Γράφει ο Τάσος Μεργιάννης – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Πεντέλης – Μελισσίων – Βριλησσίων – 10/3
Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη έδωσε στους συνεργάτες της μια εντολή που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στα social media, καθώς αποφάσισε να αναστείλει οποιαδήποτε υλοποίηση, συνεργασία, προγραμματισμό, ακόμα και συζήτηση εκδηλώσεων με ρωσικούς πολιτιστικούς οργανισμούς.
Θα ήταν μια είδηση που θα περνούσε «στα ψιλά των εφημερίδων», που λένε και οι παλιότεροι, εάν δεν υπήρχαν τα social media που εδώ και καιρό έχουν αναδείξει (αλλά και συντελέσει στην γιγάντωσή της) μια από τις παθογένειες της εποχής μας που δεν είναι άλλη από την «κουλτούρα της ακύρωσης».
Η Wikipedia γράφει σχετικά:
«Η κουλτούρα της ακύρωσης» (αγγλικά:’’cancel culture’’) είναι μια σύγχρονη μορφή λογοκρισίας/εξοστρακισμού κατά την οποία κάποιος απομακρύνεται από τους κοινωνικούς ή επαγγελματικούς κύκλους – είτε διαδικτυακά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε στην πραγματική ζωή. Όσοι υπόκεινται σε αυτόν τον εξοστρακισμό λέγεται ότι έχουν «ακυρωθεί» (έχουν φάει cancel) και, ως επί το πλείστον, θύματα πέφτουν άνθρωποι, ακόμη και επιφανείς άνθρωποι, που αντιβαίνουν τον καθωσπρεπισμό/πολιτική ορθότητα. Ο όρος έχει ως επί το πλείστον αρνητική χροιά και χρησιμοποιείται σε συζητήσεις για την ελευθερία του λόγου και τη λογοκρισία».
Κοντολογίς, το πολιτιστικό μποϊκοτάζ στη Ρωσία έρχεται ως απάντηση από το ίδιο το Υπουργείο Πολιτισμού μιας ευνομούμενης και δημοκρατικής χώρας όπως η Ελλάδα στον παραλογισμό του πολέμου. Στις βόμβες του Πούτιν η κ. Μενδώνη απαντά με τον εξοστρακισμό μιας ιστορίας αγάπης, όπως αυτής του πρίγκιπα Ζίγκφριντ και της πριγκίπισσας Οντέτ, που ξετυλίγεται μέσα από την αριστουργηματική μουσική του Chaikovskii στην «Λίμνη των Κύκνων». Έτσι η υπουργός (που κατά δήλωσή της εξαπατήθηκε από «την βαθιά υποκριτική τέχνη» του Δημήτρη Λιγνάδη) θεωρεί ότι εξωραΐζεται πολιτικά, ότι αναβαπτίζεται στη κολυμπήθρα του αντιρωσικού μένους που σαρώνει τις τελευταίες ημέρες τον Δυτικό κόσμο.
Ζούμε στην εποχή που η κουλτούρα της ακύρωσης επεκτείνεται ή (για να χρησιμοποιήσουμε στρατιωτικούς όρους που είναι και της μόδας) «αναθεωρείται». Θύτες της είναι πολιτικοί (υπάρχει μεγαλύτερος αφορισμός από το «παραλάβαμε χάος. Ξεκινάμε από το μηδέν» που πλειστάκις ακούγεται από επίσημα χείλη λίγο μετά από βουλευτικές-αυτοδιοικητικές-δημοτικές εκλογές;), χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ( ουκ ολίγοι οι επώνυμοι «δικαστές» του Facebook και του Twitter), αλλά και όλοι εμείς που -κατά τα ψέματα- κάποια στιγμή πέσαμε στην παγίδα της λογοκρισίας κάποιου/ας επειδή ο λόγος του/της δεν προσέγγισε τα δικά μας standards πολιτικής «κορεκτίλας».
Αλήθεια πόσες ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, τραγούδια, ακόμα και πίνακες ζωγραφικής που δημιουργήθηκαν πριν την έλευση των social media θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν σήμερα στην εποχή της νέου τύπου λογοκρισίας; Μήπως σήμερα βιώνουμε μια νέα εκδοχή της «Εκφυλισμένης Τέχνης» όπως ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσε το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας για να περιγράψει οποιαδήποτε μορφή Μοντέρνας Τέχνης την οποία δεν ενέκρινε;
Ζοφερά ερωτήματα σε μια ζοφερή εποχή…