Τα πρώτα χρόνια μετά από την ίδρυση του μικρού ελληνικού βασιλείου, η Αθήνα είχε κατακλυστεί από Φαναριώτες και άλλους Έλληνες του εξωτερικού, «ευγενούς» και μη καταγωγής, πολλοί από τους οποίους επιδίδονταν σε αγορές τεράστιων τουρκικών ή και μοναστηριακών κτημάτων, έναντι εξευτελιστικών τιμών και με τοπογραφικά όρια μεγάλης ασάφειας. Η συμπεριφορά αυτών των κύκλων είχε προκαλέσει έντονη ενόχληση, λόγω της αλαζονείας και της αρπακτικότητας που διέκριναν ορισμένα μέλη τους. Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που συνέβη στο Μαρούσι και καταγράφηκε στο φύλλο της 10ης Αυγούστου 1835 της εφημερίδας “Aθηνά”, όπου το επισημάναμε από μια σημείωση στο εξαιρετικό βιβλίο του Θ. Δρίκου «Οι πωλήσεις των οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής», 1830-1831, Αθήνα 1994.
Έρευνα – παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης
Το καλοκαίρι εκείνα τα ανώτερα πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας ζητούσαν καταφύγιο από τη ζέστη της νεαρής, ανοικοδομούμενης πρωτεύουσας στα εξοχικά χωριά της, ιδίως στην Κηφισιά και στο Μαρούσι. Το πρόβλημα στέγης ήταν όμως πολύ μεγάλο, καθώς όχι μόνο δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, αλλά ούτε καν πολλά σπίτια που να ενοικιάζουν κάποια δωμάτιά τους. Ο πρίγκιπας Γεώργιος Καντακουζηνός, φαίνεται ότι έφτασε στο Μαρούσι όταν πλέον κάθε διαθέσιμος χώρος είχε καταληφθεί.
«Μανθάνομεν», γράφει η “Aθηνά”, «ότι ο Κύριος Γεώργιος Καντακουζηνός υπήγεν εις το Μαρούσιον χωρίον της Αττικής, όπου οι Άρχοντές μας επέρασαν εφέτος τας μεγάλας ζέστας, διά να ενοικιάση οσπήτιον. Εκεί εύρεν εν, επροσκάλεσε τον Οικοκύριον να του το δώση αλλ’ αυτός τον είπεν ότι δεν το ενοικιάζει, τέλος τον εφορτώθηκε και διά να τον ξεφορτωθή του είπεν ότι τότε του το παραχωρεί, οπόταν του πληρώση 20 τάλληρα τον μήνα. Ο Μολδοβάνης χωρίς να χάση καιρόν εσήκωσεν την ράβδον του και άρχισε να κτυπά τον Έλληνα. Ο Έλλην εστάθη κάμποσην ώρα και τον εκύτταξεν με άγριον όμμα, απεφάσισε να ορμίση επάνω του να τον κατεξεσχίση, αλλά σεβασθείς άλλον υπέφερε, και κάμνων το σημείον του σταυρού ανεχώρησε».
Ο συντάκτης της εφημερίδας ζητά στη συνέχεια από τον εισαγγελέα να παρέμβει και να τιμωρήσει τον «Μολδοβάνο», όπως περιφρονητικά αποκαλεί τον Καντακουζηνό, που προερχόταν από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, στις οποίες οι οικογένειά του είχε υπηρετήσει σε ανώτερα αξιώματα. Και καταλήγει με το εξής σχόλιο: «Βλέπετε τώρα ότι οι κύριοι ούτοι ήλθαν εις την Ελλάδα, αγόρασαν τινά κτήματα με σκοπόν διά να γίνουν τιμαριώται, νομίζοντες ότι με τα Πριγγιπάτα των θα ξυπάσουν τους Έλληνας διά να τους μεταχειρίζωνται ως δουλοπάροικους».
Η περιγραφή του περιστατικού δείχνει να προέρχεται από κάποιον αυτόπτη μάρτυρα –αν όχι από τον ίδιο τον άγνωστό μας πρωταγωνιστή. Το Μαρούσι αποτελεί το 1835 την έδρα και τον μεγαλύτερο (με 360 κατοίκους) οικισμό του βραχύβιου δήμου Αμαρυσίου ή Αμαρυσίας, όπου υπάγονται το Χαλάνδρι, η Κηφισιά, η Πεντέλη και ο Γέρακας. Όπως μας πληροφορεί η “Aθηνά”, έχει ήδη καθιερωθεί ως εξοχικός προορισμός των Αθηναίων και τον χαρακτήρα αυτόν θα διατηρήσει για έναν περίπου αιώνα, ερχόμενο όμως από νωρίς σε δεύτερη θέση ως προς την Κηφισιά. Στο διάστημα αυτό, πολλές μαρουσιώτικες οικογένειες θα επωφεληθούν από την ενοικίαση δωματίων των σπιτιών τους σε Αθηναίους παραθεριστές.
Όσο για τα μεγάλα κτήματα και τους επιτήδειους αγοραστές, στο Μαρούσι σημειώνεται μία μόνον τέτοιου είδους περίπτωση, του κτήματος της Καλογρέζας, μετοχίου της μονής του Αγίου Ανδρέα στην Αθήνα, πιο γνωστής ως μονής της Αγίας Φιλοθέης, οι δικαστικές περιπέτειες γύρω από το οποίο διαρκούν ως τις μέρες μας.