«Τώρα, μέσα στην πανδημία, πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση σε αιτήματα ετών; Καλύτερα να μην υπερβάλλουμε με θέσεις που απλά θα αναγραφούν χωρίς να έχουν τύχη, μόνο και μόνο για να πούμε πως κάναμε το χρέος μας. Ζητούμε πράγματα από τη μία στιγμή στην άλλη, δίχως να αναλογιστούμε πώς αυτά θα γίνουν, σε μία περίοδο που όλες οι οικονομίες βιώνουν δυσκολίες λόγω κορωνοϊού». Είναι η άποψη που διατυπώθηκε δημοσίως από παράταξη του Δημοτικού Συμβουλίου Χαλανδρίου, σε πρόσφατη συνεδρίαση, όσον αφορά τα προβλήματα των σχολείων και με αφορμή ψήφισμα για το άνοιγμα τους στις σημερινές συνθήκες.
Η προσέγγιση αυτή απέναντι στα ζητήματα -χρονίζοντα και νέα- ότι στο όνομα του ρεαλισμού δεν γίνεται εν μέσω μεγάλων δυσκολιών να ζητούμε ριζικές λύσεις, έχει παρελθόν και όχι τόσο μακρινό. Ήταν μία θέση διαδεδομένη και την πολύ «νωπή» περίοδο των μνημονίων που σοβαρά αιτήματα «δεν ήταν της ώρας, προέχουν άλλα». Δηλαδή, είτε υπάρχει οικονομική είτε υγειονομική κρίση, η προτεινόμενη λύση είναι «σε κάθε χαστούκι, γύριζε το μάγουλο από την άλλη πλευρά».
Η ίδια λογική έχει και άλλη «ουρά». Όταν αποδεδειγμένα κάποιες εκκρεμότητες συνδέονται με την κεντρική πολιτική σκηνή και τις αποφάσεις της, τότε η αιτία για να… μην συζητηθούν αυτές είναι «γιατί να αφορά το Δημοτικό Συμβούλιο, π.χ. πόσους μαθητές πρέπει να έχουν οι τάξεις και πόσοι εκπαιδευτικοί λείπουν». Μοιραία, η συλλογιστική αυτή πέφτει σε άλλον έναν «τοίχο»: Στην προσπάθεια, ενδεχομένως, να αποφευχθεί η αντιπαράθεση ή κριτική απέναντι σε ένα κόμμα κυβερνητικό ή μη, που συμπαθεί μία παράταξη, δεν ανοίγει ποτέ η συζήτηση για σημαντικά ζητήματα ή όταν αυτή τελικά γίνεται, επιλέγεται ένας τρόπος αποσπασματικός.
Έτσι, ένας συνδυασμός -εκλεγμένος από πολίτες- γυρίζει την πλάτη σε προβλήματα που μπορεί να απασχολεί νυν και δυνάμει ψηφοφόρους, διότι μπορεί να είναι ταυτοχρόνως δημότες, αλλά και γονείς, εργαζόμενοι κλπ. Πέρα από αυτά, η ίδια αντίληψη αγγίζει την ουσία του αιρετού. Σε άλλη μία μεγάλη κρίση, όπως της πανδημίας, η Τοπική Αυτοδιοίκηση «σήκωσε» βάρη που μέχρι πρότινος δεν της αναλογούσαν, με ελάχιστη, σαν του παρελθόντος, βοήθεια από την πολιτεία σε επίπεδο πόρων και προσωπικού.
Συνεπώς, το στοιχειώδες είναι να ορθώσει ένας δημοτικός σύμβουλος μια αγωνία για τα προβλήματα -τωρινά και μη- της τοπικής κοινωνίας και να μην αποστασιοποιηθεί από τις ελλείψεις, που είχε βρεθεί ή θα μπορεί να είναι ξανά αντιμέτωπος στη διοίκηση ενός δήμου. Για παράδειγμα, τι πιο χειροπιαστό, σε σημερινούς όρους, από την πρόταση να διπλασιαστεί η χρηματοδότηση των δήμων από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν στηρίζοντας καθημερινές ανάγκες, χωρίς να χρειάζεται τελικά να τις εμπορεύονται μέσω αναθέσεων σε ιδιώτες. Διαφορετικά, η μοίρα του Δήμου του θα είναι, όπως σήμερα, δύο καθαρίστριες να καθαρίζουν ένα ολόκληρο σχολείο…