Από τη στήλη ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ – Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Πού είχαμε μείνει στο προηγούμενο; Α, ναι. Στη Μεγάλη Εβδομάδα, κατά τη διάρκεια της οποίας τα παλιά χρόνια οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τηρούσαν ένα πένθιμο πρόγραμμα παίζοντας κλασική μουσική, όλη μέρα μέχρι το Μ. Σάββατο το βράδυ.
Πέρασε λοιπόν, η Μ. Εβδομάδα, πήγαμε και στην Ανάσταση και καθίσαμε μέχρι της 2.35 το πρωί που ολοκληρώθηκε η Ακολουθία, αφού η μαγειρίτσα μπορούσε να περιμένει. Και την άλλη μέρα, πήγαμε στο κτήμα του μπατζανάκη και φάγαμε το καθιερωμένο ψητό αρνί. Στο φούρνο βέβαια, αφού ποιος κάθεται στην εποχή μας να σκάβει λάκκο, να τον γεμίζει κάρβουνα, να τα ανάβει, να τα αερίζει για να πιάσουν, να περνάει το αρνί στη σούβλα, να το δένει (μη σπάσει η ράχη), να το πασαλείβει με λάδια και να το γυρίζει μέχρι να τρυπάει το πιρούνι τη σάρκα του, οπότε όλοι αρχίζουν το τσιμπολόγημα. Όλοι εκτός από τους βίγκαν και τους ζωόφιλους, που ξέχασα να τους προειδοποιήσω ότι θα είχα σκληρή περιγραφή του εθίμου. Διότι άλλο να το βλέπεις να βελάζει και άλλο να σου το περιγράφουν σουβλισμένο να σιγοψήνεται, κατά το έθιμο πάντοτε.
Ήρθε που λέτε το ταψί από το φούρνο, αφού μας τηλεφώνησε ο φούρναρης «Έτοιμο, ελάτε να το πάρετε» και πέσαμε με τα μούτρα, διότι ήταν νοστιμότατο το άτιμο. Τόσο που δεν προλάβαμε να τσουγκρίσουμε ούτε τα αβγά «Χριστός Ανέστη», ο ένας «Αληθώς Ανέστη» η άλλη και τσαφ «Σε έσπασα, γύρνα το κι αλλιώς τώρα» και να κλείνει η μαμά τα αυτιά του μικρού παιδιού, φοβούμενη μη πετάξουμε καμιά σεξιστική φράση, σαν αυτή που υπονοούσε με τακτ και ο κ. Ζαμπούνης στη διαφήμιση.
Εν τω μεταξύ, δεν είχαμε βάλει και το ραδιόφωνο (ούτε το spotify στα smartphone) να παίζει δημοτικά τραγούδια. Ποιος παίζει δημοτικά σήμερα και ποιος να χορέψει άλλωστε; Αυτά τα φολκλορικά είναι για όταν φτάνει η κάμερα της τηλεόρασης στην πλατεία του χωριού. Δεν είμαστε για τέτοια τώρα. Ανακατέψαμε τα αυγά με τη μαρουλοσαλάτα, φάγαμε καλά-καλά, ήπιαμε κρασάκι μερικοί, κόκα κόλα διαίτης μερικές (άκου «διαίτης»… όταν έχουν ντερλικώσει προηγουμένως μαζί με τις πέτσες και τα γλυκάδια και από μια γαβάθα τζατζίκι), ήπιαμε τα χάπια για τη χοληστερίνη οι μεγαλύτεροι (προληπτικά, πάντοτε) και μετά χτυπήσαμε και μια τούρτα παγωτού για να βοηθήσει τη χώνεψη.
Τέλος, βάλαμε στην καφετιέρα μερικά εσπρέσο και οι άντρες αισθανθήκαμε σαν τον Τζορτζ Κλούνεϊ και τον Ζαν Ντιζαρντέν στην άλλη διαφήμιση και λέγαμε μεταξύ μας με αμερικάνικη προφορά και το κατάλληλο ύφος «Τζοοορτζ», «Τζοον» και έκλεισε χαρούμενα η μέρα. Και του χρόνου.