Γράφει ο Βαγγέλης Βογιατζής: Συγγραφέας
Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από εκείνη την μουντή Κυριακή των Βαΐων στις 17 Απριλίου του 2011 που ο Νίκος Παπάζογλου άνοιξε πανιά για το μεγάλο ταξίδι. Θυμάμαι το μεσημέρι αυτής της ημέρας να μου μεταφέρει την είδηση του θανάτου του κάποιος φίλος, αφήνοντάς με, θαρρείς, κεραυνοβολημένο, κι ας γνώριζα την άνιση μάχη που έδινε με την επάρατη νόσο. Ακαριαία με κατέκλυσε μια πλημμυρίδα αναμνήσεων, περίπου όπως λεν πως συμβαίνει όταν ευρισκόμενος κανείς στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, βλέπει όλον τον πρότερο βίο του να περνάει από μπροστά του σαν σε φιλμ. Και ο Νίκος Παπάζογλου υπήρχε σε απειράριθμα «καρέ» αυτής της ιδιότυπης αυτοβιογραφικής «κινηματογραφικής» μου «ταινίας» καθώς οι σχετικές μ’ εκείνον μνήμες είναι σαν την άμμο της θαλάσσης, αναρίθμητες.
Θυμάμαι να ακούγονται τόσο πολύ τα τραγούδια του στο πατρικό μου, από τους δίσκους βινυλίου που έφερναν τα μεγαλύτερα αδέρφια μου, που έχω την αίσθηση ότι και τώρα αν κολλήσω τ’ αφτί μου στους τοίχους του σπιτιού, έτσι όπως είναι «ποτισμένοι» από τον λυγμό και το σπάνιο ηχόχρωμα της φωνής του, κάτι θα αχνοδιακρίνω. Σαν να βλέπω μπροστά μου τον πατέρα και την μητέρα μου να χορεύουν υπέροχα και με όλη τους την καρδιά το «Λεμόνι στην πορτοκαλιά» στα γλέντια των ονομαστικών τους εορτών.
Πάνω στα τραγούδια του Νίκου Παπάζογλου επίσης έμαθα και ο ίδιος να παίζω μουσική. Φέρνω στον νου μου πολλές φορές τα γλυκά φθινοπωρινά απογεύματα που ανηφόριζα ενθουσιασμένος προς το Θέατρο του Λυκαβηττού από νωρίς όταν έδινε συναυλία, καθώς εκεί έκλεινε πάντα τον κύκλο των καλοκαιρινών του εμφανίσεων, κι ο αέρας μού έφερνε τα τραγούδια που έκανε πρόβα για το βράδυ, δημιουργώντας μου μια μεθυστική αίσθηση ευφορίας που γινόταν κυριολεκτική με τα κεράσματα ρακής της παρέας όταν έπεφτε ο ήλιος κι εκείνος ανέβαινε στη σκηνή. Τον έχω δει σχεδόν σε όλους τους ανοιχτούς συναυλιακούς χώρους της Αττικής. Για να φτάσω, νεαρός τότε, στην Πεντέλη, στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας όπου έπαιζε κάποτε, είχα αλλάξει τρία λεωφορεία ξεκινώντας από το κέντρο της Αθήνας. Στο Θέατρο Βράχων μάλιστα είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του κατά τη διάρκεια του sound check, εισπράττοντας το χαμόγελό του και διαπιστώνοντας από κοντά την προσήνεια και τη φυσική του ευγένεια.
Στην ολιγόωρη παραμονή μου στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, θυμάμαι τη συγκίνηση που ένιωσα καθισμένος για λίγα λεπτά στα σκαλοπάτια της εισόδου του χώρου όπου στεγαζόταν το θρυλικό στούντιο ηχογράφησης «Αγροτικόν» που είχε φτιάξει με τα χέρια του, μήτρα θεσπέσιων τραγουδιών που μας συντρόφεψαν και μας ακολουθούν πάντα, όχι μόνο δικά του μα και άλλων δημιουργών, που ολόθερμα στήριξε και ανέδειξε. Οι παραπάνω έντονες θύμησες είναι ελάχιστες μόνο απ’ όσες με προσδιορίζουν.
Ο Νίκος Παπάζογλου ήταν ένας ακούραστος θηρευτής του ωραίου όπου κι αν το συναντούσε· μερακλής από τους λίγους, μια πολυσύνθετη, πολυτάλαντη, χυμώδης καλλιτεχνική περσόνα, φύση ανήσυχη και φιλοπερίεργη, ξεχειλίζουσα από πάθος και έρωτα για τη ζωή. Ένα καθολικό, αναγεννησιακό, θα ‘λεγε κανείς, πνεύμα που καταπιανόταν με πολλές όψεις της ανθρώπινης δραστηριότητας. Μια θαυμαστή πολυπραγμοσύνη που σε καμία περίπτωση δεν ήταν ένα επιφανειακό, επιδεικτικό κι «εφετζίδικο» τσαλαβούτημα στα πάντα αλλά είχε πίσω της βαθιά γνώση και γνήσια αγάπη για τα πράγματα. Δεν ήταν μόνο ξεχωριστός ερμηνευτής, τραγουδοποιός και ευφυής παραγωγός, ήταν ικανότατος ηλεκτρονικός, δεινός τεχνικός ήχου, πιλότος μικρών αεροσκαφών, καπετάνιος ιστιοπλοϊκού και πάρα πολλά ακόμη.
Απόφοιτος ο ίδιος της Σχολής Χειριστών της Αερολέσχης Θεσσαλονίκης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Νάσου Αθανασίου για την κοινωνική του προσφορά με την παρεχόμενη από αέρος δασοπροστασία, στο πλαίσιο τηλεοπτικής συνέντευξης, είχε πει τα εξής, που με απεριόριστο ενδιαφέρον τον άκουγα να λέει: «Μας χορηγεί μια ποσότητα καυσίμων η Νομαρχία και σε συνεργασία με τη Δασική Υπηρεσία καλύπτουμε μια τετράωρη πτητική βάρδια καθημερινά πάνω από όλα τα δάση του νομού. Αυτό γίνεται εθελοντικά βάζοντας και ένα ποσό από την τσέπη μας ο καθένας. Έχουμε να υπερηφανευόμαστε ότι για χρόνια δεν έχει ξεσπάσει καμιά πυρκαγιά στα δάση μας εδώ. Έχουμε προλάβει δε πάρα πολλές ειδοποιώντας εγκαίρως τη Δασική Υπηρεσία αλλά και την Πυροσβεστική οι οποίες έτρεξαν και τις κατέσβεσαν εν τη γενέσει τους».
Λίγο παρακάτω ο Νίκος Παπάζογλου, στην ίδια συνέντευξη, εκμυστηρευόταν την πρόθεσή του να αναστηλώσει ένα παλιό, ιστορικό σκαρί, αποκαθιστώντας την ιστιοφορία του ώστε να πλέει περήφανο στον Θερμαϊκό, όπως είπε, καθώς επρόκειτο να παροπλιστεί και να κοπεί μετά την παράδοση της άδειάς του εκ μέρους του αλιέα ιδιοκτήτη του, εκφράζοντας την αγωνία του για την τύχη ενός πολύτιμου κομματιού της ναυτικής μας ιστορίας. Ένα καΐκι που σκόπευε να χρησιμοποιήσει στη συνέχεια με τους εξαιρετικούς, δεξιοτέχνες μουσικούς που συναποτελούσαν την περίφημη «Λοξή Φάλαγγα», το συγκρότημά του, για να γυρίζουν στα νησιά του Αιγαίου δίνοντας συναυλίες.
Υπόδειγμα ενεργού, παρεμβατικού πολίτη που είχε «χτιστεί» έτσι ως προσωπικότητα με υλικά τα βιώματα της προσφυγικής καταγωγής της οικογένειάς του. Αυτοπροσδιορίζονταν ως κατασκευαστής που παρεμβαίνει δημιουργικά στον χώρο όπου ζει, φέρνοντάς τον στα μέτρα του όπως κι αν είναι. Αφηγούμενος μια ιστορία απ’ τα παιδικά του χρόνια έλεγε χαρακτηριστικά ότι το σοβαρότερο μάθημα που είχε πάρει στη ζωή του, που τον έκανε έκτοτε να βασίζεται τόσο πολύ στα χέρια του, ήταν όταν κάποιος, λίγο μεγαλύτερος από εκείνον, παιδικός του φίλος, στα Λεμονάδικα όπου μεγάλωσε μαζί με φτωχά παιδιά, ορφανά του Εμφυλίου, τον έμαθε σε ηλικία 4-5 ετών να περπατάει με τα χέρια.
Διαχωρίζοντας πεισματικά τη θέση του από τη βιομηχανία του θεάματος και του ιλουστρασιόν lifestyle των διαττόντων αστέρων, δεν υπέκυψε στην τυποποιημένη νυχτερινή διασκέδαση των φιρμάτων, μεγάλων μαγαζιών αφού όπως έλεγε δεν θα μπορούσε να βγαίνει με ένα μεταξωτό πουκάμισο σε μια πίστα ξημερώματα, μεταξύ δυόμιση και τέσσερις το πρωί για να τραγουδήσει. Προτιμούσε να εμφανίζεται σε ζεστούς, υποβλητικούς κι ενεργειακά φορτισμένους χώρους δημιουργώντας ατμόσφαιρα μυσταγωγίας και μαγεύοντας το κοινό του, όπως για παράδειγμα σε ιστορικά κάστρα, σαν το Κάστρο της Νερατζιάς (ή των Ιπποτών) στην Κω, ας πούμε, που άνοιξε για τον κόσμο μετά από εξακόσια σαράντα χρόνια αχρησίας με συναυλία δική του κατόπιν πρόσκλησής του εκ μέρους των τοπικών Αρχών, ή ακόμη και σε ηφαίστεια, όπως αυτό στη Νίσυρο που υπεραγαπούσε, φτιάχνοντας με προσωπική εργασία και σπίτι στο νησί όπου περνούσε κάποιους μήνες κάθε χρόνο.
Κι όλα αυτά με «αρματωσιά» ένα τζιν πουκάμισο, το εμβληματικό κόκκινο φουλάρι του στο λαιμό, το μπαγλαμαδάκι και το ντέφι του. Το τζιν πουκάμισο, «πουκάμισο φυλακής» ή «φόρμα εργασίας», όπως το έλεγε, μετά την απόλυσή του από το στρατό το φορούσε εξ ανάγκης μιας και τα οικονομικά του δεν τον βοηθούσαν στο ξεκίνημα. Καθώς όμως το φορούσε συνέχεια άρχισε να γίνεται αποδέκτης ενός είδους κοινωνικού ρατσισμού, με διάφορους γνωστούς του να μην τον προσκαλούν σε εκδηλώσεις που διοργάνωναν εξαιτίας αυτής της ενδυματολογικής του συνήθειας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα εκείνος να πεισμώσει φορώντας το ίδιο πουκάμισο μέχρι τέλους. Όσο για το κόκκινο φουλάρι είχε πει κάποτε σε συνέντευξή του: «Πιτσιρικάς, για να βγάζω ένα χαρτζιλίκι, είχα ένα κόκκινο μάλλινο πανί στην τσέπη του μπλουτζίν μου και τριγυρνούσα στους πάγκους των εμπόρων γυαλίζοντας τα φρούτα τους για να ’χουν ωραία μόστρα. Μάλλον από κει μου έμεινε η συνήθεια με την μπαντάνα κι απ’ το γεγονός ότι η μητέρα μου δεν μ’ άφηνε ποτέ να φύγω απ’ το σπίτι χωρίς μαντίλι».
Πολυπρισματικές προσωπικότητες όπως αυτή σε κάνουν να νιώθεις πως όσα κι αν πεις ή γράψεις γι’ αυτές είναι μηδαμινά. Κλείνοντας, αναλογίζομαι ότι το ευ ζην είναι μια τέχνη που κατέχουν ελάχιστοι «μύστες» σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Νίκος Παπάζογλου ήταν αναμφισβήτητα ένας από αυτούς. Ο τόσο πρόωρος χαμός του ήταν μια τεράστια απώλεια για τον μουσικό και όχι μόνο πολιτισμό μας αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό, ωστόσο, η στάση ζωής και το έργο του θα αποτελούν πάντα φάρο έμπνευσης και δημιουργίας. Δε θα τον ξεχάσουμε ποτέ.