Επιμέλεια: Λία Βαλάτα – Τσιαμα: Ιστορικός – Ερευνήτρια
«Αν ένας άνθρωπος υπήρξε το αδιαμφισβήτητα αγαπημένο παιδί της μητέρας του, διατηρεί σε όλη του τη ζωή το αίσθημα θριάμβου, την πίστη στην επιτυχία που συχνά οδηγεί πραγματικά στην επιτυχία» έλεγε ο Φρόιντ. Και έχει αποδειχθεί πως όταν το πρώτο καθρέφτισμα στα μάτια της μάνας, σου αντιγυρίζει μια εικόνα εμπιστοσύνης, αγάπης, πίστης, τότε τα βήματά σου στη ζωή είναι σταθερά, δυνατά, επιτυχημένα. Η αγάπη της μάνας, απέραντη, ανιδιοτελής, ακούραστη, αγνή, μεγαλόψυχη, ταξιδεύει και μοσχοβολά μέσα στους αιώνες, χωρίς να γνωρίζει χρόνο, τόπο, ηλικία, χωρίς να την επηρεάζουν οι συνθήκες, οι περιστάσεις οι εποχές. Πάντα ίδια, πάντα αληθινή, γιατί μάνα είναι η ευθύνη που αγρυπνά, η φτερούγα που προστατεύει, η δύναμη που απαρνιέται τον εαυτό της, που ξέρει να συγχωρεί, να δίνει, να υπάρχει παντού και πάντα. Μια παρουσία με κυριαρχικό ρόλο στη ζωή μας, που υπάρχει μέσα μας, ακόμα κι αν έχει φύγει, σαν εικόνα τρυφερή, σαν μυρωδιά, σαν χαμόγελο, σαν χάδι, μια καθοριστική ευεργετική παρουσία! Γιατί μάνα είναι ν’ αγαπάς, αυτό μόνο, χωρίς όρια, χωρίς ανταπόδοση!
Πολλοί συγγραφείς και ποιητές έχουν αναφερθεί με συγκινητικά λόγια στην αγάπη της μάνας. Αφιερωμένα στις μανάδες του χθες και του σήμερα, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το ποίημα του ποιητή Γιάννη Ρίτσου «Ορέστης» και ένα απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του μεγάλου συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, έτσι όπως αυτοί ένιωσαν, φύλαξαν στην καρδιά τους και μας μετέφεραν με ευαισθησία τη δική τους καταγραφή για τη μητρική αγάπη.
…Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα.
Με υπομονή, μ’ αντοχή, με όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύονταν όλες τις ελπίδες.Είχαν γίνει πάππου προς πάππου ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους,την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοερχόταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, και όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι νεράιδα, συλλογιζόμουν, κοιτάζοντάς την σιωπηλά…
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Kαθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα. Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσχομύριζε. Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία. Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι,σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό. Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε. Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού…
Νικος Καζαντζάκης
(Αναφορά στον Γκρέκο, Απόσπασμα)
Κ’ η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως: «μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο», mή: «ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος», ή: «θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες», ή: «μου διαφεύγει μια νότα από την ευωδιά της νύχτας», και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει.
Αυτή η βαθειά της κατανόηση κ’ η τρυφερή της επιείκεια για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση) – τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνεια της, αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της, με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου, καθώς άναβε την κρεμαστή λάμπα της τραπεζαρίας, κ’ είταν εκεί φωτισμένη απ’ τα κάτω, μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό στο εύγραμμο πηγούνι της και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας, nμην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο.
Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της -πάντα φοβόμουνα μήπως χαθεί μέσα απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα- όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απέξω τα υπέροχα, βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική και ανάλαφρη σα να μετακινούσε τρία τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου, σα να έβαζε να φιληθούν δυό μαργαρίτες πλάι στην κρήνη ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργικά δυό σκυλιά να κάνουν έρωτα καταμεσίς του σκονισμένου δρόμου σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι. Τόσο απλή και πειστική είταν η μητέρα και δυνατή μαζί, επιβλητική κι ανεξερεύνητη.
Γιάννης Ρίτσος
(Ορέστης, Απόσπασμα)
Στην φωτογραφία αριστερά: Αιμιλία Ζαγκλή, η μάνα μου
21 Φεβρουαρίου 2001 – 21 Φεβρουαρίου 2019 18 χρόνια απουσιάζει, μα είναι πάντα παρούσα…
Χ.