Επιμέλεια Λία Βαλάτα – Τσιάμα: Ιστορικός – Ερευνήτρια
Έχει μείνει στα χέρια μου – από το πατερομητρικό σπίτι – ένα «λεύκωμα» γελοιογραφιών του Φωκίωνα Δημητριάδη. Συνολικά ταλαιπωρημένο, φέρει ακόμα κάποια τραύματα στο εξώφυλλό του από τις παιδικές μου απόπειρες να ζωγραφίσω το σύμπαν, ακόμα κι όταν το κομμάτι του σύμπαντος που έπεφτε στα χέρια μου δεν ήταν φτιαγμένο για τον σκοπό αυτό. Κάτι που με κάνει να σκεφτώ πόσο «ανήλικοι» είναι όσοι γράφουν σήμερα σε τοίχους.
Αυτό το λεύκωμα το ξεφυλλίζαμε όλοι και εγώ επίσης μετά μανίας. Τα σκίτσα τα θυμάμαι ένα προς ένα. Όταν έμαθα να διαβάζω, διάβασα και το σημείωμα του Φωκίωνα Δημητριάδη στο τέλος τού λευκώματος. Ένα σκίτσο όμως με εντυπωσίαζε και με εντυπωσιάζει ακόμα.
Πριν μάθω να διαβάζω, στεκόμουν με δέος σε εκείνη τη σελίδα (Εικόνα), με τη μισοθαμμένη φασματική φιγούρα που κοιτούσε μια παρέα να τρωγοπίνει γύρω από ένα μισοκρυμμένο τραπέζι. Μετά, όσο περνούσαν τα χρόνια, το δέος μου μεγάλωνε. Αυτό το «Γι’ αυτό λοιπόν σκοτώθηκα;» με στοίχειωνε και εξακολουθεί να με στοιχειώνει ακόμα.
Και σήμερα, 28η Οκτωβρίου και πάλι, θέλω να το μοιραστώ με τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ. Όχι για να μαυρίσω την καρδιά κανενός, αλλά έτσι, σαν ένα ακόμα «ρητορικό ερώτημα» που όπως και του Άμλετ («να είναι κανείς ή να μην είναι») δεν έχει απάντηση.
Δεν έχω να πω τίποτα σημαντικό.
Το μόνο που μπορώ να κάνω, ως απάντηση στο ερώτημα αυτής της τραγικής φιγούρας του Φωκίωνα Δημητριάδη, είναι να βάλω (όπως κάνω κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες) την ελληνική σημαία στη βεράντα μας.
27 Οκτωβρίου 2019.