Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλόλογων
Eνας άλλος τύπος, που ξεπήδησε κατά τους μετακατοχικούς χρόνους στο Μαρούσι και μπήκε θριαμβικά στην πινακοθήκη του παρελθόντος του, ήταν και ο Κοτσιδάρας. Ένας γεροδεμένος μεσόκοπος με ροδαλά μάγουλα, δυνατούς ώμους, ψηλός, ευθυτενής σαν κυπαρίσσι, εμφανιζόταν στους δρόμους και τις πλατείες, παρατηρώντας και ελέγχοντας με άρθρωση καθαρή, τονίζοντας τις λέξεις, προνόμιο που θα ζήλευαν και οι σημερινοί εκφωνητές των μαζικών μέσων ενημέρωσης – αλλιώς τί μαζικά μέσα ενημέρωσης (!) θα ήταν. Σημειώνω κι εδώ ότι από προφορά πάσχουν και πολλά υψηλά πρόσωπα της προνομιακής θλιβερής νομενκλατούρας μας. Χρειάζονται να μάθουν ορθοφωνία!
Ο Κοτσιδάρας ζούσε μόνος του, δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι του. «Το κονάκι» του, όπως έλεγε. Και όταν έβγαινε ήταν ντυμένος πάντα με τα ίδια ρούχα, καθαρός όμως, ξυρισμένος και πάντα προσεγμένος. Τον φρόντιζαν με πολλή επιμέλεια οι παντρεμένες αδελφές του, που έμεναν στα διπλανά από το δικό του σπίτια. Τ’ αδερφομεράδια. Οι αδελφές του είχαν πολυμελείς οικογένειες. Όταν μια οικογένεια είναι πολυμελής, ένα πιάτο φαγητό βγαίνει αβίαστα και για έναν ακόμη. Έτσι ο Κοτσιδάρας είχε λύσει το πρόβλημα διατροφής του. Όταν έλειπε από το σπίτι, στο φανάρι του σπιτιού του τον περίμενε το φαγητό του.
Η αλήθεια ήταν πως του Κοτσιδάρα δεν άρεσε η δουλειά. Είχε μεγάλη κτηματική περιουσία, που επισκεπτόταν κάθε τόσο με τη βασταγούρα του (θηλυκό γαϊδούρι) που άκουγε μάλιστα στο όνομα Μαριώ. Ο Κοτσιδάρας αγαπούσε το ζώο αυτό, χωρίς να ανεβαίνει στο σαμάρι του για να μην το κουράσει. Το έσερνε λοιπόν από το καπίστρι (=χαλινάρι). Την ουρά της Μαριώς μάλιστα την είχε πλέξει κοτσίδα, γι αυτό και οι ντόπιοι τού είχαν βγάλει το σουσούμι (=παρατσούκλι) Κοτσιδάρας. Είχε περιουσία αλλά χρήματα δεν είχε. Ούτε και καλλιεργούσε τη γη που του άφησαν κληρονομιά οι γονείς του για να βγάζει έστω μερικά χρήματα από τα γεωργικά προϊόντα.
– Τι να καλλιεργήσω έλεγε, να μου πάρουν οι κατακτητές την παραγωγή μου, όπως έκαναν στου Τσιγκρού, του Βορρέ και του Απέργη; Έτσι οι αγροί του έμεναν χέρσοι και οι κατακτητές έκρυβαν κάτω από τα λιόδεντρα και τις συκιές τους ουλαμούς των αυτοκινήτων τους.
Ολιγαρκής καθώς ήταν δεν αγόραζε τίποτε. Άλλωστε ένα πιάτο φαγητό το έπαιρνε από τις αδερφές του. Μήπως αυτές ήταν πλούσιες; Όλη μέρα και με το λυχνάρι ακόμη τη νύχτα ύφαιναν στον αργαλειό κουρελούδες από τα ράκη των ρούχων των γειτόνων. Αλλά πολύ αγαπούσαν τον Κοτσιδάρα, γιατί αυτός ήταν και το αγαπητό παιδί της οικογένειας, ο Βενιαμίν, απαλλαγμένος και από το στρατό – τις οίδε για ποια αιτία, πράγμα που δε συμπαθούσαν όσοι τον γνώριζαν, γιατί η φράση «μη ικανός» για το στρατό και μάλιστα τέτοια εποχή πολλαπλής εχθρικής κατάκτησης, έφερε αντιπάθεια προς το πρόσωπο. Έτσι δεν δούλευε, αλλά για την πολιτική εξέλιξη της υπόδουλης χώρας είχε γνώμη. Ήταν ένας άνεργος, άφραγκος, πολιτικός συζητητής, που δεν ήθελε να βελτιώσει τη ζωή του. Και το αποτέλεσμα ήταν να είναι πάντα βέρτζινος (=τελείως απένταρος σύμφωνα με την αργκό της τότε εποχής). Γύριζε τις τσέπες του παντελονιού του ανάποδα και τις τίναζε λέγοντας: «πανί με πανί»1. Μισούσε τους μαυραγορίτες και όσους αποταμίευαν χρήματα. Τους πρώτους, γιατί έκρυβαν τα τρόφιμα, για να τα πουλήσουν πιο ακριβά την επόμενη ημέρα, και τους δεύτερους, γιατί τα χρήματα την άλλη ημέρα είχαν κάλπικη αξία εξαιτίας της ασανσερικής αναγραφόμενης τιμής τους. Τα προϊόντα της αγοράς κάλπαζαν στα ύψη. Ένα αυγό κόστιζε ένα εκατομμύριο. Ήταν άχρηστα πλέον τα χρήματα για την επόμενη μέρα! «Όσοι κάνουν τέτοια παιγνίδια στο λαό “στην κρεμάλα“ έλεγε. Στην Ομόνοια. Εκεί είναι η θέση τους».
Ο Κοτσιδάρας ήταν και φοβερός πολυλογάς. Συζητούσε με φλυαρία και είχε γνώμη για όλα σχεδόν τα θέματα. Γι αυτό και ήταν περιζήτητος. Ιδιαίτερα το Πάσχα, όταν οι Μαρουσιώτες έψηναν τα αρνιά τους, πήγαινε στις αυλές, γυρνούσε τη σούβλα, έτρωγε κοκορέτσι, τσούγκριζε το κόκκινο αυγό, ύψωνε το ποτήρι του, έπινε το κρασάκι του με την ευχή του αμπελιού το κλήμα (=το σαββατιανό) και στην πέτρα να φυτρώσει, σηκωνόταν ξαφνικά από τη θέση του, έλεγε και του χρόνου και έφευγε, μερικές φορές τρεκλίζοντας, για επίσκεψη σε άλλα σπίτια. Μεθούσε επικίνδυνα. Και αυτό το έκανε συχνά. Πολλές φορές τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε ποδόσφαιρο με κουρελόμπαλα στη διπλανή απ’ το σπίτι του αλάνα. Αυτό το παιγνίδι πολύ τον κούραζε. Ιδιαίτερα οι φωνές των παιδιών. Κάποτε, όταν η μπάλα έφτανε μέχρι την πόρτα του σπιτιού του, την άρπαζε και την έριχνε μέσα στο καζάνι, που ήταν δίπλα στα κεραμίδια και μάζευε εκεί το νερό της βροχής. Η μπάλα φούσκωνε και βάραινε από τα κουρέλια και ήταν άχρηστη. Το παιχνίδι σταματούσε και τα παιδιά για τον εκδικηθούνε, εξιτάροντάς τον, του φώναζαν: «Κοτσιδάρα, Κοτσιδάρα φτάνει η κόκκινη γαϊδάρα».
Αυτό ήταν και η αφορμή. Τότε ο Κοτσιδάρας άρπαζε ό, τι έβρισκε μπροστά του και το πετούσε στα παιδιά. Πέτρες, ξύλα, σίδερα αιωρούνταν στον αέρα. Γινόταν ταύρος μαινόμενος εν υαλοπωλείω ή νόμιζες πως με τη μανία του αλώνιζε το αμφιθέατρο των ταυρομαχιών της Λισαβόνας, κραυγάζοντας συλλαβιστά νευρικά μία-μία τις λέξεις, βρίζοντας, ρουθουνίζοντας και φτύνοντας «α-να-θε-μά το γο-νιό σας».
Και αυτό γινόταν, επειδή συνεχίζονταν εμφυλιακές προστριβές και διαμάχες, αφού χτυπηθήκαμε μεταξύ μας, μόλις απομακρύνθηκαν οι Γερμανοί από τη χώρα μας2. Και ο Κοτσιδάρας ξεσπούσε, αναθεματίζοντας την κατάσταση του 1943-49, που είχε γνωρίσει, χωρίζοντας σε δύο στρατόπεδα τη χώρα. Ο Κοτσιδάρας ήταν αντιλενιστής και αντισταλινικός, αν και ο ίδιος άκληρος στρεφόταν εναντίον των οικογενειών, που είχαν βαφτίσει τα παιδιά τους Λένιν, Ναπολέοντα, Μάρκο, Άρη κ.λπ. επιλέγοντας ονόματα κυβερνητικών και δημοκρατικών αρχηγών κ.λπ.
Ήταν όμως ως προς τα κοινωνικά του φρονήματα, -νομιμοφροσύνη-, όπως λέγονταν τότε οι πολιτικές ιδέες, οπαδός της μοναρχίας. Κάποτε ήρθε στο Μαρούσι η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη για να παρακολουθήσει τη λειτουργία της Σχολής Οικοδόμων, που είχε ιδρύσει η ίδια και ήταν, όπου βρίσκονται σήμερα τα εκθετήρια της Αγγειοπλαστικής και Κεραμικής Αμαρουσίου. Εκεί μάθαιναν την τέχνη των οικοδομών τα ανταρτόπληκτα παιδιά, που ήταν οικότροφα, από τη Μακεδονία και τη Θράκη και είχαν διασωθεί από το παιδομάζωμα κατά τη διάρκεια του εμφύλιου. Πού το είχε πάρει είδηση ο Κοτσιδάρας και ήταν και εκείνος εκεί στην υποδοχή; Μόλις κατέβηκε η βασίλισσα από το αυτοκίνητο, την περικύκλωσε για ασφάλεια η φρουρά της. Ο Κοτσιδάρας τής φώναξε με δυνατή φωνή «Βασίλισσα σπολάτι, = βασίλισσα εις πολλά έτη». Την ίδια στιγμή από τον κόσμο, που είχε συγκεντρωθεί στο βορεινό τμήμα προς το συνοικισμό των προσφύγων μικρασιατών, ακούστηκε η φωνή «αλάτι στο παλάτι». Όλοι οι συγκεντρωμένοι πάγωσαν.
Ήταν μια ρευστή εποχή, που αν κάποιος, μισούσε κάποιον πέταγε αβασάνιστα τα λόγια του. Όρμησε η φρουρά και συνέλαβε αυτούς που θεωρούσε ένοχους μαζί και τον Κοτσιδάρα. Τους κατέγραψαν και ο ανακριτής τούς απέδωσε την κατηγορία πρόκλησης αναταραχής. Ενώ παράλληλα τα νησιά της Ασπροθάλασσας περίμεναν και βάραιναν όλο και περισσότερο από αφίξεις νέων συνειδησιακών φιλοπάτριδων αντιρρησιών, αφού όλες οι πληροφορίες που παρείχοντο και εναντίον ακόμη αδιάφορων προς τα πολιτικά πράγματα ανδρών και γυναικών γίνονταν πιστευτές.
Ζούμπερι, 1-5-2019.
Σκίτσα:
(δεξιά του εξωφύλλου) Βέρτζινος «από τους κυρίους Π. Παυλίδη και Γ. Γρηγόρη στο Λεξικό της πιάτσας του Β. Καπετανάκη Αθήνα 1962 σ. 30
και
(αριστερά). Τον Εμφύλιο από τον Rene Rostagny (Gaston Ry) France στην παγκόσμια έκθεση γελοιογραφίας που έγινε στο Άλσος Κηφισιάς τον Ιούλιο 1975 και εκδόθηκε σε βιβλίο με τον τίτλο «Αντιφασισμός» εκδ. Καστανιώτη Αθήναι 1975 σ. 155.