Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη: Φιλόλογος
Στη σύντομη, επίγεια ζωή του, ο Ιησούς ο Ναζαρηνός αγωνιζόταν, ακόμη και Εσταυρωμένος, να αποκαλύπτει και να υπερασπίζεται ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτει ο κόσμος: Την αγάπη που καταλήγει ως δικαιοσύνη! «Ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος…». Και είχε το θείο χάρισμα να μιλά για την ύψιστη αλήθεια με ιδιοφυή απλότητα και, πολλές φορές, ως ποιητής.
Όπως ο Σωκράτης, δεν άφησε ούτε ένα γραπτό κείμενο, αλλά τη ζωή και «τα ρήματα Κυρίου» – τα λεγόμενα του Ιησού – κατέγραψαν με ευλάβεια οι τέσσερις Ευαγγελιστές, τον 1ο αιώνα μ.Χ., απευθείας στην Ελληνική Αλεξανδρινή – Κοινή Γλώσσα, αποβλέποντας στην ευρεία διάδοση και το κύρος της. Οι ιερές γραφές, υψηλού ήθους και προσιτής, αλλά εξαιρετικής μορφής, αποτελούν και κατακτήσεις των Ελληνικών Γραμμάτων.
Προσπερνούμε την ευαγγελική, υπέροχη αφήγηση της θείας γέννησης και ορισμένες ημέρες προσπαθούμε να μαθητεύσουμε κοντά στον μεγάλο Διδάσκαλο. Μεγάλος και στη διδακτική του μέθοδο. Όπως ο Πλάτων δίδασκε με φιλοσοφικούς, εξαίσιους μύθους, ο Ναζαρηνός χρησιμοποιεί συχνά παραβολές από την καθημερινή ζωή, για να φέρει στο φως τις κρυμμένες αλήθειες τους, από καταβολής κόσμου. Ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Ιησούς Χριστός αποτελούν διαχρονικά πρότυπα των λειτουργών της Παιδείας.
Ο Ιησούς Χριστός διδάσκει
«Ο Υιός του Ανθρώπου», από το ξυλουργικό εργαστήρι του Ιωσήφ στη Ναζαρέτ, ξεκίνησε για να επιτελέσει την ιερή αποστολή του, έχοντας ως πρώτους μαθητές του τέσσερις ψαράδες της Γαλιλαίας1. Βλέπει τον Σίμωνα Πέτρο και τον αδελφό του, τον Ανδρέα, να ρίχνουν δίχτυ στη θάλασσα και τους προσκαλεί: «Ελάτε μαζί μου, και εγώ θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων!». Διδάσκει σε συναγωγές ή στην ύπαιθρο και σπεύδουν δίπλα του χιλιάδες ακροατές, ακόμη και από περιοχές πέραν του Ιορδάνη ποταμού. «Ο λαός που έμενε μεσ’ στο σκοτάδι είδε φως μεγάλο, και σ’ εκείνους που ζούσαν στη χώρα και στη σκιά του θανάτου ανέτειλε φως» (Κατά Ματθαίον, κεφ. 4ο, 16).
Όταν αντικρίζει τα πλήθη, ανεβαίνει στο βουνό με τους μαθητές και αρχίζει «τους μακαρισμούς», ως εισαγωγή στην περίφημη «Επί του όρους ομιλία» του. «Το Κατά Ματθαίον» Ευαγγέλιο, σε μεταγλώττιση κυρίως του Άγγελου Βλάχου2, δίνει την αίσθηση ότι ακούμε τα πάντα και όχι μόνο τα παρακάτω αποσπάσματα:
«Μακάριοι (ευτυχισμένοι είναι) οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη.
Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό.
Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί αυτοί θα ονομαστούν υιοί του Θεού.
Μακάριοι όσοι έχουν πάθει διωγμούς για δικαιοσύνη, γιατί η βασιλεία των ουρανών είναι γι’ αυτούς».
Στη συνέχεια ο Διδάσκαλος απευθύνεται στους μαθητές του: «Σεις είστε το άλας της γης· και εάν το άλας χάσει την ουσία του, με τι θα αλατιστεί η γη; … Σεις είστε το φως του κόσμου … Έτσι, ας φωτίσει το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον πατέρα σας που είναι στους ουρανούς.
…Ακούσατε την εντολή· οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ σας λέγω «μην αντιστήναι τω πονηρώ» – μην προβάλλετε αντίσταση στο κακό…
Ακούσατε την εντολή, αγάπησε τον πλησίον και μίσησε τον εχθρό σου. Εγώ σας λέω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε αυτούς που σας καταριούνται, ευεργετείτε όσους σας μισούν και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων, που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν άδικα. Για να γίνετε υιοί του επουράνιου πατέρα σας, διότι τον ήλιο του ανατέλλει για πονηρούς και αγαθούς και βρέχει για δίκαιους και άδικους.
…Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης, όπου το σκουλήκι και ο σκόρος αφανίζουν και όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Θησαυρίζετε θησαυρούς για τον ουρανό, όπου ούτε σκουλήκι ούτε σήψη αφανίζουν και όπου κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν κλέβουν. Διότι όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας.
…Και συνέβη, όταν ο Ιησούς είπε τα λόγια αυτά, τα πλήθη εκπλήσσονταν από τη διδαχή του. Γιατί δίδασκε σαν να έχει εξουσία, και όχι όπως οι γραμματείς»…
Η αποστροφή «μην προβάλλετε αντίσταση στο κακό», που εθαύμαζε ο Λέων Τολστόι, αποβλέπει στην ηθική ανωτερότητα του ανθρώπου απέναντι στην κακία, αλλά όχι σε τυφλή υποταγή. Ο Ιησούς, ασφαλώς εναντίον της βίας, έδινε όμως παραδείγματα αντίστασης, όταν κατηγορούσε με σφοδρότητα τους ψευδοευσεβείς και φιλάργυρους φαρισαίους της εβραϊκής κοινωνίας: «… Ουαί υμίν, γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί… γεννήματα εχιδνών»! Ούτε δίστασε να πάρει το φραγγέλιο και να εκδιώξει τους εκμεταλλευτές, που είχαν μετατρέψει ναό της Ιερουσαλήμ σε οίκο εμπορίου.
Εάν, ως εκ θαύματος, ο Ναζαρηνός εμφανιζόταν πάλι στη γη, πριν τον ξανασταυρώσουν! οι σύγχρονοι του φαρισαϊσμού, μάλλον θα επέφερε αλλαγές σε ορισμένες εντολές του, ύστερα από 2000 χρόνια και θα προχωρούσε με νέες καίριες συμβουλές προς τον βαριά δοκιμαζόμενο κόσμο μας. Θα έμενε όμως, ακέραιο το κύριο τμήμα της «Επί του όρους ομιλίας» του, που ωθεί τον άνθρωπο να τείνει προ το τέλειο.
Και μία εξαιρετική αναδρομή, αλλά τόσο επιτακτική και στην εποχή μας των ανισοτήτων. Μετά τον Αθηναίο σοφιστή Αντιφώντα (5ος αιώνας π.Χ.) και τον νεότερό του, διδάσκαλο της Ρητορικής, τον Αλκιδάμαντα (από την Ελαία της Μικράς Ασίας), πατέρα του ριζοσπαστικού λόγου «ελευθέρους αφήκεν πάντας ο Θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν»3, πρώτος και μόνος έρχεται ο Απόστολος των Εθνών, που γράφει «Προς Γαλάτας» (γ’, 28): «Δεν υπάρχει Ιουδαίος ούτε Έλληνας, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα. Διότι όλοι εσείς ένας (άνθρωπος) είστε, ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό»! Επαναστατική η γραφή του Παύλου, σε χρόνο ακμής της κοσμοκράτειρας Ρώμης.
Η παραβολή του Ασώτου Υιού – «Ξένος ήμην…»
Από τις λαϊκές, εύστοχες παραβολές των Ευαγγελίων, ξεχωρίζει η όλη περιπέτεια «Του ασώτου υιού» με τη συγκινητική αμεσότητα της γλωσσικής έκφρασης, την εικόνα της απέραντης γονικής στοργής και την ομορφιά της συγχώρησης. Όπως γνωρίζουμε, ένας πατέρας σύμφωνα με αίτημα του νεότερου από τους δύο γιους του, μοίρασε την οικογενειακή περιουσία στα δύο. Ο μικρότερος, σε χώρα μακρινή διασκόρπισε τον πλούτο του και κατάντησε να μην του δίνουν τροφή ούτε από τα ξυλοκέρατα των χοίρων.
Επέστρεψε μετανιωμένος στο πατρικό σπίτι. «… Ο πατέρας έπεσε στον τράχηλό του και τον καταφιλούσε… Είπε στους δούλους του: – Φέρτε την στολή την πρώτη, ντύστε τον, βάλετε δαχτυλίδι στο χέρι και υποδήματα στα πόδια του. Τον μόσχον τον σιτευτόν να θυσιάσετε και, μετά το φαγητό, ας χαρούμε. Οργίστηκε ο ενάρετος γιος … και είπε στον πατέρα: ιδού, τόσα χρόνια δουλεύω για σένα, ουδέποτε ήμουν παραβάτης εντολής σου και ουδέποτε μου έδωσες κατσικάκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Όταν όμως, ο γιος σου αυτός, που κατέφαγε την περιουσία … ήλθε, θυσίασες προς χάριν του τον μόσχον τον σιτευτόν.
Και είπε ο πατέρας. – Παιδί μου … όλα τα δικά μου, δικά σου είναι. Αλλά να ευφρανθείς και να χαρείς έπρεπε, διότι αυτός, ο αδελφός σου, νεκρός ήταν και αναστήθηκε, χαμένος ήταν και ευρέθη» (Από «Το Κατά Λουκάν» Ευαγγέλιο).
Πολλά «ρήματα Κυρίου» έχουν χαραχτεί στη μνήμη, συνθέτουν δε τον ορισμό του χριστιανού και του όντως, διαχρονικού ανθρώπου, όσα θα απευθύνει ο Ιησούς στους αμαρτωλούς κατά τη μελλοντική Δευτέρα Παρουσία: «… επείνασα και δεν μου δώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν και δεν με μαζέψατε, γυμνός και δεν με ντύσατε, άρρωστος και στη φυλακή και δεν με επισκεφθήκατε… Αλήθεια σας λέγω, εφόσον δεν εκάνατε αυτά σε έναν από αυτούς τους ελάχιστους, ούτε σε μένα τα προσφέρατε» (Από «Το Κατά Λουκάν» Ευαγγέλιο).
Ενώπιον του θείου δράματος
Ίσως, περισσότερο από κάθε άλλον, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος απέδωσε το βλέμμα οδύνης του Ναζαρηνού υπό τον ακάνθινο στέφανο4. Το βλέμμα του πάσχοντος ανθρώπου γενικά, και ιδίως προ του θανάτου του, επειδή «πολύ αγάπησε»! Και ο Ευάγγελος Παπανούτσος, σε άρθρο του (δυσεύρετο σήμερα) είχε διατυπώσει την άποψη, ότι ένοχος για τη Σταύρωση του Ιησού ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Ο ισχυρός Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας προσπάθησε να τον σώσει, σύμφωνα με τον Ευαγγελικό λόγο, αλλά τελικά μετέθεσε την ευθύνη του στα «άγνωμα» και έξαλλα πλήθη, φοβούμενος το -καταραμένο – «πολιτικό κόστος» που θα κατέβαλε στον Καίσαρα, εάν εφάρμοζε αντιλαϊκή πολιτική, αυτού του είδους. Ο Πόντιος Πιλάτος παραμένει στην κοινή συνείδηση ως αντι – παράδειγμα ανάξιου σε καίρια θέση, που προδίδει τη Δικαιοσύνη, με τίμημα ακόμη και το αίμα αθώων.
«Να μην πληγώσεις ποτέ την καρδιά του ανθρώπου…»
«Ασύγκριτης» πνοής η διδασκαλία του Ιησού Χριστού, με ύψιστο σημείο τη Σταύρωσή του, είναι σεβαστή από αναρίθμητους, ακόμη και από ανθρώπους μη θρησκευόμενους, όπως ήταν ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Ερνέστος Ρενάν. Αιώνιοι οι φαρισαίοι, υποδυόμενοι τους χριστιανούς, εμφανέστατοι αλλά και καθημερινοί, συνεχίζουν την καταστροφική πολιτική και συμπεριφορά τους. Κωφοί προς το «Αγαπάτε αλλήλους», (σε σύγχρονη διατύπωση) προς τη «διεθνή αλληλεγγύη», τη μοναδική οδό επίλυσης των τρομακτικών, σύγχρονων προβλημάτων, κατά το ανθρωπίνως δυνατόν. Η ανύπαρκτη αλληλεγγύη αποδεικνύεται και από το απαράδεκτο γεγονός, ότι με ευθύνη των πλούσιων, χριστιανικών (;) χωρών, που ταυτίζονται με τα συμφέροντα των φαρμακευτικών βιομηχανιών, ο αντι-covid «εμβολιασμός των φτωχών χωρών μετατίθεται για το 2023»!… Την ύβρη όμως, ακολουθεί η Νέμεση5…
Ωστόσο, ένας γέροντας «φτωχός πολύ … παντέρημος» είχε σωστά αντιληφθεί τι ζητούσε ο Ναζαρηνός από τον άνθρωπο, σύμφωνα με όσα είπε στον γνωστό Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη: «… Το Θεό δεν μπορούν να τον χωρέσουν οι εφτά πατωσιές τ’ ουρανού κι οι εφτά πατωσιές της γης, όμως τον χωρά η καρδιά του ανθρώπου. Και γι’ αυτό, το νου σου, Αλέξη, να ’χεις την ευκή μου, να μην πληγώσεις ποτέ την καρδιά του ανθρώπου». (Σελ. 330)
Αντί επιλόγου
Και ο μεγάλος συγγραφέας: «…Να μπορούσα κι εγώ να μην άνοιγα το στόμα παρά όταν θα ’φτανε πια η αφηρημένη ιδέα στην πιο αψηλή κορυφή της… Μα αυτό μονάχα ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να το κατορθώσει ή ένας λαός, ύστερα από πολλούς αιώνες αμίλητο δούλεμα».
Μανόλης Αναγνωστάκης: Πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
– Απόσπασμα –
…. Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες.
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε, αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε, αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε, αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τούς φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
(Η Συνέχεια 2, 1955 – 1956)
Στους τελευταίους στίχους του ποιήματος «Μιλώ», ο Μανόλης Αναγνωστάκης δεν κυριολεκτεί. Εντελώς, μεταφορικά, ψαράδες είναι οι σύντροφοι μιας ιδεολογίας, που, ακόμη κι αν προδοθούν από συνοδοιπόρους τους, «το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει». Ο Αναγνωστάκης, της πολιτικής και ποιητικής ηθικής, υπήρξε θύμα της παραπάνω τακτικής, το 1949, αλλά δεν ανέφερε σε κρίσιμη ώρα το γεγονός, με μοναδική γενναιότητα και αξιοπρέπεια.
Το τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
Πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά,
μεσ’ στην καρδιά μου.
Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας… Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τ’ άκουσεν η Εύα μεσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός,
τ’ αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.
Συγκινεί βαθιά το ονομαζόμενο τροπάριο της Εικασίας – Κασσιανής, το δοξαστικό ιδιόμελο, που ψάλλεται το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης στους ναούς μας. Η Βυζαντινή ποιήτρια, εμπνευσμένη από ευαγγελική αναφορά, με καταπληκτική ενσυναίσθηση εκφράζει την οδύνη του ανθρώπου, που συνειδητοποιεί τα κρίματά του και ζητεί το θείο «αμέτρητον έλεος». Εννοείται ότι το περιεχόμενο του τροπαρίου ουδεμία σχέση έχει με την ιδιωτική ζωή της ποιήτριας – όπως εσφαλμένα έχει από ορισμένους θεωρηθεί.
Σύμφωνα με Βυζαντινούς χρονογράφους, η ωραιοτάτη Εικασία, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας, συμμετείχε στα βασιλικά «καλλιστεία», προκειμένου να επιλέξει σύζυγο ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος (829-842 μ.Χ.). Έτοιμος να της προσφέρει το χρυσό μήλο, την δοκίμασε με τη φράση: «… δια γυναικός ερρύη (επήγασαν) τα φαύλα». Εννοώντας την Εύα. Η απάντηση της Εικασίας «αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» (και από τη γυναίκα προέρχονται τα καλύτερα – παραπέμποντας στη Θεοτόκο), απομάκρυνε τον αυτοκράτορα, προφανώς επειδή έκρινε ότι η τολμηρή ευφυΐα της νέας δεν άρμοζε σε γυναίκα σύζυγο. Σχόλια δεν χρειάζονται. Τελικώς η Κασσιανή προτίμησε το μοναχικό βίο σε μοναστήρι και εμπλούτισε τα χριστιανικά και ελληνικά γράμματα, μεταξύ των άλλων και με εκκλησιαστικούς ύμνους.
Κώστας Βάρναλης
– Απόσπασμα –
… Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου
άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις!
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα!
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να ’μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλιάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμη ούτε ποιο τ’ όνομά σου.
Και στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κι οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν!… Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τ’ είπες «Να με!»
(Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα:
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ’ έμαθ’ ακόμα!)
– Από «Το φως που καίει», 1922 –
Στον πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου, ο πατέρας της παραβολής, τυφλός από τα δάκρυα της μακράς αγωνίας, αποθέτει τα χέρια στο σώμα του γονατισμένου, μπροστά του, γιού, που επέστρεψε ανίσχυρος και μετανιωμένος. Η οδύνη, η μετάνοια και το μεγαλείο της πατρικής συγχώρησης, καθηλώνουν το βλέμμα των θεατών, στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης.