Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου, Διηγηματογράφος.
Πολλά αλλάζουν μέσα στο χρόνο, εκτός από τη σχέση του Έλληνα με τη θάλασσα. Μια σχέση αγάπης και σεβασμού, μόχθου, θυσιών και αυτοθυσιών. Αιώνιος θαρρείς δεσμός, γεμάτος γοργόνες και αλμυρά τελώνια, μύθους, σκουριά και αλάτι, προκαταλήψεις, πλούτο και μεγαλείο. Στα 5.000 χρόνια ιστορίας, η μαγική λέξη δεν είναι ναυτιλία, αλλά ναυτοσύνη.
Φαίνεται πως κι εγώ, μεθώ με την ιδέα κάποιου ταξιδιού, γιατί τις ώρες αιχμής του γραφείου, με φαντάζομαι σε κάποια κουπαστή να γεύομαι το πέλαγος με την αλμύρα του να γλιτσιάζει στ’ ακροδάχτυλά μου. Και μια και δεν ελπίζω κάτι τέτοιο να συμβεί σύντομα, λατρεύω να τριγυρνώ στα παλιατζίδικα του Πειραιά και να αγγίζω ταξιδεμένα αντικείμενα αλλοτινών καιρών, ξεχασμένα στις γωνιές τους, μια και θυμίζουν τα ταξίδια και την ποίηση του Καββαδία.
«Δεν μπορεί να δει άνθρωπος σε στεριά και θάλασσα κανένα πράγμα που να ‘χει τη μεγαλοπρέπεια ενός καραβιού με πανιά, την ώρα που αρμένιζε στα όρτσα, βάζοντας μπάντα με φρέσκο αγέρα” έγραψε κάποτε ο Φώτης Κόντογλου.
Με αυτή τη φράση στο μυαλό μου μπήκα σε ένα μεγάλο υπόγειο, γεμάτο παλιά, ταξιδεμένα ναυτικά αντικείμενα. Καλογυαλισμένες πυξίδες σε ξύλινα κουτιά, αστρολάβοι, καραβάκια με πανιά, στραπατσαρισμένοι εξάντες, μαχαιροπήρουνα αταίριαστα και τσάσκες, γέμισαν το μάτι μου. Μια εικόνα σκοτεινή του Αϊ-Νικόλα σε μια γωνιά, με παρατηρεί όπου σταθώ. Πλάι του, ένα ξεθωριασμένο θυμιατό κι ένα σβηστό καντήλι. Κάτω από ένα παλιό τραπέζι, σκοινιά και δίχτυα κουβάρι. Και σαν νάταν η ιδέα μου, μια μυρωδιά θαλασσινή, θαρρείς παράξενη αύρα, δρόσιζε το μυαλό μου.
Πίσω μου σε μια καρέκλα καθόταν ένας γεράκος, σουφρωμένος και ξερακιανός. Το πρόσωπό του χίλιες ρυτίδες και στο κεφάλι του ένας μαύρος σκούφος. Όταν σηκώθηκε, παρά την ηλικία του διέκρινε κανείς ένα σβέλτο, λιπόσαρκο κορμί.
– Να βοηθήσω; ρώτησε.
– Καλησπέρα, να.. χαζεύω για την ώρα.
Τα μάτια μου αχόρταγα, περιεργάζονταν χάρτες στον τοίχο, σκίτσα και ζωγραφιές από παλιά σκαριά. Ώσπου στην πιο σκοτεινή γωνιά, ένας όγκος κρεμασμένος στον τοίχο τράβηξε την προσοχή μου.
Μια μεγαλόσωμη γυναίκα φτιαγμένη από ξύλο, στέκει γερμένη προς τα εμπρός. Το φόρεμά της ολόμαυρο θαρρείς ανεμίζει. Το αριστερό της χέρι προτεταμένο σαν κάπου να δείχνει. Οι καστανές της μπούκλες απλώνονται φιδίσια στον άσπρο της λαιμό, ξεφεύγοντας από μια περικεφαλαία που θύμιζε την θεά Αθηνά. Το βλέμμα της γλυκό, το ίδιο και το απαλό χαμόγελό της. Το πλούσιο στήθος της μένει σφιγμένο στο μαύρο φόρεμά της. Αν τη φυσούσαν χίλιοι άνεμοι δεν θα στεκόταν τόσο φυσική μπροστά μου, κοιτάζοντας κάπου μακριά στο άπειρο.
– Τι είναι αυτό, ρώτησα απορημένος. Το πουλάτε;
Ο γεράκος με κοίταξε παραξενεμένος. “Τη γοργόνα να πουλήσω; Το ακρόπρωρο ; Μάλλον αστειεύεσαι.. άσε μας αγόρι μου” είπε, λες και απευθυνόταν σε ανίδεο.
– Συγγνώμη, αλλά νόμιζα.. Εδώ δεν πωλούνται όλα ;
– Όλα ναι, εκτός από αυτήν. Η γοργόνα αγόρι μου στα παλιά ιστιοφόρα ήταν πράμα ιερό. Πουλιέται ; Αυτή και τα ιστία κρατούσαν τους ναυτικούς ζωντανούς, μέσα σε θύελλες της θάλασσας και της ψυχής. Η πλώρη μας ήταν το πιο ιερό κομμάτι του σκαριού. Αυτή μας έδειχνε το δρόμο, αυτή μας γοήτευε. Πίσω απ’ τη γοργόνα είχαμε τον Αϊ-Νικόλα. Και πριν από μάς πόσοι! Ήταν η μάνα μας, η οδηγήτρα μας, πως να στο πω.. ήταν η ταυτότητά μας. Που να πάει το σκαρί χωρίς ακρόπρωρο και πανιά ; Κι αν κάποιο έμενε παρατημένο, φυλάγαμε τη γοργόνα του σπίτι μας. Σπίτι μας!!! Πουλιέται η γοργόνα ; Τι λες τώρα, αλλά σαν στεριανός όλα τα μεταφράζεις σε λεφτά.
– Δεν τα ήξερα αυτά, λυπάμαι πολύ. Απλώς απόρησα με το μέγεθος και την ομορφιά της.
– Παλιά, οι καραβομαραγκοί, έπαιρναν εντολή να φτιάξουν ένα σκαρί που θα είχε τον ιδιοκτήτη του για καπετάνιο. Το ξέρεις αυτό. Σ’ όλα τα νησιά έτσι γινόταν. Μέσα στις εντολές ήταν και η γοργόνα. Μα θές να μοιάζει στην κόρη του καπετάνιου; στη γυναίκα του; στην Παναγιά; εντολή κι έπρεπε να το φτιάξουν! Αυτοί ξέρανε πιο καλά από καλλιτέχνες, να σκαλίσουν στο ξύλο την ψυχή του σκαριού. Και μ’ αυτή τη γοργόνα οδηγό, ξεκινούσαμε τα ταξίδια. Με την κυρά μας στην πλώρη σαλπάραμε.
Ήμουν ανίδεος τελικά. Κάθε λέξη του στάλαζε θάλασσα στην ψυχή μου. Για δες που έχουν δίκιο να λένε πως οι θαλασσινοί ήταν και προληπτικοί, αλαφροΐσκιωτοι, ίσως θρησκόληπτοι, άλλοτε ρισκαδόροι, μα πάντα πιστοί σε μιαν αγάπη. Τη θάλασσα.
– Και γιατί τόσο όμορφη γυναίκα τη ντύσανε στα μαύρα ; Έχω δει κι άλλα ακρόπρωρα, με χρώμα. Με ξανθά μαλλιά, γαλάζια φορέματα.. που φάνταζαν όμορφα καρφωμένα στην πλώρη.
– Γιατί, τούτη δω, έχει ιστορία. Μπα.. ούτε καν νησιώτης δεν είσαι. Ούτε αυτό το ξέρεις. Άιντε να στο μάθω. Στα διάφορα σκαριά, ένας ήταν ο καπετάνιος. Πάντοτε. Και σαν φαινόταν η γοργόνα στον ορίζοντα όλοι ξέρανε πως γυρίζει πίσω, γερός, με παράδες και λεβέντης, ακόμη μια φορά. Μην βλέπεις τώρα. Τότε δεν ήταν σίγουρο πως θα γυρίσει ο ταξιδευτής. Το σκαρί που είχε αυτή τη γοργόνα, λεγόταν “Αθηνά”. Το όνομα της καπετάνισσας. Μ’ αυτήν αντάμα ταξίδευε τα πέλαγα ο καπετάν Μηνάς. Μια μαύρη νύχτα στο νησί, έφυγε από την καρδιά του. Τι θάνατος κι αυτός, μακριά από την αλμύρα! Και η καπετάνισσα, μας διέταξε να βάψουμε τη γοργόνα μαύρη. Κι ήταν τόσο το πένθος της που έβαψε και τα παραθυρόφυλλά της κατάμαυρα. Θρήνος τότε. Παιδί ήμουνα, και μου χάραξε τη μνήμη. Κι έμεινε το σκαρί του, κουφάρι. Ούτε το πούλησαν ούτε τίποτα. Πήρε τη γοργόνα ο πατέρας μου, τη φύλαξε. Κι έτσι ξέμεινε σ’ εμένα. Δεν πουλιέται αγόρι μου αυτή η καπετάνισσα. Έμεινε πιστή στη μνήμη του όλη τη ζωή της. Όπως είχε μείνει κι αυτός πιστός στη θάλασσα. Στο νησί μας. Και κάθε που τη βλέπω, τους θυμάμαι. Και μαζί τους, θυμάμαι το νησί μου και τη θάλασσα, που δεν ήτανε γραμμένο να τη χαρώ, παρά για λίγα χρόνια. Ξώμεινα στη στεριά. Κουφάρι κι εγώ.
– Ευχαριστώ, είπα χαμηλόφωνα, με σεβασμό.
– Στο καλό να πάς, είπε και με χτύπησε ελαφρά στην πλάτη. Κι αν μπορέσεις μια μέρα να μπαρκάρεις, μην αψηφήσεις αυτό που λέει η καρδιά σου. Βλέπω τη λαχτάρα στα μάτια σου. Μη γεράσεις στεριανός, θα μαραζώσεις. Την καρδιά σου ν’ ακούς. Δεν λαθεύει. Μάνα μας, είναι η θάλασσα! Να το θυμάσαι!