Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
«…Εδώ και χρόνια γνωρίζουμε καλά πότε πρέπει να ξυπνήσουμε από τον πολύμηνο ύπνο στο σκοτάδι της γης που μας κρύβει στο χώμα της, ανάμεσα στις πέτρες και στις σχισμάδες των βράχων. Από το φθινόπωρο μέχρι και την άνοιξη, νιώθουμε τη δροσιά της βροχής και δειλά-δειλά τεντώνουμε τον αδύνατο μίσχο μας, δυναμώνουμε γρήγορα, ψηλώνουμε λίγο, και ξεδιπλώνουμε τα σφιγμένα πέταλα από τα μπουμπούκια μας που ξεπροβάλουν στην άκρη, και ανοίγουν παράξενα, έτσι ώστε να μοιάζουν τα όμορφα άνθη μας με πεταλούδες ροζ, μοβ, λιλά, αλλά και με πορφυρές αποχρώσεις. Τα φύλλα μας έχουν σχήμα καρδιάς, και το χρώμα τους είναι σκούρο πράσινο με κηλίδες διαφόρων σχημάτων. Τη ζέστη δεν την αντέχουμε. Είμαστε φυτά του κρύου και προτιμούμε τις θερμοκρασίες από 15-18 βαθμούς την ημέρα και 10 βαθμούς τη νύχτα. Στα Λατινικά η επίσημη ονομασία μας είναι Cyclamen sp. και έχουμε καταγωγή από την Ανατολική Μεσόγειο. Στην Ελλάδα όλοι μας γνωρίζουν και μας φωνάζουν Κυκλάμινα!
Ανασαίνουμε γρήγορα μέσα στο χώμα, νομίζουμε ότι σπρώχνουμε και ανοίγουμε εμείς τα βράχια και τις ρωγμές τους με τον αδύναμο μίσχο μας, και πορευόμαστε όλα προς τα επάνω βάζοντας όση δύναμη έχουμε για να τρυπήσουμε τον φλοιό της γης, και να βρούμε – σαν απρόσκλητοι επισκέπτες- την πράσινη χλόη και το χρυσό φως του ήλιου. Κάθε φθινόπωρο κάνουμε την ίδια εργασία, και χρόνο με το χρόνο γινόμαστε όλο και περισσότερα. Έτσι τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ο αριθμός μας είχε πολλαπλασιαστεί, και το υπέροχο πράσινο χαλί της χλόης το στολίσαμε εμείς τα κυκλάμινα με τα ροζ, τα μοβ, και τα λιλά άνθη μας, που όταν τα ακουμπούσε τρυφερά το αεράκι, ήταν σα να χόρευαν αμέτρητες πεταλούδες!
Περιμένοντας και φέτος τον πρώτο μήνα του φθινοπώρου που θα δρόσιζε το χώμα αι θα άνοιγε το δρόμο για μας, μια γωνία πρωτόγνωρη μας είχε κυριεύσει γιατί δυο μήνες περίπου, δηλαδή, προς το τέλος του Ιουλίου, στη γειτονιά μας ημέρα και νύχτα άχνιζε το χώμα από τη δυνατή ζέστη που μας έπνιγε. Ακούγαμε τους θορύβους από πολλά αεροπλάνα που πετούσαν επάνω από την όμορφη περιοχή που είχαμε, εδώ και πολλά χρόνια, τις ρίζες μας. Νομίζαμε ότι θα βουλιάξουμε στα έγκατα της γης από το βάρος που είχαν μεγάλα αυτοκίνητα, που οι σειρήνες, η βουή και τα σφυρίγματά τους μας είχαν κουφάνει.
Αλλά αυτά που περισσότερο από όλα που ακούγαμε και που μας στιγμάτιζαν, ήταν τα ανθρώπινα ουρλιαχτά, τα πνιγμένα παρακάλια, οι γοερές παιδικές κραυγές, και οι ατελείωτες προσευχές, που φαίνονταν σα να μας προετοίμαζαν για κάποια οδυνηρή αποκάλυψη, για έναν άνισο αγώνα, και για πολλές ζωές που σέρνονταν ανήμπορες επάνω σε φλεγόμενη γη. Μετρούσαμε με φόβο την κάθε ώρα που περνούσε μαζί μ΄αυτούς τους μακάβριους θορύβους που έπνιξαν τον κόσμο μας, τον κόσμο της ομορφιάς και της ανεμελιάς, που ετοιμάζαμε να χαρίσουμε στη φύση και στον άνθρωπο και αυτό το φθινόπωρο. Μετά σιγά-σιγά μία ανεξήγητη σιωπή κυριάρχησε παντού, που όμως δεν μπορούσε να γεφυρώσει τα ανεξήγητα χάσματα αγωνίας και τρόμου που άφησαν πίσω τους οι πνιγμένες κραυγές.
Αυτή τη χρονιά με δυσκολία καταφέραμε να τρυπήσουμε τη γη μας και να δούμε τι είχε συμβεί επάνω της. Και είδαμε, με ορθάνοιχτα τα πέταλά μας ότι όλα γύρω ήταν απόκοσμα, μαύρα, καμένα, νεκρά, και η φρίκη της πυκνής κάπνας τα είχε σκεπάσει σαν ένας φονικός μανδύας. Τα δένδρα, σκοτεινά, κοκαλιασμένα φαντάσματα, τα σπίτι ερειπωμένα από τις ανεξέλεγκτες κόκκινες φλόγες, και όσοι άνθρωποι επέζησαν τριγύριζαν άλαλοι στα χαλάσματα φωνάζοντας τα ίδια λόγια: «Γιατί Θεέ μου, γιατί;» χωρίς να περιμένουν από πουθενά απάντηση, αφού η ζωή είχε ετοιμάσει γι αυτούς άστοργα σχέδια.
Στο αντίκρισμα αυτής της ερήμωσης, η πρώτη σκέψη που κάναμε, ήταν να επιστρέψουμε όλα εμείς τα κυκλάμινα στο βάθος της γης, να εξαφανιστούμε και τα ροζ άνθη μας να τα κρύψουμε στο κατάμαυρο χώμα. Όμως δεν πράξαμε έτσι. Με ακατάλυτη δύναμη, αποφασίσαμε να προσφέρουμε όλον τον πλούτο που είχαμε στην καρδιά στους ανθρώπους εκείνους που η ζωή σκληρή και ασύμμετρη, πλαστογράφησε γι αυτούς τη χαρά με γκρίζα γράμματα….».
Έχουν περάσει δύο μήνες από την καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι της Αττικής. Βρέθηκα στη μαρτυρική περιοχή και ξαφνιάστηκα από την εικόνα που είδα μπροστά μου. Ανάμεσα στα συντρίμμια του κακού και επάνω στο νεκρό έδαφος είχαν φυτρώσει αμέτρητα ροζ, μοβ, και λιλά κυκλάμινα παρηγοριάς και ελπίδας!!! Ο Θεόκριτος έγραψε ότι : «Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα.» και η ζωή μας έχει διδάξει ότι: «Πάντα υπάρχει μια φτερούγα ελπίδας, για να πετά ο άνθρωπος».