Γράφει ο
Φοiβος Ιωσήφ
Αφού ο Καζαντζάκης ιχνηλάτισε σχεδόν όλη την Ελλάδα σε πόλεις µοναστήρια και χωριά, ξεκίνησε να ταξιδεύει σε ξένες χώρες. Άρχισε από τη γειτονική Ιταλία.
Κάποιο απόγευµα µπήκε σε ένα µικρό χωριό στην Καλαβρία, κοντά στο Καταντζάρο. Ψιλόβρεχε πάλι και τα σκυλιά µυρίστηκαν ξένο χνώτο κι άρχισαν να αλιχτάνε. Κοίταζε δεξιά-αριστερά να βρει µια πόρτα, ένα καταφύγιο για να περάσει τη βραδιά του και να κοιµηθεί.
Τότε είδε σε µια µακρόστενη αυλή στο βάθος ανοιχτή µια πόρτα κι από µέσα να κάθεται µια γριά µαυροντυµένη, µπροστά στο τζάκι. Προχώρησε, µπήκε µέσα και είπε καλησπέρα στην οικοδέσποινα. Η γριά δεν απάντησε, δεν φοβήθηκε ούτε και γύρισε να τον κοιτάξει, λες και δεν υπήρχε µπροστά της ο επισκέπτης.
Ο Καζαντζάκης έβγαλε το σακάκι του και το κρέµασε µουσκεµένο σε µια καρέκλα µπροστά στη φωτιά για να στεγνώσει. Η γριά, ούτε µατιά, ούτε µιλιά, συδαύλιζε µε ένα σίδερο τη φωτιά για να φουντώσει.
Στον τοίχο κολλητά ήταν ένα τσιµεντένιο µιντέρι. Εκεί πήγε και έγειρε το κορµί του ο συγγραφέας µας για να κοιµηθεί. Η νύχτα δεν άργησε και σε λίγο τα βλέφαρα του πρωταγωνιστή µας βάρυναν και τον πήρε ένας ύπνος βαρύς και γλυκός σαν µέλι. Η γριά και η νύχτα µείνανε ασυγκίνητες, έτσι που ο Καζαντζάκης νόµισε προς στιγµήν πως η γριά είχε µάλλον σαλέψει.
Οι ώρες κύλισαν γρήγορα, η βροχή έξω σταµάτησε και το χάραµα έφτασε θριαµβευτικά και χαρµόσυνα. Πέρασε την πόρτα του σπιτιού και σταµάτησε πάνω στα βλέφαρα του συγγραφέα µας. Εκείνος ξύπνησε, τέντωσε λίγο το κορµί του για να ξυπνήσει καλά και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Η γριά έδειξε κι αυτή να ξύπνησε από το φως της µέρας και σε λίγο έφερε στον απρόσκλητο µουσαφίρη της µια τσανάκα µε γάλα και ψωµί φρέσκο και σταρένιο όλο νοστιµιά. Κουβέντα καµία.
Ο Καζαντζάκης το καταβρόχθισε σε ελάχιστο χρόνο κι άρχισε να φοράει το σακάκι του, που στο µεταξύ είχε στεγνώσει τελείως. Η γριά πάλι δεν έβγαλε µιλιά από το στόµα της, µόνο κατάλαβε πως ο νυχτερινός επισκέπτης κάτι προσπαθούσε να της πει. Ο συγγραφέας µας αισθάνθηκε µέσα του την ανάγκη να βρει τρόπο να ευχαριστήσει τη γριά για τη ζεστή και τόσο ανθρώπινη φιλοξενία της. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε από µέσα τα περισσότερα χρήµατα που είχε και τα πρότεινε στην µαυροφορεµένη γυναίκα.
Η γριά τον κοίταξε γρήγορα στα µάτια, έκανε µισό βήµα πίσω και του έσπρωξε µε αποφασιστικότητα το χέρι προς τα πίσω, λέγοντας αυτή τη φορά µε σίγουρη φωνή:
– Άντε στο καλό παιδί µου, εγώ µόνον ξέρω τι µου προσέφερες όλη νύχτα απόψε, από τη µέρα που πέθανε ο άνδρας µου – πάνε κάµποσα χρόνια τώρα, από τότε έχω να κάνω τόσο γλυκό και ήρεµο ύπνο όλη την νύχτα. Άντε στο καλό!
Ο Καζαντζάκης δεν άντεξε, βούρκωσε, φίλησε σταυρωτά τη γριά, βγήκε στο δρόµο και χάθηκε στα σοκάκια του χωριού!
Νίκος Καζαντζάκης
Για την αντιγραφή





































































































