Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 1/12
Πριν από μερικά χρόνια, ταξίδεψα στο μακρινό Σαντιάγο της Χιλής, ως αρχηγός της αποστολής της Εθνικής Ομάδας Ποδοσφαίρου Αστέγων, με την οποία λάβαμε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο Αστέγων. Είναι μια ετήσια ποδοσφαιρική γιορτή, στη διάρκεια τις οποίας, άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη, που κάποτε βρέθηκαν στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσης, συναντιώνται, και με όχημα το ποδόσφαιρο, στέλνουν το μήνυμα ότι μια μπάλα μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή προς το καλύτερο.
Εκεί, μεταξύ πολλών άλλων ανθρώπων, γνώρισα τον Λεονάρντο, έναν ποδοσφαιριστή της Αργεντινής, ο οποίος μόλις είχε βγει από πρόγραμμα απεξάρτησης. Τον πλησίασα, κάνοντάς του το αστείο που του έκαναν όλοι, ότι ήταν ίδιος ο Άνχελ Ντι Μαρία. Του έμοιαζε πράγματι πολύ. Ένας τύπος πάντα με το χαμόγελο στα χείλη που, όταν δεν έπαιζε μπάλα, κυκλοφορούσε μόνιμα με τη φανέλα της Εθνικής του με το όνομα του Ντιέγκο Μαραντόνα. Μια μέρα, τον ρώτησα χαριτολογώντας: «θα μου την χαρίσεις;».
Καλύτερα να του ζητούσα να μου χαρίσει το νεφρό του και δυο πόδια. «Αποκλείεται, αδερφέ – hermano στη γλώσσα του – ζήτα ό,τι θες, εκτός από αυτό». Μου εξήγησε ότι για εκείνον ο Μαραντόνα ήταν το παιδικό του είδωλο. Μεγάλωσε κι αυτός σε φτωχογειτονιά, λάτρευε το ποδόσφαιρο, ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, αλλά έμπλεξε με τα ναρκωτικά και έχασε τον δρόμο. Σήκωσε τη μπλούζα του. Στο στήθος του είχε δύο τατουάζ. Στη μια πλευρά τη μορφή της Παναγίας και στην άλλη, αυτήν της καρδιάς, τον Μαραντόνα. «Hermano, ο Ντιέγκο είναι ο Θεός», έλεγε και σχεδόν βούρκωνε.
Κάθε φορά που τον σκέφτομαι, γυρνώ πίσω τον χρόνο. Ήμουν μόλις 6 χρονών όταν σήκωνε το τρόπαιο του Μουντιάλ στο Μεξικό, εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχε δώσει πρωτίστως στον εαυτό του και κατ’ επέκταση σε ολόκληρη την Αργεντινή. Να την οδηγήσει στην κορυφή του κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι τότε ήμουν σχετικά μικρός, αλλά ήταν στα χρόνια που άρχιζα να βλέπω το ποδόσφαιρο με διαφορετικό μάτι. Μπορούσα να καταλάβω πως αυτό που είχε πετύχει αυτός ο κοντούλης τύπος με το μονίμως αγριεμένο βλέμμα και τα φανταστικά ζογκλερικά με τη μπάλα, ήταν κάτι πολύ σπουδαίο. Δε μπορεί δα να έχουν βγει στο δρόμο τόσες χιλιάδες κόσμου, να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται, να κλαίνε για το τίποτα.
Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα – “Μαραδόνα”, όπως σωστά με διόρθωνε ο Αργεντίνος φίλος μου – δεν ήταν απλά ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο. Όπως και το ίδιο το άθλημα. Άνθρωπος με ταλέντο που ξεχείλιζε, ευλογημένος όσο δεν πάει, άνθρωπος με ευαίσθητη καρδιά, αδυναμίες και πάθη που τελικά τον διέλυσαν. Εκρηκτικός, οξύθυμος, αλλά και μεγάλη ψυχή, δεν δίστασε ποτέ να τα βάλει με πολιτικούς, κατεστημένα, ακόμα και με τον Πάπα τον ίδιο. Πάνω από όλα, τα έβαλε με τον εαυτό του, που δεν μπόρεσε να τα βάλει μαζί του. «Πόσο μεγάλος παίκτης θα γινόμουν, αν δεν έπαιρνα κοκαΐνη;», αναρωτιόταν. Κι εμείς το ίδιο.
Ο θάνατός του έφερε θλίψη σε όλο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη και όχι μόνο. Η κληρονομιά του είναι ανεκτίμητη. Προσωπικά, θεωρώ ότι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του κληροδοτήθηκε τη μέρα της κηδείας του. Όταν οπαδοί της Μπόκα Τζούνιορς και της Ρίβερ Πλέιτ, ορκισμένοι κατά τα άλλα εχθροί, έκλαιγαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου μπροστά από το φέρετρο του Ντιέγκο. Αυτή ήταν σίγουρα μια από τις πιο συγκλονιστικές φωτογραφίες του θλιβερού 2020. Αποδεικνύει περίτρανα πως το ποδόσφαιρο ποτέ δεν ήταν ένα απλό άθλημα. Παίκτες καλούς, ταλαντούχους, κορυφαίους, ηγέτες, αστέρες έχουμε δει πολλούς. Εραστές της μπάλας ελάχιστους. Ο Ντιεγκίτο ήταν ο μεγαλύτερος όλων. Και μαζί, ήταν ο τελευταίος μεγάλος λαϊκός ήρωας.