Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη, Φιλόλογος
Η ΑΝΕΜΩΝΗ
Ένας βράχος στα βουνά
συλλογιέται μοναχός του
Ένα ρυάκι, που περνά,
κάτι τραγουδάει εμπρός του
Μια ανεμώνη, που ανθεί
απ’ τον βράχο βλαστημένη,
να νοήσει προσπαθεί
το τραγούδι τι σημαίνει.
Κι όλο σκύφτει, πιο πολύ
μακριά απ’ το στήριγμά της:
Τι τραγούδι να λαλεί
ο τρεχάμενος διαβάτης;
Τραγουδά για μια αγκαλιά
που με πόθον ανοιγμένη,
σε χρυσήν ακρογιαλιά
μέρα νύχτα τον προσμένει.
Αχ, κι ας ήμουν, λέγει, εγώ
κείνη που θα τ’ αγκαλιάσει!
Και το ρεύμα το γοργό
σκύφτ’ η δύστυχη να φθάσει.
Μα, σαν έσκυβ’ έτσι δα,
το νερό με την ορμή του
τα φυλλάκια της μαδά,
τα κατρακυλά μαζί του!
Τώρα στέκει μαδητή,
Με τα δάκρυα, στο μάτι.
Διατί, αχ! διατί
ν’ αγαπήσ’ ένα διαβάτη;…-
Ποίηση Γεωργίου Βιζυηνού, 27-8-1882
Μουσική Χρήστου Στρουμπούλη
Ερμηνευτής ο βαρύτονος Νίκος Μοσχονάς
Διαβάτης πάντοτε και ο Γεώργιος Μ. Βιζυηνός. Από τη γενέθλια κωμόπολη Βιζύη της τουρκοκρατούμενης Ανατολικής Θράκης μέχρι τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και φυσικά την Αθήνα. Το Μάρτιο του 2015 ταξίδεψε ξανά στις ακτές του Βοσπόρου ως τιμώμενη προσωπικότητα του ετήσιου Μαθητικού Συνεδρίου με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Τον τέταρτο χρόνο ζωής του ωραίου θεσμού, τριακόσιοι είκοσι μαθητές και καθηγητές της Πόλης, της Ελλάδας και της Κύπρου «προσκάλεσαν» τον σημαντικό λογοτέχνη του 19ου αιώνα. Θέλησαν να τον γνωρίσουν στην πολιτεία που έζησε πολλά χρόνια ως παιδί, έφηβος και νέος, σε συνδυασμό με την προσέγγιση του έργου του.
Στα πρώτα βήματα της ελληνικής διηγηματογραφίας
Το 1879, το περίφημο μυθιστόρημα – χρονικό «Λουκής Λάρας» του Δημητρίου Βικέλα, έδωσε «το σύνθημα» της στροφής των πεζογράφων στην ελληνική πραγματικότητα, που μέχρι τότε αγνοούσαν τα κυρίαρχα αφηγηματικά πρότυπα, προσκολλημένα σε ρομαντικές υπερβολές χωρίς ουσιαστικό ελληνικό ενδιαφέρον. Ο ποιητής Βιζυηνός, ίσως παρακινημένος από τον ίδιο τον Δ. Βικέλα, ακολούθησε με διηγήματα μνήμης κυρίως από την παιδική και νεανική ηλικία του στη Θράκη. Συγχρόνως, η πρωτόγνωρη διάσταση της ψυχογραφίας που διέκρινε τα λογοτεχνικά του πρόσωπα καθώς και τον ίδιο ως δραματικό αφηγητή, ανέβασε, όντως με καταπληκτικό τρόπο, το επίπεδο της νεογέννητης ελληνικής διηγηματογραφίας. Ο Βιζυηνός αναδεικνυόταν πατέρας του ψυχογραφικού διηγήματος της λογοτεχνίας μας.
Πολύ ωραίο, επομένως, ό,τι συνέβη πρόσφατα στην «πανώρια Βοσπορίτισσα, τη μία» των στίχων του Κωστή Παλαμά. Οι νεαροί σύνεδροι, μαθητές και μαθήτριες, με τη συμπαράσταση πρώτα των δασκάλων τους και κυρίως με το ενδιαφέρον τους, απέκτησαν σημαντική γραμματολογική γνώση, αγνοώντας δε διαδικτυακά στερεότυπα και υπερβαίνοντας την αρχαΐζουσα γλώσσα του, ακολούθησαν τον «μοναδικό, τον άφταστο» Γ. Βιζυηνό. Κατά το δυνατόν, ως συνομιλητή της ανθρώπινης ψυχής, ως λυρικό διαβάτη στα ποιητικά ή πεζά του κείμενα αλλά και ως σχολιαστή διαχρονικό με εύστοχο χιούμορ.
Τα παιδιά βέβαια ευνόησε και τύχη αγαθή. Ειλικρινής είναι, η έκφραση τιμής προς τους εμπνευστές των εαρινών συναντήσεων, δηλαδή προς το Ζωγράφειο Λύκειο της Πόλης και τα εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη της Θεσσαλονίκης καθώς και προς τους ομογενείς συμπαραστάτες της όλης προσπάθειας, με επικεφαλής το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Η μεγάλη περιήγηση του Γεωργίου Βιζυηνού
Παιδί βαθιά τραυματισμένο από το θάνατο του πατέρα του, τελειώνει το δημοτικό σχολείο της Βιζύης και, στα δέκα χρόνια του, βρίσκεται μαθητευόμενο ραφτόπουλο στην Πόλη υπό συνθήκες τυραννικής καταπίεσης, αλλά παρά τις δυσχέρειες της νεανικής ζωής του εξακολουθεί «να θέλει Γράμματα». Με τη συμπαράσταση Ελλήνων της Διασποράς, φοιτά στην εξαιρετική Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας, αργότερα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και από το 1873 μέχρι το 1884 έχει την άπλετη οικονομική υποστήριξη του Κωνσταντινουπολίτη τραπεζίτη Γεωργίου Ζαρίφη.
Έχοντας αλλάξει ιδίως το επώνυμό του από Γεωργής Μιχαηλίδης είναι ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο μετέπειτα φοιτητής των Πανεπιστημίων της Γοτίγγης, της Λειψίας και του Βερολίνου από το 1875, που σπουδάζει Φιλοσοφία και Ψυχολογία κοντά σε ονομαστούς Γερμανούς καθηγητές.
Πνεύμα δημιουργικό, επιλέγει «Το παιδικό παιχνίδι σε σχέση με την Ψυχολογία και την Παιδαγωγική» ως θέμα της διδακτορικής διατριβής του, προκειμένου να του απονεμηθεί ο τίτλος του διδάκτορα της Φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Γοτίγγης και η πρωτοποριακή εργασία του δεν περνά απαρατήρητη από τη διεθνή βιβλιογραφία τη σχετική με το παιχνίδι της παιδικής ηλικίας. Στην αρχή του επιστημονικού έργου του, εκδηλώνει την αγάπη του για το παιδί, που εκφράζει αργότερα στα περισσότερα από εκατόν πενήντα παιδικά του ποιήματα. Το 1885 ανακηρύσσεται παμψηφεί Υφηγητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δεν εκλέγεται όμως Καθηγητής της έδρας με το ίδιο αντικείμενο. Η αποτυχία ίσως συνδέεται και με την αντιπάθεια προς το πρόσωπό του εκ μέρους των γνωστών υπεραντιδραστικών πανεπιστημιακών, επειδή πεποίθησή του είναι ότι η δημοτική γλώσσα αποτελεί προϋπόθεση της ελληνικής πνευματικής προόδου. Αλλά και λόγοι υγείας δεν του επιτρέπουν να διδάξει ως υφηγητής.
Μετά το θάνατο του προστάτη του Γ. Ζαρίφη το 1884, κάτοικος Αθηνών ο Βιζυηνός αντιμετωπίζει όχι μόνο πρόβλημα οικονομικής επιβίωσης. Οι Αθηναίοι της δεκαετίας του 1880, και με τις ελληνικές, διαχρονικές προκαταλήψεις εναντίον των ξένων, ακόμη και των ομογενών συμπολιτών τους, δεν βλέπουν τον γνωστό επιστήμονα και λογοτέχνη, αλλά τον, μέχρι το τέλος του φτωχό, «τουρκομερίτη» παρείσακτο, που δεν σταματούν με μικροπρέπεια να σχολιάζουν. Η καταγγελία αυτής της συμπεριφοράς έρχεται πολύ αργά για τον Βιζυηνό. Διορίζεται καθηγητής των φιλοσοφικών μαθημάτων στη Βαρβάκειο Σχολή από τον Χαρίλαο Τρικούπη, χάνεται η θέση επί Δηλιγιάννη και εξασφαλίζει ένα εισόδημα από ενασχολήσεις και συνεργασίες, σχετικές με τις γνώσεις του. Το 1891 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών, στην οποία εργάζεται με γνώση και σύστημα, όπως αποδεικνύουν οι μελέτες στη βάση των παραδόσεών του, που άφησε ανέκδοτες, με εξαίρεση την πραγματεία «Ερρίκος Ίψεν». Δυστυχώς, όμως, πολύ σύντομα απομένει ανολοκλήρωτο το ελπιδοφόρο επιστημονικό, κριτικό και λογοτεχνικό έργο του.
Ο ποιητής Βιζυηνός
Με ενδιαφέροντα και μελέτες από τη Φιλοσοφία μέχρι τη μουσική του Μπετόβεν, ένας από τους περισσότερο καλλιεργημένους Έλληνες του 19ου αιώνα ο Βιζυηνός, πρώτα ποιητής αισθανόταν. Ίσως γιατί και ως διηγηματογράφος, δεν έπαυε να είναι γνήσιος ποιητής. Ωστόσο, άνιση υπήρξε η κριτική αντιμετώπιση του ποιητικού έργου του. Πολύ επικριτική κατά την πρώτη ποιητική του περίοδο, την οποία χαρακτήριζε η επήρεια της φαναριώτικης παράδοσης, μέχρι και κάποτε εγκωμιαστική, όταν είχε μεταβεί στο δεύτερο στάδιο της ποίησής του. Η τεχνική του κρίθηκε ότι παρουσίαζε προβλήματα, ωστόσο εκτιμήθηκε η εσωτερική μορφή των στίχων του και το γεγονός ότι άφηναν στον αναγνώστη αναμνήσεις ειλικρινούς συναισθηματισμού. Σημειώνουμε ότι, απροκατάληπτη η νεότερη έρευνα, δεν έχει συμφωνήσει με τις αρνητικές κρίσεις του παρελθόντος για τα «παιδικά» ή «σατιρικά» ποιήματα του Βιζυηνού.
Αναμφισβήτητα, κύρια προσφορά του Θρακιώτη λογοτέχνη είναι το αναλυτικό διήγημα. Συγκίνησε όμως και συνεχίζει να συγκινεί σε ξεχωριστά σημεία της ποιητικής πορείας του, όπως όταν έγραψε το ωραίο ποίημα «Νοσταλγία», που περιλαμβάνουν οι Ανθολογίες Νεοελληνικής Ποίησης. Και επειδή πρέπει να γνωρίσουμε καλύτερα τον Βιζυηνό, μάλλον θα μας βοηθούσαν οι εντυπώσεις των νεαρών συνέδρων της Πόλης, εάν τυχόν είχαν διαβάσει το σατιρικό και δυστυχώς επίκαιρο ποίημα του «προσκεκλημένου» τους, με τον περίεργο τίτλο «Άρες, μάρες, κουκουνάρες»:
…Πήγαινε εις τα γραφεία των εφημεριδογράφων,
και ενώ θα εύρεις όλους ως φαντάσματα των τάφων,
ρώτησέ τους, η Πατρίς μας αν θ’ αναστηθεί, και πότε.
Ξεύρεις τι θα σ’ απαντήσουν άπαντες ως πατριώται;
Άρες, μάρες, κουκουνάρες,
μια χαρά και δυο τρομάρες!
…
(Από τη βραβευμένη συλλογή
«Άρες, μάρες, κουκουνάρες»
και αργότερα «Βοσπορίδες αύραι» του 1876.
Οι ποιητικές «Ατθίδες αύραι»
κυκλοφορούν το 1883)
Του Βιζυηνού τα «θρακιώτικα πρόσωπα
και πράγματα γίνονται πανανθρώπινα…».
Κυριακή Μαμώνη, 1966
Η πιθανή παρότρυνση του Δ. Βικέλα και το αφηγηματικό στοιχείο που μεταξύ των άλλων διακρίνει τον Θρακιώτη ποιητή, οδηγούν στην πρωτοποριακή διηγηματογραφία του, με έντονη τη δραματικότητα. Το 1883, για πρώτη φορά δημοσιεύεται διήγημά του μεταφρασμένο στη Γαλλία και αμέσως μετά στο αθηναϊκό περιοδικό Εστία, με το γνωστό τίτλο «Το αμάρτημα της μητρός μου». Στο θρακικό, ηθογραφικό σκηνικό, το διήγημα αποτελεί μελέτη ενοχής που βασανίζει επί δεκαετίες τη μητέρα του συγγραφέα, διότι ένα αθέλητο λάθος της έγινε αιτία να χαθεί το νεογέννητο κοριτσάκι της. Ο θάνατος και του δεύτερου κοριτσιού της οικογένειας φέρνει τη μητέρα μέχρι τον παραλογισμό και τη φρίκη του μικρού, έντρομου αγοριού της, δηλαδή του Βιζυηνού, αλλά και ύστερα από πολλά χρόνια, η κριτική της για την αθωωτική προσπάθεια του Πατριάρχη που επισκέφτηκε στην Πόλη, είναι άξια προσοχής από τους ειδικούς επιστήμονες: « – Τι να σε πω, παιδί μου! Απήντησε η μητέρα. Ο Πατριάρχης είναι σοφός και άγιος άνθρωπος… Μα τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίσει, τι πράμα είναι το να σκοτώσει κανείς το ίδιο το παιδί του!…» Δραματικός ο Βιζυηνός ενδιαφέρει και το νεοελληνικό θέατρο, όπως τώρα που επαναλαμβάνεται σε αθηναϊκή σκηνή το «Αμάρτημα», με θεατρική μορφή και με υπόκρουση ποιήματά του, μελοποιημένα ειδικά για την παράσταση.
Ο τίτλος του διηγήματος «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» σκηνοθετεί την επί χρόνια ανεξιχνίαστη δολοφονία του Χριστάκη, αδελφού του ποιητή. Η φιλανθρωπία της μητέρας δίνει τη θέση της στη φυσική, αλλά άγρια διεκδίκηση της τιμωρίας του ενόχου, που για εκείνην θα παραμείνει άγνωστος. Κατά βάθος πάντοτε εξαιρετικά ευαίσθητη, μετατρέπεται σε πρόσωπο αρχαίου ελληνικού δράματος, όταν μέσα από την αστυνομική πλοκή του διηγήματος καταλήγει να περιθάλπει στο σπίτι της τον πράο Τούρκο Κιαμήλ, αλλά με σαλεμένα τα λογικά από τις τύψεις, χωρίς αυτή να μάθει ποτέ από τους δικούς της ότι, κατά τραγικότατη σύμπτωση, ήταν ο φονιάς του παιδιού της. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο έργο του Βιζυηνού το ιστορικό χάσμα Ελλάδας – Τουρκίας δεν είναι απαγορευτικό για τους Έλληνες και τους Τούρκους των καθημερινών σχέσεων.
Ψυχογράφημα με τον απόηχο του ρομαντισμού είναι το πρώτο μάλλον διήγημα που γράφει ο Βιζυηνός στο εξωτερικό, με τίτλο «Αι Συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας». Τραυματική η ιστορία επιβάλλει στον υπερβολικά συναισθηματικό Πασχάλη να αγνοήσει την ανυποψίαστη Κλάρα, με αποτέλεσμα την ερωτική παραφροσύνη της νεαρής Γερμανίδας, που ωστόσο κάποτε τραγουδά την «Ανεμώνη», το μικρό αριστούργημα του ποιητή-πεζογράφου. Ο αναγνώστης θαυμάζει και την έξοχη περιγραφή της γερμανικής φύσης, που αποτελεί φόντο της ιστορίας. Συνάμα διαπιστώνεται ότι ο νεαρός Βιζυηνός ευτύχησε να διδαχτεί την ελληνική γλώσσα από εξαιρετικούς δασκάλους. Όμως, οι παραπάνω σκέψεις δεν μετριάζουν τη θλίψη του διηγήματος, που υπογραμμίζεται από μια ψυχιατρική, προφητική παρατήρηση: «…Και έκλαια για την άσπλαχνη της φύσης απανθρωπία, που έκτισε σε ασθενέστατα θεμέλια τον όσο θαυμασιότατο, αλλά τόσο ακραία ανασφαλή μηχανισμό της διάνοιας των θνητών. Τίποτε, σκεπτόμουν μόνος μου, τίποτε δεν μας έχει δώσει καλό, αμέτοχο εκείνης της ιδιότητας, όταν μία και μόνη στιγμή είναι υπεραρκετή, για να μεταβάλει το καλό σε δυο και τρεις φορές κακό…» (Δυστυχώς μεταφέρεται στην καθομιλουμένη η καθαρεύουσα του παραθέματος).
Άραγε ποια από τα οκτώ διηγήματα του Βιζυηνού συγκέντρωσαν τις περισσότερες προτιμήσεις των παιδιών της Πόλης; Με γοργά βήματα προς την ενηλικίωση, μέσα από τη διεθνή, σύγχρονη φρίκη των πολέμων, υποθέσαμε ότι πρόσεξαν ιδιαίτερα το τελευταίο διήγημα του συγγραφέα, με τίτλο και υπότιτλο «Μοσκώβ Σελήμ. Η ιστορία ενός στρατιώτη». Ιστορία περιπετειών εξωτερικής και εσωτερικής ζωής, μεταξύ ρεαλισμού και ψυχογραφίας στα «κινηματογραφικά» τοπία της απανθρωπιάς αλλά και της συμπόνιας, που στοίχειωσαν τη ζωή του γενναίου, αλλά αδικημένου Σελήμ. Κατέληξε στο μίσος εναντίον των άγνωμων και αχάριστων συμπατριωτών του, στη λατρεία των Ρώσων εχθρών του κατά τους πολέμους στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα, διότι τον δέχτηκαν ανθρώπινα ως αιχμάλωτο και, στη συνέχεια ελεύθερος, ζούσε με το παράδοξο όνειρο της επιστροφής των Ρώσων στην Τουρκία. Παράταιρη φιγούρα ανθρώπου σε μια ερημιά και στην τρικυμία του νου του, ήταν ο Ρώσος, ο «Μοσκώβ Σελήμ» για τους κοντοχωριανούς του. Την ιστορία έκλεισε και πάλι εξαιρετικά ο Βιζυηνός, με τον ντοστογιεφσκικό του ήρωα, όταν νόμισε ότι κατέβαιναν οι Ρώσοι, να συγκλονίζεται, να υπακούει στη φωνή του αίματος και να πεθαίνει όχι Μοσκώβ, αλλά Τούρκος Σελήμ.
Πάντως πρέπει να έκρουσε τις ευαίσθητες χορδές των παιδιών το «Μόνον της ζωής του ταξίδιον», το διήγημα σαν ονειρόδραμα κατά τον Κ. Παλαμά. Πρόκειται πρώτα για τα φανταστικά ταξίδια του απάνθρωπα καταπιεσμένου παππού Βιζυηνού, που τα παρουσιάζει ως πραγματικά στον μικρό εγγονό του, για να ομολογήσει τελικά την αλήθεια και να κλείσει η καθηλωμένη ζωή του με το μόνο ολοκληρωμένο ταξίδι της, το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Γνώστης της ανθρώπινης ψυχής ο συγγραφέας, δεν ξέχασε την ακρωτηριασμένη ζωή χιλιάδων ανθρώπων.
Τέλος, πρέπει να διαθέτει ευλύγιστο ταλέντο εκείνος που θα διαβάσει σε ακροατήριο τη σύντομη, αλλά πολύμορφη αυτοβιογραφική ιστορία του Βιζυηνού, υπό τον τίτλο «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα», αφήνοντας τη φωνή να γλιστράει από το θαυμασμό στην απορία, από την αγανάκτηση στη διακωμώδηση, αλλά με κατάληξη τη σοβαρότητα. Έκθαμβο το Γιωργί της Βιζύης, όπως είχε βαπτιστεί ο Βιζυηνός, ενώπιον της ανθισμένης μηλιάς στον κήπο του, περιμένει από τον νέο του δάσκαλο να εξηγήσει τι είναι αυτό το θαυμάσιο δέντρο! Αλίμονο όμως, ο φραγκοφορεμένος νεαρός εξαπολύει καταιγισμό αρχαιομανίας με …τούρκικο πρόλογο εναντίον κάθε μαθητή του. Αφού πρώτα τον προσφωνεί «χαϊβάνι», αμέσως απαιτεί να αλλάξει όνομα: το Θόδωρο να τον λένε Θουκυδίδη, το «χαϊβάνι» Δημήτρης να γίνει Δημοσθένης, το Γιωργί, Γοργίας! Ιδιαίτερα άτυχος ο τελευταίος, διότι όταν ρωτά μπροστά στη μηλιά του δημόσιου κήπου, «-τι πράγμα έν, αυτό το δένδρον, δάσκαλε;». «-Μηλέα», αποκρίνεται ο πάνσοφος (!), για να πάρει την απάντηση: «- Όχι! Δεν το ξέρεις! Αυτό ν’ μηλιά!». Το Γιωργί, σαν μικρός Σωκράτης, διαρκώς διατυπώνει απορία όχι για το όνομα, αλλά για το πράγμα, για το τι είναι το δέντρο και πληρώνει την επιμονή του στην αλήθεια του ονόματος, με άγριους, «παιδαγωγικούς ξυλοδαρμούς». Η από γενιά σε γενιά μηλιά πρέπει να γίνει μηλέα δια της βίας. Και η μεν δημόσια μηλιά μετατρέπεται σε «μηλέα» για να σωθεί ο μικρός, αλλά το δέντρο του κήπου του «είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά!». Ευτυχώς, σύντομα ο δάσκαλος «εδιώχθη κακός κακώς» και το Γιωργί θα εξακολουθεί να μένει με την απορία του.
Ο συγγραφέας με τη στοχαστική, διδακτικότατη συνάμα ιστορία του, καταγγέλλει την άρνηση της φυσικής γλώσσας και παρουσιάζει τον απαράδεκτο κίνδυνο: «Η μανία να διδάσκεται όχι η φύση των πραγμάτων, να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, καθιστά την ελληνική μόρφωση σισύφειο μόχθο και καταδικάζει το έθνος εις τον δια της πνευματικής ασιτίας χείριστο θάνατο. Δια τούτο το περί της ελληνικής γλώσσας ζήτημα είναι, όπως είπα, ουσιωδέστερο από το ανατολικό ζήτημα». Με παρόντα και τα δύο προβλήματα το 1885, δεν διστάζει ο ορθολογιστής Βιζυηνός να επαναλάβει τον Σολωμό, επιφέροντας, σύμφωνα με τις κρατούσες συνθήκες, μια διαφοροποίηση: αντί «ελευθερία και γλώσσα» που ήταν η μόνιμη έγνοια του Ζακύνθιου, γράφει γλώσσα και εθνική λύτρωση. Και οι δύο έχουν απόλυτο δίκιο! Βέβαια, ο Βιζυηνός δεν είναι Ροΐδης και Ψυχάρης, για να δίνει γροθιές, αλλά η λαϊκή γλώσσα των ηρώων του, με χρώματα της θρακικής ομιλίας, συντελεί στην επικράτηση της δημοτικής. Εξάλλου, όπως ο Ροΐδης, εκτός από ένα του διήγημα, δεν τολμά να γράψει εξ ολοκλήρου στη φυσική γλώσσα, διότι απαιτεί συστηματική διαμόρφωση πριν από την εισαγωγή της στον πεζό λόγο.
Ωστόσο, απομένει το ερώτημα: πώς προέκυψε το ψυχογραφικό διήγημα στη σχετικά απροβλημάτιστη κοινωνία του 1880; Πώς κατόρθωσε ο Βιζυηνός, μέσα από τα αφηγήματα παιδικής και νεανικής μνήμης να ζωγραφίζει χαρακτήρες, να πλάθει ανθρώπους; Η απάντηση είναι εύκολη: ο ιδιοφυής Θρακιώτης δεν σπούδασε απλώς στη Γερμανία κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, αλλά έζησε τις πνευματικές αλλαγές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Δεν γνωρίζουμε αν είχε διηγηματικά πρότυπα, παρακολουθούσε όμως την τότε μετάβαση από τη ρομαντική αφήγηση προς τον κοινωνικό και ψυχογραφικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Ήταν παρών κατά τη γέννηση μιας νέας τέχνης που έδινε πρωταγωνιστικό ρόλο στον άνθρωπο. Μελέτησε τον Πλάτωνα, τον Πλωτίνο, τον Γκαίτε, τον Ίψεν και διδάχτηκε τη θεωρία της ενδοσκόπησης από τον πατέρα της Πειραματικής Ψυχολογίας W. Wundt. Αυτή η μοναδική παιδεία πλούτισε, ανέδειξε το διηγηματικό ταλέντο του Βιζυηνού, ανεπαίσθητα αλλά αποτελεσματικά και μάλιστα κατόρθωσε, παρά τις όποιες μικρόνοιες των συγχρόνων του, να αποκομίσει εκτίμηση του έργου του, ιδιαίτερα μετά το τραγικό 1892. Και δεν έμεινε μόνος στο δρόμο του.
Μαρτυρικές μορφές παντού υπάρχουν. Το δημιουργικό πνεύμα του Βιζυηνού, από το 1892 ως το 1896 του θανάτου του, αποτελεί τραγική ανάμνηση στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο. Και δεν είναι ο μόνος του κόσμου των Γραμμάτων μας με δραματικότατο τέλος ζωής.
Προς την πατρική γη;
Μετά το τέλος του υποδειγματικού συνεδρίου, με την άριστη επιλογή του άγνωστου στους πολλούς Γ. Βιζυηνού, τα παιδιά πρέπει να έφευγαν από τις ακτές του Βοσπόρου ή άλλα να παρέμεναν εκεί, με βαθύτερη ψυχική και πνευματική δεκτικότητα. Βιώματα, παρόμοια με εκείνα της νεανικής συνάντησης, σμιλεύουν την πνευματικότητα. Ενθαρρυντική ήταν η δήλωση του κ. Δερμιτζόγλου, διευθυντή του ιστορικού Ζωγράφειου Λυκείου στην Πόλη, σχετικά με τη μαθητική εργασία για τον Βιζυηνό: «Έχει αποδειχθεί ότι, όταν τα εμπιστευόμαστε, τα παιδιά μπορούν να κάνουν θαύματα».
Αλλά μετά και τον αποχαιρετισμό, ο Διαβάτης πού κατευθύνθηκε; Ποια να είναι η Ιθάκη του; Η ποίηση, η πεζογραφία του; Η γενέθλια Βιζύη; Ίσως ναι, η πατρική γη, κοντά στον αγαπημένο παππού. Αν άλλαξε η Μπαήρα, η σκοπιά των φανταστικών ημερών του, θα υπάρχει κάποιο άλλο ύψωμα της τωρινής πόλης, για να παρακολουθούν μαζί το ηλιοβασίλεμα και να ονειρεύονται ταξίδια. Ο παππούς με πανέμορφες βασιλοπούλες και ο εγγονός με μυθιστορηματικούς ήρωες, που ενώ μπορούσε, δεν πρόφθασε να τους πλάσει. Ας έχει ξεχάσει όμως, ότι έφυγε μόνο στα 47 χρόνια του…
Από τη βιβλιογραφία και τον Τύπο:
Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα. Επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1994.
Εμμανουέλα Κάντζια, Το όνομα και το πράγμα. Γ. Μ. Βιζυηνού. Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα. Εκδόσεις Ερμής, 2012.
Λάμπρος Βαρελάς, Μετά θάρρους ανησυχίαν εμπνέοντος. Η κριτική πρόσληψη του Γ. Μ. Βιζυηνού. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2014.
Απόστολος Λακασάς, Εαρινή σύναξη 320 μαθητών στην Πόλη. Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27 Μαρτίου 2015
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Στα βήματα του Γεωργίου Βιζυηνού «εις την Πόλιν». Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 28-29 Μαρτίου 2015