Γράφει ο Αλέξανδρος Π. Μαλλιάς: Πρέσβης της Ελλάδος στις ΗΠΑ 2005-2009
Oι Αμερικανοί πολίτες εξέλεξαν με την ψήφο τους το Δημοκρατικό δίδυμο Τζο Μπάιντεν – Καμάλα Χάρρις, κυρίως για να γυρίσουν σελίδα στην τετραετία του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και στην άνευ προηγουμένου συμπεριφορά του εντός και εκτός συνόρων. Το επίθετο «αντισυμβατικός» που τον συνόδευε είναι μάλλον υποτονικός χαρακτηρισμός.
Γυρίζοντας όμως πίσω στο 2016 παρατηρώ με ενδιαφέρον ότι η Ελλάδα ήταν μεταξύ των ελαχίστων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποδέχθηκαν θετικά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Επίσημα κυβερνητικά και πολιτικά χείλη την χαρακτήριζαν τότε ως «θετική εκδήλωση της αντι-συστημικής επιλογής του αμερικανικού λαού». Κατ’ αναλογίαν δηλαδή -κατά τη γνώμη τους- με την « αντισυστημική» επιλογή των Ελλήνων ψηφοφόρων. Διαδέχθηκε θυμίζω τη «συστημική» διοίκηση Ομπάμα – Μπάιντεν.
Παρά τις πολλαπλών διαστάσεων σχέσεις μεταξύ των Προέδρων Τραμπ και Ερντογάν, η Ελλάδα βρήκε τον τρόπο να ενισχύσει τις ήδη ισχυρές σχέσεις με την υπερατλαντική σύμμαχο. Εκπρόσωποί της συχνά τις χαρακτηρίζουν ως τις καλύτερες των τελευταίων δεκαετιών. Εύχομαι έτσι να έχουν τα πράγματα. Δεν υπάρχει όμως λόγος να είμαστε τώρα τόσο «ντροπαλοί». Η αλήθεια είναι ότι υπό δύο διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις με τόσο διαφορετικά μεταξύ τους χαρακτηριστικά, οι ελληνο-αμερικανικές σχέσεις άνθισαν την τελευταία τετραετία.
Στον αμυντικό τομέα με την Ενισχυμένη Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας (την διαπραγματεύτηκε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, την υπέγραψε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας). Στον ενεργειακό τομέα με την ισχυρή ελληνική – αμερικανική συνεργασία. Επίσης να μην υποτιμούμε το γεγονός ότι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες του Προέδρου Τραμπ (απομόνωση Ιράν) επέτρεψαν, αναμφίβολα και για λόγους δικών τους συμφερόντων, την προσέγγιση / ευθυγράμμιση Ισραήλ, Σαουδικής Αραβίας, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων κυρίως, καθώς και Αιγύπτου με τις θέσεις της Ελλάδος και της Κύπρου. Εξέλιξη αδιανόητη πριν μερικά χρόνια.
Η εκλογή Μπάιντεν – Χάρρις είναι μια αισιόδοξη είδηση. Οι αντιδράσεις μας όμως πρέπει να χαρακτηρίζονται από το μέτρο. Οι δικαιολογημένες έστω προσδοκίες μας να μην μετατραπούν σε σκεπτικισμό και συχνά -όπως συνηθίζουμε- σε απογοήτευση.
Σίγουρα γνωρίζουμε τον εκλεγέντα πρόεδρο και μας γνωρίζει .Τον είχα συναντήσει επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της θητείας μου στην Ουάσινγκτον (2005-2009). Φθάνοντας στην Ουάσινγκτον τον γνώρισα ως Γερουσιαστή. Φεύγοντας τον αποχαιρέτησα ως Αντιπρόεδρο. Συχνά κάθε χρόνο έδινε το παρόν στις συγκεντρώσεις σημαντικών Ελληνο-Αμερικανικών και Αμερικανο-Κυπριακών Οργανώσεων. Τα τελευταία είκοσι χρόνια οι διαδοχικοί Έλληνες πρωθυπουργοί και υπουργοί των Εξωτερικών, καθώς και πλειάδα Ελλήνων πολιτικών έχουν συναντηθεί και συζητήσει με τον Τζο Μπάιντεν. Μεταξύ των υποστηρικτών και φίλων του είναι εδώ και δεκαετίες διακεκριμένοι Ελληνοαμερικανοί και Κύπριοι.
Λάθος όμως είναι να πιστεύουμε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, το πρώτο πράγμα που θα κάνει όταν αναλάβει τα καθήκοντά του, θα είναι να ασχοληθεί με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ακόμη δε λιγότερο ότι εξελέγη λόγω ακριβώς των θέσεών του στα ζητήματα της περιοχής. Αυτό δεν ισχύει. Ο εκάστοτε Πρόεδρος των ΗΠΑ ως αφετηρία και δόγμα έχει την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων από θέσης ισχύος. Αυτό που αλλάζει είναι σίγουρα το ύφος.
Εκείνο που θα απασχολήσει πάντως κατά προτεραιότητα τον Λευκό Οίκο είναι ο ρόλος της Τουρκίας στη Δύση, κυρίως στο ΝΑΤΟ, και η αλαζονική συμπεριφορά του Προέδρου της Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η νέα αμερικανική διοίκηση θα προσπαθήσει εξ αρχής να ανιχνεύσει αν υπάρχει δυνατότητα για μια επανεκκίνηση των σχέσεων με την Τουρκία του Προέδρου Ερντογάν. Κυρίως σε σχέση με την ενεργοποίηση του πυραυλικού συστήματος S 400. Θεωρώ δύσκολο να δρομολογηθεί επανεκκίνηση των σχέσεων χωρίς προσαρμογή της στάσης της Τουρκίας στο θέμα αυτό.
Αν θα μπορούσα να κάνω μια υπόθεση εργασίας, είναι ότι τη στιγμή αυτή στην Άγκυρα, ο Πρόεδρος Ερντογάν εξετάζει πώς θα μπορούσε να έρθει πιο κοντά στις θέσεις του Τζο Μπάιντεν για το ΝΑΤΟ. Εκτιμώ ότι αν η Τουρκία κάνει κάποια βήματα προς τις ΗΠΑ στο πλαίσιο πάντοτε της αναβάθμισης του ρόλου του ΝΑΤΟ, στο οποίο διεκδικεί πάντοτε ξεχωριστό ρόλο, τότε είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξει ανταπόκριση από την Ουάσιγκτον. Έστω με όρους. Για την Ουάσινγκτον διαχρονικά η σημασία της Τουρκίας δεν εξαντλείται στην προβληματική συμπεριφορά του Προέδρου Ερντογάν. Κάνοντας ο Πρόεδρος Ερντογάν ένα ή δύο βήματα προς τα μπρος, θα ωθήσει τους Αμερικανούς να κάνουν περισσότερα. Αυτό μάλλον είναι το πιθανότερο σενάριο. Θα αποτελεί έκπληξη αν δούμε τη νέα αμερικανική διοίκηση να δρομολογεί ως πολιτική επιλογή τη ρήξη με την Τουρκία.
Επιπλέον ο Πρόεδρος Μπάιντεν θα θελήσει εκτιμώ να αλλάξει την αντιφατική πολιτική Τραμπ έναντι του Ισλάμ. Κάθε θετική απόφαση και κίνηση της νέα αμερικανικής Κυβέρνησης προς τους μουσουλμάνους και το Ισλάμ θα στηριχθεί ένθερμα από τον κύριο Ερντογάν. Πιθανολογώ ότι θα πρόκειται για ένα προνομιακό πεδίο συνεργασίας Μπάιντεν-Ερντογάν.
Επίσης, δεν πιστεύω ότι ο πρόεδρος Ερντογάν θα αλλάξει συμπεριφορά στην ευρύτερη περιοχή. Ειδικά στην περίοδο αυτή θα συνεχίσει να δημιουργεί τετελεσμένα στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, στην Κύπρο – Αμμόχωστο, στον Καύκασο, στη βάση των οποίων θα θελήσει στη συνέχεια να διαπραγματευτεί από θέσης ισχύος με τη νέα αμερικανική διοίκηση. Στόχος του είναι να δημιουργήσει όσο το δυνατόν περισσότερα τετελεσμένα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σίγουρα όμως ο Ερντογάν ζυγίζει ξανά τα πράγματα και το πρώτο του μέλημα είναι η οικονομία. Δεν λέω ότι αυτή βρίσκεται στον γκρεμό, ωστόσο σίγουρα δεν βρίσκεται σε καλή πορεία. Οι αγορές ειδικότερα επηρεάζονται άμεσα από την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Αν έχουμε ρήξη της Τουρκίας με τη νέα αμερικανική διοίκηση, αυτό θα αποτελέσει χτύπημα κατά της οικονομίας της. Θα κατρακυλήσει και άλλο η λίρα .Θα αδυνατεί η Τουρκία να βρει δανειστές και χρηματοδότηση. Στο πεδίο αυτό, η νέα αμερικανική Κυβέρνηση θα είναι σε προνομιακή διαπραγματευτική θέση.
Ο πρώτος ευρωπαϊκός σταθμός του Προέδρου Μπάιντεν, την προσεχή Άνοιξη, θα είναι μάλλον η έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Στο ΝΑΤΟ θα επιδιωχθεί η αποκατάσταση των κλονισμένων σχέσεων εμπιστοσύνης με τους Ευρωπαίους εταίρους. Εκτιμώ ότι το πλαίσιο αυτό θα επιδιώξει να αξιοποιήσει ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν για να αναζητήσει έστω υπό όρους κοινά αποδεκτό τρόπο συνεννόησης με την Τουρκία. Δεν αποκλείεται να συμπέσει με τις αντίστοιχες επιδιώξεις του Προέδρου Ερντογάν.