπελλο που διασώθηκε ακρωτηριασμένο. Παράλληλα και ο Ευριπίδης άφησε το σπασμένο του κύπελλο στη σπηλιά της Σαλαμίνας και ο Αντωνίνος στα εγκαίνια του αδριάνειου υδραγωγείου ήπιε νερό ή κρασί από τις πλούσιες αμπελοφυτείες του Αθμόνου ή της Φλύας, καθώς συνηθιζόταν σε μαλαματένιο τάσι, που πέταξε μέσα στην κινστέρνα με απλοχεριά˙ (το τάσι ίσως βρεθεί κάποτε). Πάντως ο Αντωνίνος ευχήθηκε σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις: in aeternum (=στην αιωνιότητα!).
Ευχής έργο θα ήταν κάποτε να ανοίξουν αυτές οι δεξαμενές στη θέα του κοινού να δούμε την αρχαία και ρωμαϊκή τοιχοδομία τους, που νίκησαν το χρόνο, και το νερό τους να διατίθεται για το πότισμα των κήπων των πόλεων απ’ όπου διέρχεται το όρυγμα και δούλεψαν χιλιάδες άνθρωποι ιδιαίτερα δούλοι, σκλάβοι έποικοι, οι μηδέν πόρους έχοντες και ραβδιζόμενοι μέχρι θανάτου αλλογενείς (niger – ως οι επιγραφές δηλώνουν).