Γράφει ο Πάνος Σκουρολιάκος βουλευτής Ανατολικής Αττικής και υπεύθυνος Τομέα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ.
Πριν από σαράντα χρόνια ολοκλήρωσα τη μαθητεία μου πλάι σε έναν σπουδαίο δάσκαλο ηθοποιών. Ήταν ένας άνθρωπος πέρα από το μπόι των συνηθισμένων ανθρώπων, μια προσωπικότητα δυνατή, ένας ελεύθερος πολίτης – διανοούμενος.
Ήταν ο Πέλος Κατσέλης, που γεννήθηκε στο Ναζλί της Μικράς Ασίας, με καταγωγή ηπειρώτικη, και ήρθε με την καταστροφή της Σμύρνης στην Ελλάδα. Τελείωσε την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα, σπούδασε το θέατρο πλάι στον σπουδαίο Φώτο Πολίτη. Από νεαρός έγραφε σε σημαντικά περιοδικά τέχνης ( Ελληνικά Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης κ.ά.). Συνέχισε τις θεατρικές του σπουδές σε Αυστρία και Γερμανία, δίνοντάς μας σπουδαίες μελέτες και δοκίμια γύρω από το θέατρο. Δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο εκείνη την εποχή να σπουδάσει θέατρο κάποιος στην Ευρώπη και να καταθέσει τόσο εμπεριστατωμένα τις απόψεις του γι’ αυτό.
Επιστρέφοντας (τη δεκαετία του 1930), σκηνοθετεί και αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Άρματος Θέσπιδος, της κινητής μονάδας του Εθνικού Θεάτρου, έχοντας προηγουμένως κατά την παραμονή του στη Γερμανία μελετήσει τα κρατικά περιοδεύοντα θέατρα της Σαξωνίας – Δρέσδης. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανίχνευση της επαφής του θεάτρου με το λαϊκό κοινό, εργάστηκε για τον θεατρικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής περιφέρειας. Ήταν ο πρώτος κύκλος πολιτικής παρέμβασης για το θέατρο στην περιφέρεια, στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Θα ακολουθήσουν τα ημικρατικά θέατρα της δεκαετίας του 1970 καθώς και τα ΔΗΠΕΘΕ της Μελίνας Μερκούρη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα.
Με την είσοδο της χώρας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κατσέλης παραιτείται από τη θέση του διευθυντή του Άρματος. Η γραφειοκρατία και η ολοκληρωτική υπαλληλική νοοτροπία του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου τον είχαν ήδη απογοητεύσει. Η πολιτική ένταξή του άλλωστε ήταν με το μέρος των προοδευτικών δυνάμεων έως την τελευταία στιγμή της γόνιμης ζωής του.
Όμως οι λόγοι ήταν και καλλιτεχνικοί. Ο δάσκαλός μου ήταν το καθαρό δείγμα του σκηνοθέτη του Μεσοπολέμου. Πίστευε ακράδαντα ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι παντοδύναμος και ότι δεν είναι απλώς ένας δημιουργός. Είναι πρωτίστως δάσκαλος ηθοποιών.
Μονόδρομος ήταν λοιπόν για τον αντισυμβατικό Πέλο Κατσέλη η ίδρυση μιας σχολής θεάτρου μέσα από την οποία θα παρέδιδε στη θεατρική πιάτσα ηθοποιούς άξιους να υπηρετήσουν πολλά και διαφορετικά είδη θεάτρου. Ηθοποιούς χωρίς τη στάμπα μιας συγκεκριμένης σχολής, όπως συνέβαινε με την εργασία του Κάρολου Κουν στη δική του σχολή. Με τον Κουν είχαν μεγάλη φιλία και αλληλοεκτίμηση. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου «αντάλλασσαν» μαθητές. Αν ο Κατσέλης έβλεπε ότι κάποιος μαθητής του ταίριαζε στο ύφος και στην κατεύθυνση του Κουν, τον πρότεινε στον φίλο του. Το ίδιο έκανε και ο Κουν για πολλούς μαθητές του προς τη Σχολή Κατσέλη. Με γενναίο συμπαραστάτη στη Σχολή την Αλέκα Κατσέλη, την προσωποποίηση της αξιοπρέπειας, της αρχοντιάς και της αφιέρωσης στο παιδαγωγικό έργο του συντρόφου της, αλλά και πολλούς άλλους άξιους δασκάλους, σμίλεψαν ηθοποιούς ετοιμοπόλεμους, εύκαμπτους, συνεπείς και μανιώδεις με τη σκηνή, τις πρόβες και τις παραστάσεις. Μα πάνω απ’ όλα πάσχισε να δημιουργήσει ηθοποιούς με ήθος – σκηνικό, προσωπικό, κοινωνικό.