Έρευνα – Κείμενο: Γιώργος Πάλλης: Αναπληρωτής καθηγητής ΕΚΠΑ
Κατά τη δεκαετία του 1930, η γιορτή του Δεκαπενταύγουστου στο Μαρούσι παρέμενε ένα γεγονός που προσείλκυε πολύ κόσμο από όλη την Αθήνα και συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του ημερήσιου τύπου της εποχής. Για τους περισσότερους κατοίκους της πρωτεύουσας, οι καλοκαιρινές άδειες και διακοπές ήταν ακόμη μια άγνωστη συνήθεια, οπότε το πανηγύρι αποτελούσε ευκαιρία για μια εκδρομή και λίγη διασκέδαση στην εξοχική τότε κοινότητα του Αμαρουσίου.
Χάρις στα δημοσιεύματα των αθηναϊκών εφημερίδων της εποχής, μπορούμε να παρακολουθήσουμε στιγμές από το πανηγύρι της Παναγίας, σχεδόν έναν αιώνα πριν, και να διαπιστώσουμε τί διατηρείται και τί έχει αλλάξει σήμερα, τόσο ως προς το τελετουργικό όσο και ως προς τις αντιλήψεις των ανθρώπων της εποχής. Τα σχετικά δημοσιεύματα ήταν συχνά στις αρχές της δεκαετίας του ’30, αλλά σταδιακά περιορίστηκαν και εξέλιπαν, καθώς το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον στράφηκε στους πανελλήνιους εορτασμούς της Τήνου, όπου άρχισαν να μεταβαίνουν τότε κατά χιλιάδες οι προσκυνητές.
Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα του διήμερου πανηγυριού του Αμαρουσίου επαναλαμβανόταν απαράλλακτα κάθε χρόνο. Την παραμονή τελούνταν πανηγυρικός εσπερινός και περιφορά της εικόνας στους κεντρικούς δρόμους, χοροστατούντος του αρχιεπισκόπου Αθηνών ή εκπροσώπου του (η Μητρόπολη Αττικής συστάθηκε το 1936). Την επομένη, ανήμερα της εορτής, γινόταν λειτουργία το πρωί και το βράδυ καίγονταν πυροτεχνήματα. Στις πλατείες παιάνιζαν στρατιωτικές μπάντες, ενώ οι δρόμοι πλημμύριζαν από τα τραπεζοκαθίσματα των καταστημάτων, τους πάγκους των πωλητών και τον κόσμο που ερχόταν με το

ατμοκίνητο τρένο (ως το 1938, που διέκοψε τη λειτουργία του), με τα λεωφορεία και με άλλα μέσα, από την Αθήνα, το Μενίδι, τα Μεσόγεια και άλλες περιοχές.
1930: Ο διπλός εορτασμός
Το πρώτο πανηγύρι στην αυγή της δεκαετίας του 1930, συνδυάστηκε με την εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης, που εορταζόταν το έτος εκείνο εξ αναβολής – το 1921 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο στη Μικρά Ασία και δεν υπήρχαν περιθώρια εορτασμών. Σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμα που δημοσίευσε η «Ακρόπολις» (13.8.1930), στην πανήγυρη θα προΐστατο ο λόγιος αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Ανήμερα της εορτής, μετά τη λειτουργία, θα τελούνταν δέηση στο Ηρώο, όπου θα εκφωνούσε ομιλία ο πρόεδρος της Κοινότητος Αμαρουσίου, θέση που κατείχε τότε ο Δημήτριος Μόσχας. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, οι μπάντες της Φρουράς Αθηνών και του Πολεμικού Ναυτικού θα παιάνιζαν στις πλατείες και στις 9:00 θα γινόταν καύση πυροτεχνημάτων. Επιπλέον, στις 17 Αυγούστου θα γίνονταν μαθητικές και αθλητικές επιδείξεις στην πλατεία του Σταθμού και οι εορτασμοί θα έκλειναν με παραδοσιακούς χορούς.
1931: Πρωτοφανής προσέλευση κόσμου
«Πρωτοφανής υπήρξεν η συρροή του κόσμου εις το Αμαρούσιον κατά την εορτήν της Παναγίας», γράφει η “Ακρόπολις” στις 17 Αυγούστου 1931. Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ήταν και πάλι παρών. «Τη νύκτα του Σαββάτου, ως και της Κυριακής, εκάησαν πυροτεχνήματα εις την πλατείαν των Ηρώων, καταλλήλως διακεκοσμημένην. Η κίνησις εσυνεχίσθη μέχρι των πρωινών ωρών».
1932: Η απροσδόκητη παρουσία του Ελ. Βενιζέλου
Το πανηγύρι του 1932 σημαδεύτηκε από ένα απροσδόκητο γεγονός: ο πρωθυπουργός της χώρας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προσήλθε απροειδοποίητα και παρακολούθησε τη λειτουργία στον ναό της Παναγίας, ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως. Την είδηση μεταφέρει το «Έθνος» (16.8.1932): «Ο κ. Πρωθυπουργός μετέβη χθες την πρωΐαν και εκκλησιάσθη εις τον εορτάζοντα ναόν της Παναγίας εις το Αμαρούσιον. Η μετάβασις του κ. Βενιζέλου εγένετο όλως απρόοπτως, μόλις δε ο λαός του εορτάζοντος προαστείου αντελήφθη τον κ. Πρωθυπουργόν, ήρχισε να ζητωκραυγάζη και να χειροκροτή. Γενικώς η υποδοχή ήτο ενθουσιωδεστάτη. Ολόκληρος η πλατεία, πλήρης κόσμου, εχειροκρότησε και εζητωκραύγασεν υπέρ του κ. Βενιζέλου». Το βενιζελικό «Έθνος» δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αντίδραση του κόσμου, καθώς το Μαρούσι ήταν παραδοσιακά προπύργιο της αντιβενιζελικής παράταξης και των βασιλοφρόνων.
1933: Τα έσοδα από τα κεριά
Εικόνα μεγάλης κοσμοσυρροής δίνει και για το 1933 το ρεπορτάζ της «Ακροπόλεως» (16.8.1933). Ενδεικτικό

του αριθμού των προσκυνητών, είναι το ποσό που εισπράχθηκε από τις πωλήσεις κεριών, όπως το μεταφέρει η εφημερίδα: «Εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδες δραχμών εισπράχθησαν μόνον διά κεριά, χωρίς να υπολογισθούν τα έσοδα των εράνων και των εισφορών». Προκειμένου να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του ποσού, σημειώνεται ότι το ημερομίσθιο ενός ανειδίκευτου εργάτη δεν ξεπερνούσε τότε τις 50 δραχμές, ενώ είναι προφανές ότι το παγκάρι δεχόταν επί το πλείστον μικροποσά σε κέρματα.
1934: Συνωστισμός και τραυματισμοί
Το 1934 η προσέλευση του κόσμου ήταν τέτοια, ώστε να προκληθεί μεγάλος συνωστισμός στους δρόμους γύρω από την εκκλησία και στις κοντινές πλατείες. Σύμφωνα με τη «Βραδυνή» (16.8.1934), «κατά την χθεσινήν πανήγυριν εις το Αμαρούσιον παρετηρήθη εξαιρετική συρροή κόσμου. Τόσος ήτο ο συνωστισμός, ώστε εσημειώθησαν και δυστυχήματα. Δέκα περίπου άτομα, κατά το πλείστον γυναίκες, ελιποθύμησαν. Ο Δημ. Διάμεσης, επιχειρηματίας, υπέστη ελαφρά εγκαύματα ευρεθείς πλησίον ενός πυροτεχνήματος».
1936: Το θαύμα της εικόνας του Χριστού
Παρόλο που πραγματοποιήθηκε δέκα μόλις μέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, το πανηγύρι του 1936 δεν επηρεάστηκε από τις πολιτικές εξελίξεις. Η προσέλευση του κόσμου υπήρξε αθρόα. «Εν μέσω συρροής χιλιάδων πιστών», γράφει η «Βραδυνή» (16.8.1936), «ετελέσθη ο μέγας εσπερινός, χοροστατούντος του μεγάλου Πρωτοσυγκέλου της αρχιεπισκοπής Αθηνών επισκόπου Χριστουπόλεως Ιακώβου. Μετά τον εσπερινόν επηκολούθησεν η λιτανεία της εικόνος της Θεοτόκου, ηγουμένης της μουσικής και τη συνοδεία τμήματος του Προτύπου Τάγματος Ευζώνων».
Το ενδιαφέρον των προσκυνητών κέντριζε όμως μία άλλη εικόνα, αντί εκείνης της Θεοτόκου: «Πολύς κόσμος είχε κατακλύσει τον ναόν και μετά το πέρας της λιτανείας, ίνα εκ του πλησίον παρατηρήσει την θαυματουργόν εικόνα του Χριστού, ήτις ανοιγοκλείει κατά διαστήματα τους οφθαλμούς και η οποία έχει τοποθετηθεί άνωθεν του επισκοπικού θρόνου».
Η δεκαετία του 1930 υπήρξε η τελευταία «χρυσή» περίοδος του πανηγυριού της Παναγίας, η οποία είχε αρχίσει το 1885, όταν το Μαρούσι συνδέθηκε σιδηροδρομικά με την Αθήνα και αναδείχθηκε σε δημοφιλή εξοχή των Αθηναίων. Οι δοκιμασίες του πολέμου και της Κατοχής, καθώς και οι ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής μεταπολεμικά, περιόρισαν δραστικά την υπερτοπική ακτινοβολία του και του προσέδωσαν έναν πιο «εσωστρεφή» χαρακτήρα.
Ειδήσεις από το Μαρούσι στο amarysia.gr