Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλολόγων
Φέρνει γύρους η ανέμη
Παραμύθι περιμένει
Πάνε πολλά χρόνια τώρα, σαν αυτές τις μέρες μας χριστουγεννιάτικα, που μια πολύ φτωχιά γυναίκα πήγαινε καθημερινά μέσα στο δάσος του Τσιγκρού. Εκεί εύρισκε πάντοτε ό,τι χορταρικό βλάσταινε για την καθημερινή πόρεψή της. Μάζευε βολβούς, αγκιναρούλες, ραδίκια, βλαστάρια, βρούβες, μανιτάρια, σπαράγγια, κοχλιούς. Αυτά ήταν το καθημερινό φαγητό της. Φορτωνόταν και ξύλα για το τζάκι της.
Μια μέρα το λοιπόν, εκεί που βάδιζε κοντά στη σταυρωτή στέρνα, στου Μπελιά τα κυπαρίσσια, άκουσε μια ψιλή φωνούλα.
– Καλέ μάνα, πάρε με και θα δεις καλό από μένα. Απόμεινε η γριά αποσβολωμένη˙ φωνή άκουγε, άνθρωπο δεν έβλεπε. Μια, δυο, τρεις φορές γύρισε ‘κει τριγύρω, αφουγκράστηκε, έψαξε και να! κοντά στη ρίζα ενός σκίνου βλέπει ένα τόσο δα φιδάκι ανάμεσα στα κλαδιά. Έσκυψε, γονάτισε στο σκίνο, πιάνει το φιδάκι, το χαϊδεύει στη χούφτα της και το έβαλε με προσοχή στην άκρη του σακουλιού της που ’χε τα ραδικάκια.
Σαν έφτασε στην αχυροκαλύβα της η φτωχιά γυναίκα φρόντισε το φιδάκι. Πήρε ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι -καζάνι- που έβραζε το μούστο και το ’χε πάντα καθαρό, αστραφτερό κάτω από το τραπέζι της αχυροκαλύβας της, έβαλε μέσα το φιδάκι και το σκέπασε με το σάλι της. Το ’χε σαν παιδί της.
Το φιδάκι γύριζε – γύριζε μέσα στο κακάβι και όσο γύριζε το γέμιζε με φλουριά. Γιατί το φιδάκι ήτανε βασιλόπουλο και το ’χε καταραστεί μια μάγισσα. Εκείνη ζήλευε τα νιάτα του, τα πλούτια του και την ομορφιά του. Λοιπόν δεν ήθελε να πάρει γυναίκα του άλλη παρά την άσχημη κόρη της και του είχε παραγγείλει:
– Να μείνεις φίδι, να ζεις μόνος σου και να μη βρεθεί γυναίκα να σε αγαπήσει και να σε φιλήσει. Και απέ, έπειτα να γίνεις άνθρωπος, τώρα μείνε φίδι.
Μέσα στο καζάνι το φιδάκι το λοιπόν γύριζε, έφερνε φούρλες και για μια στιγμή φωνάζει:
– Καλέ μάνα θα σκάσω, ουφ! Τρέχει η γριά στο καζάνι, τραβάει το σάλι και τι να δει. Θαμπώθηκε˙ το καζάνι είχε γεμίσει φύσκα από φλουριά. Η γριά έγινε μυριόπλουτη.
Ο καιρός περνούσε και το φίδι όλο και μεγάλωνε. Είχε γίνει μια χοντρή βέργα λωτιάς. Και η γριά θέλησε να του δώσει ένα όνομα, για να το φωνάζει, πρόλαβε όμως εκείνο και της είπε:
– Μάνα, Χρυσοβεργουλή θέλω να με ονοματίζεις. Και ο Χρυσοβεργουλής βγήκε από το καζάνι και έκοβε βόλτες μέσα στο σπίτι.
Μέρα με τη μέρα η αχυροκαλύβα της γριάς άλλαζε όψη. Γινόταν μεγάλο πετροχτισμένο με σιδερένιο φράχτη και σκάλες ανάκτορο. Έτσι οι χωριανοί της απορούσαν, πού εκείνη εύρισκε τα λεφτά για τούτα. Και έτσι σε λίγο στην περιοχή εκείνη το ανάκτορο του βασιλιά και το σπίτι της γριάς έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Ήταν δυο μεγάλα ψηλά χτίρια.
Ο βασιλιάς είχε τρεις κόρες. Η μικρότερη όμως η Τιμάγια ήτανε πολύ όμορφη από τις άλλες. Ο Χρυσοβεργουλής την είχε σταμπάρει από το μπαλκόνι τους σπιτιού του. Και μια μέρα φωνάζει τη γριά:
– Μάνα θα πας στο βασιλιά και θα του πεις πως την μικρότερη την κόρη την Τιμάγια, τη θέλω γυναίκα μου.
– Χριστός και Παναγιά, παιδί μου τι ν’ αυτά, που ακούω, φίδι εσύ θα πάω να γυρέψω την κόρη του βασιλιά για γυναίκα σου; Λογικέψου για!
– Ναι, μάνα να πας, έλεγε το φίδι με πείσμα.
Να μην πολυλογούμε, πηγαίνει η μάνα στο βασιλιά. Βγαίνει η πηρέτρα με τους φιόγκους, ατσαλάκωτη.
– Ζητώ το βασιλιά, της λέει. Πάει εκείνη μέσα.
– Αφέντη βασιλιά μια γριούλα σε ζητά.
– Πες της να ’ρθη. Πέρασε η γριά στη σάλα. Θαμπώθηκε από την ομορφάδα. Προσκύνησε την αφεντιά του και του λέει:
– Αφέντη μου βασιλιά, το σπαθί σου και το κεφάλι μου. Έχω ένα γιο, το Χρυσοβεργουλή, είναι φίδι και ζητάει τη μικρότερή σου κόρη για γυναίκα του.
Ο βασιλιάς γέλασε.
– Μπα τη μικρότερη, φίδι, συλλογίστηκε, ξαφνιασμένος. Απάνω στη συζήτηση, μπήκε στη σάλα η μικρή κόρη, ρώτησε τον πατέρα της. Εκείνος το και το, τά ’πε όλα.
– Πατέρα, λέει η κόρη, ας το φέρει η γριά να το δω.
Τρέχει η γριά στο σπίτι, αρπάζει το πανέρι, στρώνει μέσα ένα βελούδινο κόκκινο τοποθετεί το φίδι, το σκεπάζει με ένα λευκό κοφτό κέντημα τραπεζομάντηλου και ξαναγυρίζει στο βασιλιά. Η βασιλοπούλα πήρε στα χέρια της το πανέρι, το ξεσκεπάζει, τι να δει. Το φίδι έφερνε φούρλες στο πανέρι και άφηνε φλουριά. Η κόρη τιριλάθηκε:
– Πατέρα, είπε, αυτό θα πάρω άνδρα μου. Έσκυψε πήρε το φίδι στα χέρια της, το χάιδεψε και το φίλησε.
Πάνω στην ώρα μπήκαν στη σάλα οι άλλες δυο αδελφές της. Μόλις είδαν και έμαθαν, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Όμως ο βασιλιάς είπε στη γριά και τις κόρες του:
– Πρέπει να σοβαρευτούμε, και γυρίζοντας στις κόρες του είπε:
– Πηγαίνετε στις δουλειές σας. Και σύ γριά πού μου ’φερες το φίδι, θες αστεία θες σοβαρά, πες στο φίδι πως σε σαράντα μέρες θέλω να κάνει τη μέρα, σκοτεινό ουρανό με άστρα και τότε βλέπουμε αν θα τη δώκω τη κόρη μου. Αφήστε τα αστειάκια γίνονται αυτά φαρμάκια, έκανε σοβαρά.
Η γριά έφυγε μουδιασμένη. Και ο Χρυσοβεργουλής στο πανέρι του, αμέριμνα έτρωγε, έπινε, περνώντας τον καιρό του. Φτάξανε είκοσι πέντε μέρες, πήγαν τριάντα, η γριά τιριλάθηκε από το φόβο της.
Σαν έφταξε το πρωί, στις σαράντα μέρες ο Χρυσοβεργουλής βγήκε από το πανέρι του, σύρθηκε στο πανεθύρι που ήταν ανοιχτό και φώναξε δυνατά:
– Να γίνει ο ουρανός σκοτάδι και να βγουν τ’ άστρα. Τότενες χάθηκε ο ήλιος, βγήκαν τ’ άστρα, φοβήθηκε ο ντουνιάς κι έτρεξε στο βασιλιά. Εκείνος φώναξε γρήγορα τους αστροσκόπους. Ήτανε χάσιμο του ήλιου, είπανε. Κάλεσε αμέσως ο βασιλιάς τη γριά!
– Θέλω να μου κάνει σε σαράντα μέρες τη θάλασσα με τα ψάρια, όξω από το παλάτι. Το πρωί στις σαράντα μέρες, μόλις σηκώθηκε από τον ύπνο ο βασιλιάς βλέπει θάλασσα, όξω από τα ανάκτορα. Κάλεσε αμέσως τους ψαράδες. Εκείνοι του βεβαίωσαν πως ήτανε φουσκοθαλασσιά. Α! Δεν υποφέρεσαι: θα του δώκω τη θυγατέρα μου, αποφάσισε. Κάλεσε τη γριά. Ορίστηκε ο γάμος.
Η Τιμάγια, η βασιλοπούλα η μικρότερη, ζήτησε από το βασιλιά έναν λακέ να κρατάει δίπλα της το πανέρι με το Χρυσοβεργουλή. Οι αδελφές της, την κοροϊδεύανε και γελούσαν. Αφού γένηκε η στέψη, οι καλεσμένοι τραταριστήκανε, χορέψανε και έφυγαν για ύπνο.
Τότενες λέει ο Χρυσοβεργουλής στην Τιμάγια.
– Θα βάλεις πρώτα μια σκάφη γάλα και μια σκάφη νερό στο δωμάτιό μας και απέ να πας για ύπνο. Σαν έγιναν αυτά και πήγε η βασιλοπούλα για ύπνο, βουτήχτηκε ο Χρυσουβεργουλής στο γάλα και απέ στο νερό. Γένηκε ένας άντρας, ωραίος άγγελος. Πήγε και ξύπνησε την Τιμάγια. Εκείνη μαγεύτηκε, μάτια μου, και στάλαγε γλύκα το πρόσωπό της. Τότε της λέει:
– Οι άλλοι θα με βλέπουν φίδι και εσύ έτσι. Κουβέντα σε κανένα, γιατί θα φύγω μακριά και θα χαλάσεις τρία ζευγάρια σιδεροπάπουτσα για να με βρεις. Από τότενες η βασιλοπούλα ήξερε πως είχε άντρα στο πλευρό της και όχι φίδι.
Σαν ζητήσανε τη δεύτερη βασιλοπούλα σε γάμο, κάλεσε εκείνη τη μικρότερη αδελφή της και το γαμπρό της. Εκείνος γύρεψε να του στρώσουν το καλύτερο χαλί. Γέλασαν τότε κορόιδεψαν και έβρισαν οι άλλες δυο αδελφές. Μισούσαν την Τιμάγια, και την έκαναν να κλαίει. Η Τιμάγια πήγε, κρατώντας το πανέρι σκεπασμένο. Εκείνες την αποπήραν. Την κορόιδευαν. Και η μεγάλη αδερφή της άρπαξε το πανέρι, που κρατούσε στα χέρια της η Τιμάγια, του έδωσε μια κλωτσιά και αυτό κύλησε χάμω. Η Τιμάγια παραπάτησε κι έπεσε πάνω στο καναπεδάκι. Το πανέρι έφερε μια δυο στροφές, ξεσκεπάστηκε, μα ήταν άδειο.
Οι άλλες αδερφές το είδαν και χάρηκαν μα η Τιμάγια, φώναξε με απελπισία.
– Χρυσοβεργουλή μου πού είσαι;
Ξαφνικά φάνηκε στη μεγάλη πόρτα της σάλας πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο, ένας καβαλάρης πρίγκηπας με ολόχρυση φορεσιά. Μια θαμπάδα από χρυσάφι χύθηκε στη σάλα. Άστραφτε από λάμψη ο άντρας και αχτιδοβολούσε το άλογο. Θόλωσαν όλοι και οι δυο αδερφές είπαν: Ένα τέτοιο άντρα έπρεπε να πάρει η Τιμάγια όχι φίδι. Τρομάρα της! Μετά ο πρίγκηπας και το άλογο εξαφανίστηκε και η Τιμάγια μάζεψε το πανέρι, με το φίδι, που σπάραζε εκεί πάνω στο χαλί.
Στις τρεις μέρες γύρεψαν και την μεγάλη αδερφή, την άσκημη σα το χρέος. Ο Χρυσοβεργουλής ζήτησε από τη Τιμάγια να στρώσουν το χαλί πάλι κι έκανε σαν πρίγκηπας την εμφάνισή του. Και η αδελφή της της φώναξε:
– Αυτόν έπρεπε να πάρεις άντρα σου. Δαγκώθηκε εκείνη, ήθελε να φωνάξει να πει την αλήθεια μα θυμήθηκε τα λόγια του Χρυσοβεργουλή πως άμα πει την αλήθεια θα χαλνούσε τρία ζευγάρια σιδεροπάπουτσα για να πάει να τον βρει.
Φαρμακώθηκε όμως από τα λόγια τους τόσο πολύ, που φώναξε.
– Ναι, αυτός είναι ο άντρας μου. Τότενες εκείνος σαν ανεμοστρόβιλος, σίφουνας, χάθηκε. Η κόρη έπεσε του θανατά. Έκλαψε, στηθοκοπήθηκε, πήρε ένα σακί έβαλε μέσα φλουριά και αποφάσισε να πάει να τον βρει. Φίδι και πανέρι είχαν γίνει άφαντα.
Περπάτησε τόσο, όπου στεκόταν και ρωτούσε της έλεγαν και μια ιστορία για το χαμένο άντρα της, τους έδινε από ένα φλουρί και ξεκινούσε πάλι. Χάλασε και τρία ζευγάρια σιδεροπάπουτσα, που είχε αγοράσει. Έμεινε ξυπόλυτη.
Έφτασε σ’ ένα μέρος άγνωρο, που ούτε ψυχή περνούσε ούτε πουλί πετούσε. Δέντρο δεν υπήρχε. Μοναχά ένα ξεχασμένο χάνι και δίπλα πάνω σε ένα ποταμάκι με λιγοστό νερό ένα λουτρό. Θέλησε να πλυθεί. Μπήκε και ύστερα κουρασμένη γύρισε στο ξεχασμένο χάνι να ξεκουραστεί.
Πέρασαν χρόνια και ζαμάνια. Η Τιμάγια ζούσε στο χάνι τρώγοντας βολβούς. Και μια νύχτα φτάσανε εκεί δυο αντρόγυνα, γερασμένα. Αναζητούσαν, όπως είπαν τη χαμένη αδελφή τους. Η Τιμάγια τους αναγνώρισε μα δεν έδωσε ‘νάμι. Θυμήθηκε τι είχε περάσει κοντά τους και σώπασε πικραμένη. Από τη συζήτηση κατάλαβε όμως πως ο πατέρας τους ζούσε ακόμη και αναζητούσε τη χαμένη κόρη του κι αυτές τις είχε κάνει αποπαίδια και τις είχε διώξει από το παλάτι να πάνε να βρουν τη στερνή του κόρη.
Η Τιμάγια σκέφτηκε, πως το πρωί έπρεπε ν’ αποκαλυφθεί στις αδερφές της. Όμως το βράδυ ο καιρός χάλασε και ένα μεγάλο αστραπόβροντο έφερε μια καταστροφική καταιγίδα. Το ποτάμι φούσκωσε από το νερό και παρέσυρε το λουτρό με τα δυο αντρόγυνα κι έτσι χάθηκαν μέσα στην κοσμοχαλασιά. Η Τιμάγια πικραμένη μετανόησε, έκλαψε και μέσα στο αναφιλητό της αναζήτησε το Χρυσοβεργουλή τον άντρα της. Τότε μια μεγάλη αστραπή χάραξε τον ουρανό και εκείνος φάνηκε πάνω στ’ άλογό του. Γονάτισε το άλογο την πήρε και κατ’ ευθείαν πήγαν στ’ ανάκτορα.
Ο λακές στην πόρτα έκανε βαθειά υπόκλιση και στα ανάκτορα αντήχησε η μουσική της χαράς, που υποδεχόταν τον πρίγκιπα ως βασιλέα και την Τιμάγια ως βασίλισσα.
Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά, παιδιά μου!
Σημείωση: Η συλλογή του παραμυθιού έγινε το καλοκαίρι του 1953 στο Μαρούσι από τον Δημήτρη Μασούρη. Αφηγήτρια ήταν η Αθαν. Θερμοπούλου (από τη Σμύρνη της Μ. Ασίας, ετών 55, αγράμματη οικοκυρά)