Γράφει ο
Δημήτρης Μασούρης
Επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλολόγων
Αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν και οἴδαμεν
Ἰωάν. δ 42
Δεν θα ήταν παράλογο να σημειωθεί πως πριν ακόμη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η Γερουσία της Ελλάδος προς τους Έλληνες είχε δημοσιεύσει τον ερχομό του Καποδίστρια και το πρόγραμμα των εργασιών της χαιρετίστηκε χαρμόσυνα.
Όμως η ύπαρξη πολλών γεγονότων δημιούργησε τεράστιες ανάγκες καλύψεως όλων των άλλων περιπτώσεων, που έλαβαν την προτεραιότητά τους και έφραξαν αναζητήσεις καλύψεων άλλων προτεραιοτήτων. Έτσι με την πάροδο του χρόνου άλλες υποθέσεις αναγκών καλύφτηκαν, άλλες αποσιωπήθηκαν και άλλες παρέμειναν ανέγγιχτες.
Έπειτα τα γαζοφυλάκια (=μέρη όπου φυλάσσονται χρήματα), γίνονταν όλο και λιγότερα, φειδωλά στη χρήση. Το Έθνος χρειαζόταν χρήματα και για την αναγέννησή του σπάνιζαν. Ορισμένοι έδιναν, ιδιαίτερα οι εφοπλιστές, άλλοι ήταν φειδωλοί.
Μεγάλα ποσά για το Έθνος διέθεσε και ο Ανδρέας Συγγρός. Στην αντίληψή του υπέπιπταν όλο και μεγαλύτερες ανάγκες και η εξεύρεση χρημάτων ήταν αναγκαία. Και η μόνη περιοχή που διέθετε χρήματα και είχε καταστεί πακτωλός για την εποχή ήτο το μεταλλείο Λαυρίου. Η συμμετοχή σ’ αυτό του Ανδρέα Συγγρού, συζητήθηκε πολύ και εν πολλοίς προκάλεσε αναζητήσεις καταφυγής.
Ο Ανδρέας Συγγρός ήταν Κωνσταντινουπολίτης, γεννημένος το 1830 και μέχρι το 1879 δεν έπαυσε να χορηγεί χρήματα σε όποιες ανάγκες κάλυψης του ζητούσαν και απετέλεσε το μοναδικό παράδειγμα επιχειρηματία με τις προσδοκίες εμπόρου. Όρθωσε την παρουσία του στην οικονομία του τόπου του, της Ελλάδος. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Χίο. Μεγάλωσε στη Σύρο, υποφέροντας σ’ όλη τη ζωή του από την ευπαθή υγεία του. Η όλη του δράση μπορεί να μελετηθεί από τα απομνημονεύματά του και τη διαθήκη του· παρουσιάζει τον τρόπο ζωής του μεγαλοαστού επιχειρηματία της διασποράς. Φανερώνει έτσι την προσωπική του άποψη άρα επιδεικνύεται ο τρόπος ζωής του μεγαλοαστού της διασποράς (modus vivendi) και του ομογενούς των αθηναϊκών σαλονιών στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.
Στην τεράστια περιουσία του συγκαταλέγεται και το θαυμάσιο κτήμα του στ’ Ανάβρυτα του Αμαρουσίου – Κηφισιάς, το οποίο μέχρι το τέλος της ζωής του έγραφε πως το δώριζε στους οικείους του: Νομικούς, Αντωνιάδη, Βούρο κλπ. Ο ίδιος έλεγε συχνά πως τα χρήματα ξοδεύονται και αυξήθηκαν πολύ γρήγορα.
Το Μαρούσι πράγματι το αγάπησε. Είχε συχνή επικοινωνία με πλούσιους διανοούμενους και οικονομικούς παράγοντες από τα κράτη της Ευρώπης. Φιλοξενούσε πολύ κόσμο και ήταν καλοκαιρινοί θαμώνες στο περίτεχνο κτίριο, που έκτισε -έργο του Τσίλερ-, που οι ντόπιοι Μαρουσιώτες «καλούσαν παλάτι του Τσυγκρού». Εκεί δεχόταν όλους τους καλεσμένους του, όταν έφταναν στην Αθήνα από το εξωτερικό: Αίγυπτο, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία κλπ. Το δωμάτιό του βρισκόταν στη δυτική πλευρά της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα, έργο και αυτό του Τσίλερ.
Η γυναίκα του, Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου, κοιμόταν στο ανατολικό δωμάτιο του πύργου του. Είχε δύο άμαξες με άλογα που κινούσε ο Γιάγκος Πέπας, ένας υπέροχος νέος πιστός ευσταλής Μαρουσιώτης. Πολλές φορές ο Ανδρέας Συγγρός είχε αλλάξει πορεία κινήσεως, βάδιζε προς Ωρωπό, όπου εκεί είχε ελλιμενήσει και τη φρεγάτα του Ιφιγένεια· έτοιμη για αναχώρηση όταν το καλούσε η ανάγκη.
Το Μαρούσι πραγματικά το αγαπούσε και ήθελε να το γεμίσει με δέντρα και φυτά από όλο τον κόσμο. Την αγάπη του προς τα δέντρα εκδήλωνε σε μεγάλο βαθμό. Έφερε και καλλιέργησε στο κτήμα του καστανιές, λωτούς, μηλιές παντός καιρού, κλήματα κ.ά. Έχτισε θαυμάσια θερμοκήπια, θερμαντικά σώματα κλπ. Παράλληλα τοποθέτησε και τρεις γεωπόνους άριστους γιατρούς για τα ζώα, πρόβατα, αγελάδες, ίππους κλπ. του κτήματος. Καλλιεργούσε και το χειμώνα καλοκαιρινά φυτά σε θερμοκήπια. Αγαπούσε τα λουλούδια και εφύτευσε πικροδάφνες για να έχουν λουλούδια όλο το χρόνο· αυτό ήταν υπόδειξη του βασιλιά Γεωργίου· ο Συγγρός δεν αγαπούσε τη βλάστηση των πικροδαφνών των οποίων την ύπαρξη ήθελε η πρώην βασίλισσα Αμαλία. Τις πικροδάφνες δεν τις άγγιζαν πρόβατα και γίδια. Το Μαρούσι τότε δεν είχε βλάστηση.
Τα Ανάβρυτα έτσι έγιναν ένα θαυμάσιο θερμοκήπιο φυτών. Ένας επίγειος παράδεισος. Ο Συγγρός μεγάλη φιλία είχε με τον Ραγκαβή, τον Τρικούπη κ.ά. Δίπλα στο κτήμα του είχε χτίσει και ο φίλος του Νάζος Γεώργιος με την Έδλα, φιλενάδα της Ιφιγένειας, την μακροβιότατη πρόεδρο του Αμαλίειου Οικοτροφείου (1924-1951). Όνειρο της Νάζου ήταν η προσπάθειά της να συγκεντρώνει τις νέες μικρές ορφανές για να μάθουν τέχνες και να γίνουν καλές νοικοκυρές.
Ο Συγγρός αγαπούσε τα γράμματα. Γέμισε την τότε ελεύθερη Ελλάδα με δημοτικά σχολεία, κατασκεύασε με δικά του έξοδα το παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών κ.ά.
Από το σπίτι του πέρασαν η Μπρέμερ, ο Άντερσεν, ο Skene και πολλοί άλλοι διανοούμενοι εποχής. Μερικοί ήταν και αγοραστές του κτήματος γιατί σε μια εποχή ο Συγγρός εξέφρασε την επιθυμία πωλήσεως του κτήματος. Είχε φυτευθεί όλο το κάτω μέρος του κτήματος με αμπέλι το οποίο απέδιδε: η περιβόητη σταφίδα την οποία οι ξένοι αγοραστές είχαν κλείσει με βάτα ολόγυρα πριν ο Συγγρός την καλύψει.
Πολύ αργότερα ζήτησε να πωλήσει το κτήμα σε πλήθος αγοραστών. Έχτισε ολόγυρα στο κτήμα μάντρα για τη Γεωργική Σχολή. Η μάντρα ήταν περιποιημένη και με γείσωμα από γυαλιά για να μη μπαίνουν και καταστρέφουν το κτήμα. Αλλά ενώ το κτήμα ιδιαίτερα το ανατολικό μέρος είχε πωληθεί, οι πωλητές δεν παρουσιάστηκαν να πάρουν τα χρήματα. Και μάλιστα η εφημερίδα της εποχής «Άστυ» τους αναζητεί μέσω της Τράπεζας Χίου να παραλάβουν τα χρήματα, πράγμα που δεν έγινε.
Ο Συγγρός λάτρευε τα βατόμουρα και η Ιφιγένεια, η γυναίκα του, τα παντζάρια (τεύτλα). Το μεσημέρι ήταν στο τραπέζι απαραίτητα ολόκληρο το χρόνο. Καλλιεργούσαν τεύτλα στο κτήμα χειμώνα – καλοκαίρι μέσα σε θερμοκήπια.