Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Μόλις είχε ξημερώσει. Ο ήλιος κρυμμένος στα στενά δρομάκια του ουρανού, πάσχιζε να ξυπνήσει. Ο ύπνος του τη νύχτα που πέρασε ήταν βαρύς κι ανήσυχος, και μόνο τις πρωινές ώρες κατάφερε να κοιμηθεί καλύτερα. Γύρω του συνέβαιναν παράξενα πράγματα που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει. Τη μια στιγμή -αν και ήταν ακόμα πρωί- ζεσταινόταν ανυπόφορα, και την άλλη ίδρωνε και πάγωναν οι αδύνατες ακτίνες του. Δίπλα του χλωμά αστέρια, θαρρείς ξεθωριασμένα, κουβέντιαζαν σιγανά και το ένα ρωτούσε το άλλο: «Πώς άλλαξε ο καιρός τόσο γρήγορα, και τα βρήκε όλα απροετοίμαστα ; Μέχρι χτες έλαμπε παντού το Καλοκαίρι. Έδινε φως και ζωντάνια στα κουρασμένα πρόσωπα και ξυπνούσε αρμονικά τη διάθεση για ζωή…»
Όσο προχωρούσε η ημέρα, οι εκπλήξεις πλήθαιναν. Ο ουρανός είχε χάσει το γαλάζιο του πρόσωπο και χρώματα μουντά και πένθιμα ξεπετάγονταν από παντού. Αλλού κυριαρχούσε απόλυτα το μολυβί, αλλού το σκοτεινό βαθύ γκρίζο έβαφε βιαστικά τα σύννεφα που απρόθυμα έπεφταν το ένα επάνω στο άλλο, σαν να αρνιόνταν να συμβιβαστούν στη νέα κατάσταση, που νόμιζες ότι κάποιες άγνωστες δυνάμεις τη δημιουργούσαν. Κάθε δυνατή σύγκρουση γινόταν μια χρυσή -αλλά φοβερή- τεθλασμένη αστραπή, που την ακολουθούσαν δυνατές βροντές που με σιγουριά προειδοποιούσαν ότι έρχεται ασυγκράτητη η πρώτη μπόρα. Ποιος να το πιστέψει ότι τόσο γρήγορα θα γίνονταν όλα αυτά; Μέχρι χτες έλαμπε ολόγυρα το χρυσό Καλοκαίρι! Τώρα ο ήλιος, παίζοντας θυμωμένος κρυφτό με τα βαριά σύννεφα, σταμάτησε ακίνητος στη μέση του ουράνιου θόλου, εκεί που μόλις ανακάλυψε ένα μικρό τετράγωνο γαλάζιου χρώματος… και περίμενε… και περίμενε…
Και ήρθαν! Τα πρωτοβρόχια του Φθινοπώρου, ήταν το γεγονός! Η φύση νόμιζες πως ανάσανε βαθιά και φοβισμένα. Οι σταγόνες της βροχής, ίδια διάφανα κρυστάλλινα δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια του ουρανού, έπεφταν αργά και δειλά με κατεύθυνση τη γη και χάνονταν στο ξερό χώμα. Διψασμένη καθώς ήταν (η γη), κατάπινε άπληστα τη βροχή, χωρίς να σκεφτεί ότι αυτή η απόλαυση έκρυβε μέσα της και τον απροσδόκητο σκοτωμό του Καλοκαιριού, έτσι όπως τον έγραψε και ο ποιητής μας Οδ. Ελύτης: «Με την πρώτη σταγόνα βροχής / σκοτώθηκε το Καλοκαίρι / μουσκέψανε τα λόγια / που είχαν γεννήσει αστροφεγγές». Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, γιατί η διάρκεια της σιωπηλής βροχής ήταν μόνο για λίγη ώρα. Όπως ήρθε ξαφνικά, έτσι σταμάτησε, και σε ελάχιστο χρόνο με μεθοδικότητα και γρηγοράδα τα σύννεφα ξέφτισαν και χάθηκαν, και ο ήλιος -απόλυτος κυρίαρχος του ουρανού- κάθισε με ικανοποίηση στον θρόνο του.
Η γη, πιο καθαρή τώρα, ξεδιψασμένη και έτοιμη να δημιουργήσει, με μοσχοβολημένη ανάσα ευχαριστούσε τον Θεό για τη δροσιά που της έστειλε. Τα βρεγμένα δέντρα με τα ξασπρισμένα κλαδιά, μουρμούριζαν ήρεμα για την απρόσμενη έκπληξη που ήρθε από τον ουρανό. Το φλύαρο αεράκι, ψαχούλευε τα λιγοστά βρεγμένα φύλλα, και ένας τρυφερός ήχος, σαν απαλή μελωδία του βιολιού, έστελνε τα δικά του μηνύματα.
Μέσα σε όλη αυτή τη μεταμόρφωση της φύσης, ταξίδευε και η απορία: «Άραγε τι συνέβη αυτές τις ώρες στη θάλασσα; Το πρωΐ κοιμόταν ήρεμη κι ασάλευτη και μόνο οι κατάλευκοι γλάροι χαμήλωναν και άγγιζαν τα γαλήνια νερά της, γράφοντας κύκλους μικρούς και πιο μεγάλους, αλλά μόνο στο σημείο αυτό. Όλη η άλλη επιφάνεια παρέμενε λευκή, ίδια με μια μεγάλη άγραφη σελίδα του ολοζώντανου βιβλίου της φύσης…»
Όμως, ξαφνικά κι απρόβλεπτα ένα γκρίζο σύννεφο, έδωσε την απάντηση: Ταξίδεψε τρεχάτο επάνω της και μέσα σε λίγα λεπτά χρωμάτισε με μελάνι τη λευκή ράχη της. Εκείνη συνέχισε να μένει ακίνητη και να μετρά τις σταγόνες της βροχής που σχημάτιζαν μικρούς κύκλους καθώς έπεφταν από ψηλά με ορμή, ανακατεύονταν με το αλμυρό νερό και χάνονταν. Μόνο ένα σιγανό παράπονο ακουγόταν στις δαντελένιες άκρες της, καθώς το ελαφρό κυματάκι έδινε το δικό του μήνυμα, με μια μόνο λέξη: ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ!
Και ενώ όλη η φύση γιορτάζει ανέμελα τις πρώτες σταγόνες της βροχής, και τα κυκλάμινα φανερώνουν βιαστικά τα ροζ ανθάκια τους « μέσα απ’ του βράχου τις σχισμάδες», οι παραθεριστές του Καλοκαιριού επιστρέφουν με παγωμένη τη θλίψη στο πρόσωπο στο «Κλεινόν Άστυ» και στη ρουτίνα του, και απογοητεύονται καθώς αρχίζουν από τώρα να μετρούν τους μήνες που τους χωρίζουν από το επόμενο Καλοκαίρι…
Το Φθινόπωρο είναι το Πρελούδιο του Χειμώνα (μεταφορικά). Για πολλούς όμως είναι η εποχή της μελαγχολίας, της νοσταλγίας, της θλίψης, της αναμονής, της χαμένης αγάπης, -αλλά γιατί όχι- και αυτής της αγάπης που περιμένουμε να μας την φέρουν ψιχαλισμένη, τα δροσερά πρωτοβρόχια του Φθινοπώρου!