Γράφει ο Χρήστος Φωτιάδης: Ειδικός Σύμβουλος
Η γενιά του πολέμου εγκαταλείπει σιγά σιγά την εγκόσμια ματαιότητα, σίγουρα όχι απόλυτα ικανοποιημένη με όσα έγιναν και ακόμη γίνονται από το «έτος μηδέν» – το 1945 – μέχρι και σήμερα. Ο απολογισμός θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα μεγάλο θετικό, την ειρήνη στη μεταπολεμική Ευρώπη, αλλά μετά το 1989 εξαερώθηκε και αυτό το πλεονέκτημα! Δεν θα βαρεθούμε ποτέ να υπενθυμίζουμε τους πανηγυρισμούς που ακολούθησαν την αυτοκαταστροφή της ΕΣΣΔ, αλλά και τη βαθειά απογοήτευση για τα γεγονότα που την ακολούθησαν…
Η επόμενη γενιά – η δική μας – καλείται να κάνει σύντομα τον δικό της απολογισμό και σίγουρα θα δυσκολευτεί να αισθανθεί υπερηφάνεια για το κληροδότημα που αφήνει. Γεννηθήκαμε λίγο μετά τον πόλεμο και είχαμε την τύχη να μη γνωρίσουμε την Ελλάδα σκλαβωμένη, ούτε καν τον εφιάλτη του Εμφυλίου. Όμως μεγαλώσαμε σ’ αυτή την υπονομευμένη για καιρό ατμόσφαιρα, που συντηρούσαν τα βαθιά τραύματα των ανθρώπων, στα σώματα και κυρίως στις ψυχές τους. Υπήρχαν εκατοντάδες αυτοκίνητα με πινακίδες «Ανάπηρος πολέμου», πάνω σε τρίκυκλες μοτοσικλέτες ανάπηροι μ’ ένα πόδι κι ένας διάχυτος διχασμός της κοινωνίας. Αλλά ας εστιάσουμε στο θέμα μας, την πορεία της μεταπολεμικής Γερμανίας και πιο συγκεκριμένα τις πρώτες μέρες αυτής της πορείας.
Η διαχρονική «ατμομηχανή»…
Όσοι επισκέπτονται τη σύγχρονη Γερμανία χωρίς να διαθέτουν τις απαραίτητες ιστορικές γνώσεις, εντυπωσιάζονται από τα εμφανή πλεονεκτήματα της πρωτογενούς εικόνας – του «γυμνού οφθαλμού». Καθαριότητα, πειθαρχία, οργάνωση και η αίσθηση του πλούτου, που προδίδουν τα σπίτια, τα αυτοκίνητα και τα ρούχα των ανθρώπων. Το «υψηλό βιοτικό επίπεδο» βγάζει μάτι, μιας και τα μικρά του «ελαττώματα» δεν είναι ικανά να διαταράξουν αυτή την πρώτη επιπόλαιη εικόνα.
Όσο για τα «κατορθώματα» των Γερμανών μετά τον πόλεμο, εδώ κι αν έχει θριαμβεύσει η «πολιτικά ορθή» αφήγηση περί των σχεδόν μαγικών ικανοτήτων αυτού του λαού. Σαν τα εργατικά… μυρμήγκια, ξανάχτισαν πέτρα πέτρα την κατεστραμμένη (με δική τους υπαιτιότητα, μην ξεχνιόμαστε!) πατρίδα τους, φτάνοντας μέσα σε λίγα χρόνια στο περίφημο «οικονομικό θαύμα» και την άτυπη οικονομική ηγεσία της Δυτικής Ευρώπης. Και αυτό το αφήγημα ελάχιστα ενοχλείται από την ολική διαγραφή (χάρισμα, δηλαδή!) του γιγαντιαίου γερμανικού χρέους ή το εξίσου τεράστιο ύψος των αμερικανικών επενδύσεων που έβαλαν αμέσως σε κίνηση τις ισοπεδωμένες βιομηχανίες της μισής Γερμανίας. Όχι βέβαια λόγω της… μεγαλοψυχίας των υπερατλαντικών ηγετών του «ελευθέρου κόσμου», αλλά για να μετατραπεί αυτή η μισή χώρα σε προκεχωρημένο φυλάκιο του ψυχρού πολέμου…
Στην Ελλάδα γνωρίζουμε καλά πώς… ανταπέδωσε η ενιαία πια και πανίσχυρη οικονομικά μετασοβιετική Γερμανία την προνομιακότατη μεταχείρισή της από τους νικητές του πολέμου, όταν αυτή βρισκόταν στο «σημείο μηδέν». Γράφτηκαν πολλά στη χώρα μας για την αχαριστία των Γερμανών, ειδικά σε σχέση με τα μνημόνια και το γερμανικό κατοχικό χρέος. Έχοντάς τα στο μυαλό μας, ας πάρουμε μια γεύση από την αληθινή εικόνα της ηττημένης Γερμανίας, πριν ξεκινήσει η ροή της πρωτοφανούς στήριξής της από τους νέους της «συμμάχους». Δανείζομαι το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο «Στους δρόμους του πεπρωμένου» της Χριστιάννας Λούπα. Περιγράφει αυτά που είδε, λίγες μέρες μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, διασχίζοντας τα γερμανικά σύνορα από τη Δανία!
Μπουλούκι ρακένδυτων ζητιάνων!
«Με τη λήξη του πολέμου, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Αγγλία και Γαλλία χώρισαν το Ράιχ σε τέσσερις ζώνες κατοχής και το Βερολίνο σε τέσσερις τομείς. Η Γερμανία, άλλωστε, είχε αποκτήσει πλέον νέα σύνορα κι έτσι αποφασίστηκε να μετακινηθούν οι γερμανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν έξω από τα σύνορα αυτά, με αποτέλεσμα περίπου δέκα εκατομμύρια άνθρωποι να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους κατά την περίοδο 1945-1946, εγκαταλείποντας μαζί και τις περιουσίες τους. Δύσκολες και βασανιστικές μέρες περίμεναν την “αήττητη” Γερμανία, που από κυρίαρχος του παιχνιδιού, τώρα ρακένδυτη και αποσυντεθειμένη, έμπαινε σε μια σκληρή, μακρόχρονη κι επίπονη κρίση.
Περάσαμε ξανά τη μικρή θαλάσσια διαδρομή με το δανέζικο φέρρι και διασχίσαμε τη γαλήνια πεδιάδα, κατευθυνόμενοι προς τα γερμανικά σύνορα. Φτάνοντας στη διαχωριστική ζώνη στο Φλένσμπουργκ, ο συρμός, αφού έκοψε ταχύτητα, άρχισε να κάνει δυο βήματα και να σταματά και ξανά δυο βήματα και πάλι να σταματά.
Από την άλλη πλευρά των συνόρων, μόλις αγγίξαμε το γερμανικό έδαφος, οχλοβοή μεγάλη ακούστηκε. Βγάλαμε όλοι τα κεφάλια από τα παράθυρα να δούμε τι συνέβαινε, επιτέλους. Και τι να δούμε, Θεέ μου! Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας! Ένα λεφούσι Γερμανοί, σε κακό χάλι, να σπρώχνονται και να ωρύονται. Ρακένδυτοι, βρόμικοι, αξύριστοι, φώναζαν κι έκαναν νοήματα. Δεν καταλαβαίναμε, όμως λέξη, καθώς έμοιαζαν με κοπάδι σκύλων που γαβγίζουν αγριεμένοι από την πείνα, για να σε αναγκάσουν να τους πετάξεις κάτι να φάνε. Μερικοί είχαν κατορθώσει να ανεβούν πάνω στις γραμμές, εμποδίζοντας το τρένο να προχωρήσει.
Οι πονόψυχοι Σκανδιναβοί, ωστόσο, κατάλαβαν κι άρχισαν να τους πετούν ό,τι φαγώσιμο και χρήσιμο έβρισκαν στις τσάντες τους. Από μπισκότα έως και τσιγάρα. Το τι έγινε τότε, δε λέγεται! Χαλασμός! Όλοι μαζί ορμούσαν να πιάσουν αυτά που τους πετούσαν, με αποτέλεσμα να τρίβονται και να πέφτουν στο χώμα ψίχουλα! Τα τσιγάρα, μάλιστα, διαλύονταν και καταντούσαν καπνός σκέτος στα χέρια τους!
Στην αρχή σάστισα με το θέαμα. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν αυτοί οι κιτρινιάρηδες, οι κακομοίρηδες, να είναι οι ίδιοι με εκείνα τα σιδερόφρακτα τέρατα που κατέστρεψαν τη χώρα μας, που έπνιξαν τον πλανήτη στο αίμα; Στη θέση των αμέτρητων χιλιάδων θυμάτων τους που τόσα χρόνια λιμοκτονούσαν, τώρα είχαν βρεθεί οι ίδιοι! Πώς, εκείνοι οι λύκοι, οι Γερμανοί, που στο άκουσμά τους και μόνο έτρεμε ο κόσμος, είχαν καταντήσει σε τέτοια χάλια, ζητιάνοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα; Δεν το χωρούσε ο νους μου! Πόσο παράξενα παιχνίδια παίζει η ζωή και πώς γυρίζει ο τροχός! Η Νέμεσις είχε έρθει, λοιπόν!».
Η Ιστορία δεν λησμονεί!
Όλοι ξέρουμε πια ότι η Νέμεσις αυτή είχε κοντά ποδάρια. Μόνον η αγαπημένη μας γιαγιά, η Ιστορία, αρνείται πεισματικά να καταστρέψει τα κατάστιχά της! Κι αυτά είναι γεμάτα με μαύρες -κατάμαυρες!- σελίδες. Όχι μόνο δεν σβήνει ούτε λέξη, αλλά την έχει «στημένη» στη γωνία, για να καταγράψει και όλα τα νεότερα τερτίπια της «άρειας» αυτής φυλής στην τόσο περίπλοκη και απρόβλεπτη πορεία της νέας χιλιετίας…