Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης – Της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ξεγέλασα τ’ άστρα την αυγή και βγήκα απ’ το σπίτι ολημερίς εδούλεψα ως τον αποσπερίτη
χαιρέτισα πασίχαρος με τη δουλειά στο μάτι να ’χω φαμίλια απ’ το Θεό με γειά χαρές γεμάτη.
Αυτό ήταν το όνειρο του παλαιού μαρουσιώτη και λέγοντας παλαιού εννοώ εκείνου, που δούλευε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα ακάθεκτος στα χωράφια του «άστρο μ’ άστρο, ήλιο με ήλιο», υπολογίζοντας την οικογένειά του, να έχει ένα καλύτερο μέλλον από εκείνο των δικών του χρόνων και των γονιών του.
Ο μαρουσιώτης, όπως και κάθε Έλληνας, είχε δοκιμαστεί πολύ από τους προηγούμενους πολέμους, τις καταστροφές και τις συρρικνώσεις των εδαφών της χώρας του, την αβεβαιότητα «του αύριο», τη φοβερή σκλαβιά των τετρακοσίων χρόνων της οθωμανικής λεηλασίας, τους μετέπειτα αποκλεισμούς και το αβέβαιο της σταθερότητας της ύπαρξής του από φόβο «τι τέξεται η επούσα». Οι «ελαφροΐσκιωτοι» ονειρεύονταν πολέμους με «το ξανθό γένος του βορρά» που θα έφτανε κάποτε και τα καράβια δέχονταν επιβάτες για άγνωστους σ’ αυτούς τόπους (Αυστραλία, Αμερική, Αφρική, κά.), όπου και μόνιμα εγκατεστάθησαν.
Και οι άλλοι έσκυβαν περισσότερο και προσκυνούσαν, καλλιεργώντας τη γη τους να τους δώσει περισσότερους καρπούς να επιβιώσουν ή να γυρίσουν οι νέοι βλαστοί των οικογενειών τους από τους ολοδάκρυτους πολέμους σε χώρες ξενιτιάς. Πολλοί ως και χωράφια κληρονομίας χάρισαν στ’ αδέρφια τους «στη ξενιτιά» μη φύγουν.
Οι μαρουσιώτες, όπως και έγινε, αντιμετώπισαν τους κινδύνους με σύνεση και στις ανάγκες έδειξαν μια αλληλέγγυα συμπεριφορά με βάση τη δυσβάσταχτη έλλειψη της συμπλήρωσης των βασικών αναγκών βίωσης των συνανθρώπων τους. Κυριαρχούσε το συναίσθημα του σωσμού και της προστασίας.
Ξαναγύρισε η θερμή προσφορά της ενίσχυσης της υπομονής και της κραταίωσής της. Ξαναγύρισε η υποσχετική ενδοχωρία ότι σε λίγο καιρό όλα θα γίνουν καλύτερα. Αυτό ήταν κάτι, που σπάνια και κατά καιρούς επέτυχαν ονειρευόμενοι.
Όμως τότε, «που όλα τά ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», ακούστηκε το «Ραγιάδες, ραγιάδες ακόμη τούτη την Άνοιξη…», πύργωσε η υπομονή το κάστρο της και διαλύθηκε μέσα στο τραγούδι και τη χαρά των σκλαβωμένων. Έφτασε στους ποιητές ή και τους ποιητάρηδες το σύνθημα της αλληγορίας και άστραψε μέσα στους ρυθμούς της όποιας διασκέδασης, είτε αυτή ήταν ατομική, οικογενειακή ή συγχωριανή.
Το βλέπουμε σήμερα μέσα στα τραγούδια και τους χορούς των δημοτικών μας τραγουδιών και της παράδοσης. Μουσικοσυνθέτες σπουδαίοι Έλληνες άφησαν την Εσπερία και ήλθαν και έδρασαν στην μόλις απελευθερωμένη από τους οθωμανούς χώρα μας, ιδιαίτερα της Αττικής και του Μοριά, και συγκέντρωσαν μουσικές και τραγούδια από τη δημοτική παραγωγή του βασανισμένου λαού.
Ο λαός γνώριζε τι καλό αυτοί έπραξαν και ο λαός πάλι έκρυβε τον πόθο του μέσα στα φυλλοκάρδια του. Τραγουδούσε και χόρευε με κρυφό καημό και ελπίδα για το όνειρό του. Αλληγορικά μετέφερε με το τραγούδι γεγονότα για να μην τον πάρουν είδηση οι κατακτητές. Έτσι ακούστηκε το
«Καράβι ένα από τη Χιό
με τις βαρκούλες του τις δυο
στη Σάμο πήγε κι άραξε…»
Ο αναγνώστης θα οδηγήθηκε από την ελληνική ιστορία ότι ο ελληνικός λαός θυμήθηκε τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή και το γεγονός της πυρπόλησης. Από τις μουσικές συλλογές -γεγονότα θριάμβων ιστορικών ή αποτυχιών- των: Διονυσίου Λαυράγκα (1883-1962), του Παύλου Καρέρ (1829-1896), του Νικολάου Σκαλκώτα (1906-1949), του Μανώλη Καλαμούρη (1883-1962) κ.ά. διδασκόμαστε τα τραγούδια, που έγραψαν οι εμπνευσμένοι μουσικοί -και ο λαός δημιούργησε τα δικά του τραγούδια, όπως «τη Μαντζουράνα με τους κλώνους», «Βασιλικέ πλατύφυλλε», Ιτιά, Ιτιά, ποταμέ που κελαρύζεις, Αητέ μου, Έρη, Ερηνάκι μου κ.ά. από την ελληνική χλωρίδα, και από κάθε άλλο γεγονός ιστορικό, όπως ο Γέρο Πλάτανος, ο γέρο Δήμος και τόσα άλλα, που με μια αλληγορική θέση στις δημόσιες εκδηλώσεις ενός βασανισμένου από τους κατακτητές λαού με αλληγορική πάντα σημασία, τόνισε αυτό που έκρυβε μέσα του.
Αλλά μεγάλη ήταν και η προσφορά των ποιητάρηδων -έτσι τους ονόμαζαν-, που αγάπησαν το Μαρούσι. Οι ολιγογράμματοι αυτοί ως επί το πλείστον εραστές του τραγουδιού, ποιητάρηδες Γιάννης Μαγγίνας και Γιάννης Μπουλμπάσης, οι ίδιοι συγκέντρωσαν και έψαλαν, συγκλονισμένοι με δάκρυα στα μάτια, κραδαίνοντας τις ψυχικές χορδές τους με λυγμούς, όσο άντεχαν, και ύμνησαν τις λαϊκές γιορτές της Πρωτομαγιάς, του Κλήδονα, πρώτοι αυτοί, αυτόκλητοι ή ετερόκλητοι στους γάμους, στις οικογενειακές γιορτές και τα πανηγύρια, -ιδιαίτερα το μεγάλο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου της Παναγίας με τους χορούς στην «πάνω πλατέα», όπως έλεγαν, με τις θαυμαζόμενες για την «ευμορφία τους» ωραίες κοπέλες του χωριού στο μπάλο, στο συρτό, στο τσάμικο και το καλαματιανό, στολισμένες στο κεφαλομάντηλο ή το στήθος με φλουριά. Και αυτό ήταν επίδειξη της περιουσιακής οικονομικής ακμής τους.
Έχουμε για τις γυναίκες μια περιγραφή από τη Σουηδέζα Φρειδερίκη Μπρέμερ (1859) στην εκκλησία, που θαύμασε τον πλούτο και την ομορφιά τους. Και οι άντρες, γράφει, ιδιαίτερα ο κορυφαίος, χόρευαν μονότονα και τραγουδούσαν όμως παράφωνα. Οι άντρες φορούσαν άσπρες φουστανέλλες και κόκκινα φέσια. Αυτό τηρείται και σήμερα. Προτιμούσαν τη φορεσιά των προγόνων τους και όχι τη νησιώτικη βράκα. Κρατούσαν ο ένας τον άλλον με το χέρι στο χορό ή με χρωματιστά μαντήλια. Γράφει επίσης η Μπρέμερ πως ο χορός φαίνεται να έχει συμβολική σημασία και σχέση με κάποιο σημαντικό γεγονός της ελληνικής ιστορίας. Αυτό είναι ανάμνηση. Δεν προχωρεί όμως στην έρευνα. Την κρύβει; έστω. Σήμερα για μας είναι τόσο αναγκαία. Μας αναφέρει όμως το γεγονός. Το οσμίζεται!
Τραγούδι πολύ αγαπημένο απ’ όλους ήταν το:
Βρε ουρανέ πού ’σαι ψηλά
κατέβα κάνε κρίση
μια κοπελιά αγάπησα
και θέλει να μ’ αφήσει.
Σημείωση: το «Ουρανέ» η κορυφαία του χορού το πρόφερε «Ιρανέ» και όταν παρατηρήθηκε το λάθος τα σχολαρχειόπουλα τη διόρθωσαν και εκείνη απάντησε: μα το λέω αριστοκρατικά εγώ.
Μουσική κομπανία λυράρηδων, που ζηλεύουμε και εμείς σήμερα και που συνόδευαν τις κοπέλες ή τους άντρες στο χορό, με το σύνθημα «Βαράτε βιολιτζήδες» ήταν τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις δεκαετίες προγονική διαδοχή στα μουσικά όργανα (σαντούρι, βιολί, ζουρνάς, κλαρίνο, κύμβαλα, λύρα, φλογέρα κλπ) οι: Βρασίδας Νώντας, Γκλιάτης Γιάννης, Καμαρούλιας Γιώργος, Καφετζής Γιώργος, Καφετζής Νίκος, Κοτομάτας Δημήτρης, Πρέσσας Γιάννης, Μπενέτας Θρασύβουλας, Μπόγδανος Βασίλης, Μασούρης Γιώργης κλπ.
Κοπέλες που χόρευαν και άφησαν εποχή για την ομορφιά τους ήταν η κυρά Βασιλική σύζυγος του Νίκου Δούση, η Κατίνα Πρέσσα, η λεγόμενη Κόμισσα για την έκπαγλο καλλονή της στο Μαρούσι, που έπαιξε ρόλους και στις πρώτες ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες.
Το Μαρούσι έχει ν’ αναδείξει την εικοσαετία προ του πολέμου του 1940 και μια δεκαετία μετά από αυτήν και αξιόλογους καλλιτέχνες σπουδών φωνητικής, όπως: τη Ρένα Αλεξανδροπούλου, υψίφωνο του ελληνικού ωδείου, την Καίτη Μας (Μασούρη Αικατερίνη) υψίφωνο λυρικοδραματική της διάσημης καθηγήτριας Ελβίρας Ντε Ιντάλγκο, του Ωδείου Αθηνών και του Αττίκ, όπως και τους τενόρους Βασιλ. Μπόγδανο και Γιάννη Παπαμιχαήλ του ελληνικού Ωδείου. Επίσης και τον διάσημο τενόρο Λεωνίδα Κοτομάτα της Μετροπόλιταν Όπερας της Νέας Υόρκης.
Αυτοί είναι οι τραγουδοποιοί και η ανάμνηση των δημιουργών εραστών της τέχνης Κερκυραίων Μιχαήλ Αλιμπέρτη, του σπουδαίου μουσουργού επίσης Χάγιου και «εἴ τινος ἄλλου λαθόντος τῆς ἡμετέρας γραφής ἐν σκιερῷ δαφνῶνι ἀναπαυομένου οὐχί ἀμελητέου» σημειούται ἐν τοῖς Ἠλυσίοις πεδίοις του μαρουσιώτικου τομέα της Υψηλής Κυρίας της Μουσικής Τέχνης αείμνηστης Τερψιχόρης Παπαστεφάνου και του ορφικού μουσικοσυνθέτη του πανθέου των ασμάτων του Αμαρουσίου Κώστα Μαυραντή.
Ανάβρυτα, Μάιος 2022