Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου
Ξημερώνει παραμονή Χριστουγέννων και στο βάθος του αυτιού μου αντηχούν κάλαντα. Το φώς μπαίνει από τις γρίλιες, μαζί με τις νότες της κοντινής καμπάνας του Άϊ-Γιώργη. Γύρω μου άδεια μπουκάλια μπύρας, κι ένα μπουκάλι κρασί, άδειο κι αυτό. Το αλκοόλ πλέει θαρρείς ανάμεσα στα μόρια της ατμόσφαιρας. Εξατμίζεται απειλητικά. Ο φόβος της ζωής με παραλύει. Το αλκοόλ μουδιάζει την ψυχή μου από τις αγωνίες και το τέλμα.
Το κεφάλι μου βουίζει, οι σκέψεις του μεθυσμένου λήθαργου της ψυχής μου ξεχειλίζει, μεταξύ ύπνου-ξύπνου. Πόσο ακόμη θ΄ αντέξω σκέφτομαι απαισιόδοξα και κλείνω ξανά τα μάτια μου. Ακόμη και τα κάλαντα με ενοχλούν, με φορτώνουν πρωινιάτικο. Δεν μου έφταναν τα χρέη και ο κορωνοϊός, η γκρίνια και η ληγμένη ΔΕΗ, δεν μου περίσσευε η πεθερά μου με την πισώπλατη γκρίνια της, έχω και την Αμαλία να επαναλαμβάνει όλες τις επικρίσεις μαζεμένες. Γιατί αυτό, πότε εκείνο, κάνε κάτι επιτέλους, η μόνιμη κατάληξη. Καταραμένοι να είσαστε όλοι, σκέπτομαι. Όλοι σας!
Πάλι χτυπάει η καμπάνα και εγώ την αισθάνομαι στο μεδούλι μου. Ενοχλεί τα τύμπανα των αυτιών μου, ξυπνάει την ψυχή μου χρονιάρες μέρες. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά.
Τα γαλάζια νερένια μάτια της, γουρλωμένα, με θωρούν σκληρά, απλανή, δακρυσμένα. Οι λεπτές κόκκινες φλέβες, μοιάζουν νευρώνες παπαρούνας. Γύρω από το λαιμό της, άφησαν σημάδια τα δάχτυλά μου. Κατακόκκινα σημάδια. Θεέ μου, τι έκανα. Τι έκανα; Η απόγνωση με πνίγει. Η καρδιά μου φτερουγίζει από την απελπισία, από το φόβο. Φωνάζω το όνομά της δυνατά να τη συνεφέρω. Τι έγινε χθες βράδυ. Θολούρα και καταχνιά. Για ένα ποτό πήγα και γύρισα ξημέρωμα. Ύστερα συνέχισα να πίνω εδώ. Πάχνη, ομίχλη. Καταχνιά στη σκέψη μου. Αμαλία; Αμαλία μίλησέ μου! Μίλησέ μου Αμαλία!
Στέκεται εκεί, ξαπλωμένη στο μαξιλάρι με το βλέμμα άψυχο, θαρρείς σαστισμένο. Ένας κόκκινος λεκές έχει απλωθεί στο σεντόνι. Τρομάζω από την αμνησία μου. Φοβάμαι. Θαρρείς κι ίδιος μου ο εαυτός με απειλεί, με αντιμάχεται ανεξέλεγκτος.
Και χάνομαι σε βάραθρα που μοιάζουν σεληνιακά, ασπρόμαυρα. Παντού γύρω μου έχει χαθεί το χρώμα. Και λιώνω, συρρικνώνομαι και ύστερα φεύγω σφεντόνα προς τα πάνω. Θαρρείς υπερίπταμαι και αναγαλλιάζω. Και οι σκέψεις μου γίνονται σκοινιά, με δένουν χέρια πόδια σαν τη μαριονέτα. Όπως με δένει η ζωή και ύστερα με σέρνει στην καταστροφή μου. Με πνίγουν τόσα, κι άλλα τόσα στερούν την ελευθερία μου. Τη δημιουργική μου διάθεση. Κλεισούρα, χρέη, γκρίνια, εμβόλια και παρενέργειες. Αλκοόλ και φραγή συναισθημάτων.
Αμαλία, μίλησέ μου. Τι έκανα, που μόνο εσένα έχω! Δεν θυμάμαι τίποτε. Βυθίζομαι πάλι και στέκω στο τέρμα ενός ανήφορου, κι ο δρόμος δεν συνεχίζεται. Κάτω χάος. Βάραθρο. Τα άκρα μου τρέμουν. Ιδρώνω από απελπισία. Αμαλία μίλησε μου, σώσε με!! Σε έβλαψα; Απάντησέ μου! Έγινα φονιάς; Δεν θυμάμαι. Τι σου έκανα; Τίποτε δεν θυμάμαι.Κορίτσι μου .. Αμαλία μου, μίλησέ μου, μίλησέ μου!!! φωνάζω απελπισμένος.
Η πόρτα ανοίγει τρίζοντας. Πετάγομαι ξαφνιασμένος με μάτια διάπλατα ανοιχτά και ανακάθομαι στο κρεβάτι. Τα κάλαντα ξεχύνονται ξανά στ΄ αυτιά μου. Τα παιδικά τριγωνάκια και μια φυσαρμόνικα ακούγονται πιο κοντά τώρα.
“Καλημέρα. Τι έπαθες και με φωνάζεις με τόσο πάθος; Το παράκανες χθες. Έχεις τα χάλια σου. Έλα στην κουζίνα, αχνιστός καφές σε περιμένει.”
Τα όμορφα γαλάζια μάτια με κοιτάζουν παιχνιδιάρικα. Η ανακούφισή μου τεράστια. Θαρρείς και τα χερουβείμ φτερουγίζουν γύρω μου και παίρνουν από μέσα μου τη θλίψη της ζωής, την απελπισία ενός φόνου που δεν έγινε ποτέ.
Χριστούγεννα αύριο. Για όλη την πλάση. Και για μένα. Για τους φόβους μου, τις ανασφάλειές μου, τις παραισθήσεις μου. Χριστούγεννα και αυτό δεν μου το παίρνει κανείς από τη ζωή μου.
Πόσες φορές φοβηθήκαμε κάτι, που τελικά, ποτέ δεν έγινε; Χαμογελώ και σηκώνομαι θολωμένος. Πλένω το πρόσωπό μου και στέκομαι μπροστά από τον αχνιστό καφέ.
Κοιτάζω την Αμαλία με τη σκονισμένη, τη θαμμένη μου αγάπη για ΄κείνη και ψιθυρίζω.
“Δεν θα ξαναπιώ Αμαλία μου, στ΄ ορκίζομαι στη σημερινή ημέρα. Αυτό θα είναι φέτος, το δώρο μου για τα Χριστούγεννα. Δώρο για σένα. Δώρο για μένα. Δεν θα πιώ ποτέ ξανά στη ζωή μου. Ήθελα μόνο να το ξέρεις. Καλά Χριστούγεννα Αμαλίτσα μου!” και την αγκαλιάζω τρυφερά από τους ώμους.