Γράφει ο Σωτήρης Πλιάκος
Ο δρόμος μπροστά από το σπίτι που γεννήθηκα αν και βρισκόταν στο κέντρο του Μαρουσιού ήταν χωματόδρομος όπως όλοι οι Μαρουσιώτικοι δρόμοι τότε, με κάτι πέτρες σαν πορτοκάλια να προεξέχουν. Στις πέτρες αυτές σκοντάβαμε και τα γόνατά μας ήταν συνέχεια τραυματισμένα από τις πτώσεις. Φοράγαμε τότε κοντά παντελόνια χειμώνα καλοκαίρι. Μετά τον πόλεμο άρχισαν τα παιδιά να φορούν μακριά πανταλόνια. Φτώχεια και κακομοιριά κάνανε μόδα. Έπρεπε να κάνουμε και οικονομία στα υφάσματα.
Οι μόνοι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι του Μαρουσιού μέχρι το τέλος του β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εκτός από τις οδούς Βασ. Σοφίας και Περικλέους που εξυπηρετούσαν το Μαρούσι συγκοινωνιακά με τους γύρω δήμους, ήσαν και οι εξής ακόμη. Η Ερμού, η Βενιζέλου η οποία λεγόταν τότε Σωκράτους, από την Περικλέους μέχρι τη συμβολή της με την Βασ. Αλεξάνδρου. Η Μητροπόλεως από την πλατεία Κασταλίας μέχρι την Λ. Κηφισιάς, τμήμα αν θυμάμαι καλά της Θησέως και η Λ. Κηφισιάς, η οποία Λ. Κηφισιάς λεγόταν μέχρι πριν μερικά χρόνια Αμαρυσίας Αρτέμιδος.
Η Αμαρυσίας Αρτέμιδος από το «αβγό», την πλατειούλα μπροστά από τα σχολεία, μέχρι το φανάρι στη συμβολή της με την Βασ. Σοφίας και την Μεγ. Αλεξάνδρου κοντά στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών, ήταν και ο ωραιότερος δρόμος του Μαρουσιού.
Η Μητροπόλεως συνεχιζόταν ανατολικότερα ως οδός Πεντέλης, η οποία και σήμερα οδός Πεντέλης λέγεται. Αυτή ήταν βέβαια ασφαλτοστρωμένη διότι εξυπηρετούσε την συγκοινωνία προς τα Μελίσσια. Ήταν όμως πολύ στενή συγκρινόμενη με το σημερινό της πλάτος και γεμάτη λακκούβες.
Η Αμαρυσίας Αρτέμιδος ήταν τότε – πριν το 1940 – νέος δρόμος, καλοασφαλτοστρωμένος και καλοφτιαγμένος με μοντέρνες για τότε προδιαγραφές. Οι γερομαρουσιώτες για αρκετό καιρό την λέγανε «Νέο μεγάλο δρόμο». Δεν ήταν τόσο φαρδύς όσο σήμερα και δεν είχε φυσικά μεγάλη κυκλοφορία. Στα μάτια όμως των γερόντων που είχαν συνηθίσει στα στενά δρομάκια φάνταζε πολύ μεγάλος δρόμος.
Οι νεόπλουτοι ταξιδεύοντας με ταξί κυρίως ή Ι.Χ. από Κηφισιά προς Αθήνα και τούμπαλιν, προτιμούσαν να περνάνε μέσα απ΄ το Μαρούσι για επίδειξη νεοπλουτισμού.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που μας διηγείται ένας φίλος, παλιός Μαρουσιώτης ταξιτζής, ο μακαρίτης Χρήστος Γκούφας. Αυτός είχε μια μόνιμη πελάτισσα η οποία του ζητούσε με φορτικότητα να την μεταφέρει από την πλατεία Κασταλίας, η οποία ήταν τότε η μοναδική «πιάτσα» των ταξί μέχρι που μπήκε σε λειτουργία ο ΗΣΑΠ το 1957, προς Μαγκουφάνα όπου βρισκόταν το σπίτι της. Απαιτούσε από τον ταξιτζή να κάνει τη διαδρομή πάντα δια των οδών Ερμού και Περικλέους. Όφειλε δε την διαδρομή να την έκανε αργά αργά, για να την έβλεπαν οι «λιγούρηδες» Μαρουσιώτες ότι κυκλοφορούσε με ταξί. Κι όλα αυτά προς το τέλος της δεκαετίας του 50. Σκεφθείτε τι γινόταν παλιότερα.
Μαγκουφάνα λεγόταν τότε η Πεύκη για όσους εκ των νεωτέρων δεν γνωρίζουν την παλιά ονομασία. Η ονομασία Μαγκουφάνα προέρχεται κατά μία εκδοχή από το όνομα κάποιου Μαγκαφά από τους πρώτους οικιστές της του οποίου η σύζυγος ονομαζόταν Άννα. Δηλαδή Μαγκαφά Άννα και κατ επέκταση Μαγκουφάνα.
Το ωραιότερο τμήμα της οδού Αμαρυσίας Αρτέμιδος, τα πεζοδρόμια της οποίας δεν ήταν βέβαια πλακοστρωμένα, αλλά φυτεμένα με εναλλασσόμενες άσπρες και κόκκινες ροδοδάφνες σε κανονικές αποστάσεις. Το ωραιότερο μέρος ήταν το τμήμα από την είσοδο του κτήματος Συγγρού απέναντι από το σημερινό δημοτικό parking, μέχρι και λίγο πιο κάτω από την μετά την στροφή, σημερινή μόνιμη έκθεση Κεραμικής απέναντι από τη βίλλα Φιλντισάκου.
Την εποχή της ανθοφορίας ήταν ο ιδεώδης ρομαντικός περίπατος του Μαρουσιού. Η μικρή πλατειούλα με την πελώρια βελανιδιά στην συμβολή με την Βασ. Σοφίας μπροστά από το Α΄ δημοτικό σχολείο και με το άγαλμα του Θεόφ. Βορρέα ήταν ένας τόπος ρεμβασμού και αναψυχής.
Επειδή το σχήμα της ήταν ωοειδές την λέγαμε και αβγό. Τόπος αναψυχής πράγματι γιατί δεν κυκλοφορούσαν πολλά οχήματα και δεν υπήρχαν καυσαέρια στο σημείο αυτό όπως σήμερα. Ο κυριότερος λόγος που άνοιξε τότε ο δρόμος αυτός δεν ήταν βέβαια η ανάγκη παράκαμψης του κέντρου του Μαρουσιού και της στενής οδού Βασ. Σοφίας από τους κοινούς θνητούς, όσο η διευκόλυνση των βασιλικών οχημάτων στην ξέφρενη πορεία τους προς το Τατόϊ.
Κυριολεκτικά κοντά στον βασιλικό ποτιζόταν κι η γλάστρα των Μαρουσιωτών βασιλοφρόνων.
Το Μαρούσι τότε είχε πολλούς βασιλόφρονες όπως όλα τα αρβανιτοχώρια της Αττικής. Αν προσέξετε και το Ηρώον στο επάνω μέρος του έχει την προτομή του Γεωργίου του Α΄ ιδρυτή της μοναρχίας των Γκλυξβούργων στην Ελλάδα. Αρχικά -κατά μαρτυρία του Ανδρέα Δούση- θέλανε να βάλουν άγαλμα του Κωνσταντίνου όπως στο Κορωπί αν έχετε προσέξει, αλλά αντιδράσανε οι Βενιζελικοί Μαρουσιώτες.
Μπροστά της η προτομή έχει χιαστί δύο Γ, το ένα αντίστροφο προς το άλλο σε σχήμα Χ. Η μορφή αυτού του Χ υπήρξε και το σύμβολο των φανατικών βασιλοφρόνων, των μετέπειτα γνωστών σαν Χιτών, της φιλοβασιλικής πολιτικής οργάνωσης του Γρίβα.
Αν καμιά φορά τύχει να δείτε πορτραίτα των τότε βασιλέων, προσέξτε μια καδένα που κρέμεται στον λαιμό τους με τέτοια σχέδια, διακοσμημένα και με το στέμμα. Δηλαδή ένα Χ με το στέμμα πάνωθε του. Ένα Κ για τους Κωνσταντίνους, ένα Γ για τον Γεώργιο, ένα Π για τον Παύλο και πάει λέγοντας. Τα δύο Γ χιαστί ερμηνεύονταν σαν τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του ιδρυτή της μοναρχίας. Δηλαδή Γεώργιος Γκλύξμπουργκ.
Αν επισκεφθείτε καμιά φορά τα πρώην ανάκτορα του Τατοΐου προσέξτε και θα δείτε αυτό το Χ ανάγλυφο σε κάποια μάρμαρα.
Τότε που καθιερώθηκαν αυτά τα σύμβολα, το όνομα Γκλύξμπουργκ δεν ενοχλούσε κανέναν βασιλόφρονα και δεν υπήρχε λόγος να το αρνούνται ούτε τα ίδια τα μέλη της δυναστείας, ούτε οι βασιλόφρονες του Χ της οργάνωσης του Γρίβα, ούτε οι μετέπειτα εναπομείναντες ευαίσθητοι φίλοι της μοναρχίας.
Σήμερα ακόμη πολλοί φιλομοναρχικοί ενοχλούνται γιατί οι αντίπαλοι της μοναρχίας θέλουν να τονίσουν την ξενική καταγωγή της δυναστείας, γεγονός που οι φίλοι της δεν θέλουν καν να θυμούνται. Λες και το ότι η μοναρχία δεν κατάφερε να ριζώσει στην Ελλάδα οφείλεται στο όνομα και την ξενική καταγωγή τους και όχι στα καμώματά τους. Ένα απ αυτά είναι και το ότι με εξαίρεση τον Αλέξανδρο κανένας τους δεν καταδέχτηκε να συμπεθεριάσει με Έλληνες.
Λέγεται -γιατί προσωπικά δεν το έζησα- ότι το Γλύξμπουργκ τονιζότανε περισσότερο την εποχή του διχασμού 1916-1922 από τους Άγγλους και τους Έλληνες αγγλόφιλους για να αναδείξουν και την γερμανοφιλία του Κωνσταντίνου.
Αυτό το Glücksburg που τόσο ενοχλεί ακόμη μερικούς, είναι ένα επώνυμο που προέρχεται από ένα τοπωνύμιο. Ο Γεώργιος ο Α΄ όταν ήλθε στην Ελλάδα είχε πολλά ονόματα κατά την συνήθεια καθολικών και διαμαρτυρομένων, ακολουθούμενα από κάποιους τίτλους που όταν ο μεγαλοδύναμος έδωσε και γλίτωσαν κάποιοι λαοί απ΄ αυτά τα παράσιτα, οι τίτλοι αυτοί έγιναν τα επώνυμά τους. Όπως π.χ. ο Όττο ΄Απσμπουργκ απόγονος του Φραγκίσκου Ιωσήφ. Σήμερα αν δεν απατώμαι είναι βουλευτής στην Αυστρία. Επίσης και ο πρώην βασιλιάς της Βουλγαρίας Συμεών, διετέλεσε πριν μερικά χρόνια πρωθυπουργός της Βουλγαρίας με το επώνυμο Ζαξενκομπουρκόφσκυ. Οι πρώην Βασιλιάδες στα βαλκάνια εκτός από της Σερβίας και της Αλβανίας ήσαν Γερμανοί
Ο Γεώργιος μάς ήλθε με το όνομα Georg – Christian – Willhelm von Glücksburg Schlleschwig Holstein.
Δηλαδή Γεώργιος – Χριστιανός – Γουλιέλμος από τους Γκλύγκσμπουργκ της Σιλεσίας – Χολστάϊν.
Σιλεσία – Χολστάιν είναι μια περιοχή της οποίας ένα μέρος, το μεγαλύτερο, ανήκει στη Γερμανία και ένα άλλο μικρό μέρος στη Δανία. Κάτι ανάλογο σαν την γεωγραφική περιοχή που λέγεται Μακεδονία.
Στον επισυναπτόμενο εδώ σχετικό χάρτη διακρίνεται η κωμόπολη Glücksburg η οποία βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα Δανίας – Γερμανίας. Σήμερα βρίσκεται εντός της γερμανικής επικράτειας.
Αυτό το γερμανικό burg (κάστρο) φέρνει συνειρμούς, όπως διχασμό του 1916-1922, Μικρασιατική καταστροφή, αντισυνταγματικές παρεμβάσεις των ανακτόρων και των γερμανίδων βασιλισσών Σοφίας και Φρειδερίκης στην πολιτική ζωή, την τουρκολαγνεία των γερμανών σε σχέση με κάποιο ανθελληνισμό μίας μεγάλης πλειοψηφίας Γερμανών, και τους δύο παγκοσμίους πολέμους κατά τους οποίους βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τους Γερμανούς.
Συνεχίζεται