Γράφει ο Νίκος Μπαλιδάκης
Με μεγαλοπρεπή τρόπο, όπως ακριβώς αρμόζει σε μια μέρα σαν αυτή, εορτάστηκε στο Μινσκ και σε όλη τη Λευκορωσία η επέτειος της Νίκης ενάντια στον φασισμό. Χιλιάδες λαού κατέκλυσαν τους δρόμους, προκειμένου να παρακολουθήσουν από κοντά την στρατιωτική παρέλαση και να τιμήσουν τους Σοβιετικούς προγόνους τους, που θυσιάστηκαν, προκειμένου τόσο εκείνοι όσο και οι λαοί όλης της Ευρώπης να μπορούν σήμερα ν’ απολαμβάνουν την ελευθερία τους.
Μικροί και μεγάλοι έστειλαν το μήνυμα σε ολόκληρο τον κόσμο ότι η Ιστορία δεν ξαναγράφεται, όσο και αν φαύλοι και αργυρώνητοι αναθεωρητές προσπαθούν χρόνια τώρα να εξισώσουν το θύμα με τον θύτη. Οι ποταμοί αίματος, που έχυσαν οι Σοβιετικοί γενικά και οι Λευκορώσοι ειδικά στη μάχη ενάντια στις φασιστικές ορδές, είναι πολύ μεγάλοι και πολύ βαθείς και αυτό το γνωρίζουν καλά οι σημερινοί κάτοικοι της Λευκορωσίας, οι οποιοί παραμένουν πιστοί στις παρακαταθήκες των προγόνων τους.
Κεντρικός ομιλητής στη μεγαλή συγκέντρωση και παρέλαση της 75ης επετείου ήταν ο πρόεδρος της χώρας, Αλεξάντερ Λουκασένκο, ο οποίος με λιτό και μεστό λόγο απευθύνθηκε στους παρευρισκόμενους, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη, λέγοντας: «Αυτή η γιορτή είναι για εμάς ιερή. Η τραγωδία του λευκορωσικού έθνους, που υπέφερε το τιτάνιο άχθος των απωλειών και της καταστροφής του βαναυσότερου πολέμου του 20ου αιώνα, δεν δύναται να συγκριθεί με καμμία δυσκολία του σήμερα. Ακόμα και η σκέψη του να προδώσουμε τις παραδόσεις που δοξάζουν την ιστορία των σπουδαίων πράξεων των νικητών είναι για εμάς αδιανόητη.
Σήμερα τιμάμε τις πράξεις των πατέρων και των παπούδων μας. Ο δρόμος τους προς τη νίκη ήταν στρωμένος με δάκρυα από μητέρες, συζύγους και παιδιά, βουτηγμένος στο αίμα συντρόφων που έπεσαν στις μάχες και απλών πολιτών, κατεστραμένος και διάσπαρτος από τις στάχτες των χωριών που κάηκαν από τον εχθρό. Ένας στους τρεις Λευκορώσους έχασε τη ζωή του, για να σταματήσει την προέλαση των Ναζί προς Ανατολάς, στην πορεία τους για την πρωτεύουσα της Ένωσής μας. Όσο οι καρδιές μας πονάνε γι’ αυτούς που δεν επέστρεψαν από τα πεδία των μαχών, όσο λέγεται η αλήθεια ως προς τον πόλεμο, η μνήμη παραμένει ζωντανή! Διότι κάθε μέρα ειρηνικής και ελεύθερης ζωής έχει πληρωθεί με εκατομμύρια θυμάτων και πεπρωμένα διαλυμένα από τον πόλεμο. Είμαστε για πάντα δεμένοι με δεσμούς αίματος με τα αδελφά έθνη, με τα οποία από κοινού οι πρόγονοί μας έθεσαν τέρμα στην καταστροφή του 20ου αιώνα».
Ο πρόεδρος Λουκασένκο, όμως, είχε να πει και μερικές κουβέντες για όσους – εντός και εκτός συνόρων – έσπευσαν να τον κατηγορήσουν για την επιλογή του να διοργανωθεί κανονικά η παρέλαση για την 75η επέτειο της Ημέρας της Νίκης, παρά τις έκτακτες συνθήκες, που επιβάλλει ο ιός. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι στη Λευκορωσία δεν επιβλήθηκε ποτέ καραντίνα, η ηγεσία δεν καταλήφθηκε ποτέ από πανικό και υστερία, η οικονομία λειτουργεί κανονικά και οι πολίτες απολαμβάνουν τις βασικές ατομικές ελευθερίες, που σε πολλές χώρες του κόσμου έπε-σαν και πέφτουν θύματα του… COVID-19.
Μιλώντας, λοιπόν, επ’ αυτού, ο Αλεξάντερ Λουκασένκο ανέφερε: «Σε αυτόν τον τρελλό κόσμο, που έχει απολέσει τα σημεία αναφοράς του και τις κατευθυντήριες γραμμές του, υπάρχουν κάποιοι που μας κατηγορούν για το γεγονός ότι επιλέξαμε αυτόν τον χώρο και τον χρόνο, για να οργανώσουμε αυτούς τους ιερούς εορτασμούς. Ως άνθρωπος, θα ήθελα να τους πω να μη βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα και να μας καταδικάσουν, εμάς, τους διαδόχους της Νίκης, τους Λευκορώσους. Απλώς δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά, δεν είχαμε άλλη επιλογή. Αλλά και αν είχαμε, ούτως η άλλως, το ίδιο θα πράτταμε!
Διότι έχουμε στραμμένα επάνω μας τα μάτια των Σοβιετικών στρατιωτών, που σκοτώθηκαν για χάρη της ελευθερίας μας, τα μάτια των ανταρτών και των αντιστασιακών, που βασανίστηκαν από την Γκεστάπο, τα μάτια των γέρων, των γυναικών και των παιδιών του Χατίν*. Ήθελαν πάρα πολύ να ζήσουν, αλλά πέθαναν, για να μπορέσουμε να ζήσουμε εμείς!».
* Στις 22/3/1943 γερμανικό απόσπασμα, συνοδευόμενο από ντόπιους συνεργάτες τους, περικύκλωσε, κατέκαυσε και εξετέλεσε σχεδόν το σύνολο των κατοίκων του χωριού Χατίν, 50 χιλιόμετρα έξω από το Μινσκ. Μόνο 8 από τους 157 κατοίκους του επέζησαν της σφαγή.