Του Andrés Ruggeri*
Ζούμε σε μια εποχή που ο κόσμος κλυδωνίζεται αφενός από την αναταραχή που προκάλεσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με την ανάληψη των καθηκόντων του και αφετέρου από τον ιδιαίτερο «κατακλυσμό» που βιώνει η Μέση Ανατολή τόσο με τον πόλεμο και την ανθρωπιστική καταστροφή στη Γάζα, όσο και με τις συνέπειες της πτώσης του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία δοκιμάζεται από τη δική της πολιτική κρίση, γεγονός που προσθέτει έναν ακόμη παράγοντα αστάθειας σε μια χρονική περίοδο που μπορεί να θεωρηθεί ως περίοδος βαθιάς αναδιαμόρφωσης του πολιτικού τοπίου της Μέσης Ανατολής.
Η τουρκική κρίση εκφράζεται με δύο παράλληλες αλλά αλληλοσυμπληρούμενες διαδικασίες. Η μία είναι η έναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του ηγέτη του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), Αμπντουλάχ Οτσαλάν, που ζει φυλακισμένος εδώ και 26 χρόνια σε απομόνωση σε φυλακή στο τουρκικό νησί Ιμραλί. Η δεύτερη εκδηλώθηκε με τη σύλληψη και τη φυλάκιση, με τις κατηγορίες της διαφθοράς και της τρομοκρατίας, του Εκρεμ Ιμάμογλου, δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και υποψηφίου προέδρου της Τουρκίας για το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, CHP (του Ρεπουμπλικανικό Λαϊκού Κόμματος),, Κεμαλικού προσανατολισμού το οποίο στα δυτικά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζεται ως σοσιαλδημοκρατικό. Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε ότι η σύλληψη του Ιμάμογλου προκάλεσε μαζικές διαμαρτυρίες που κατεστάλησαν βίαια από την κυβέρνηση
Βέβαια η Τουρκία του Ερντογάν είναι ένας παράγοντας με αυξανόμενη επιρροή στην περιφερειακή γεωπολιτική, τόσο στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία εκβιάζει με τη μεταναστευτική κρίση που προκάλεσε ο συριακός εμφύλιος πόλεμος, όσο και στις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ και τον διφορούμενο ρόλο που παίζει, ως μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας, διατηρώντας ταυτόχρονα σχέσεις με τη Ρωσία και άλλες χώρες, όπως το Ιράν. Αυτή η ασάφεια, ή μάλλον το διπλό παιχνίδι, είναι εμφανής και στην πολιτική της απέναντι στο Ισραήλ, με το οποίο η Τουρκία έχει παραδοσιακά καλές σχέσεις. Η συμπαιγνία με τους Ισραηλινούς άλλαξε από τον Ερντογάν, ο οποίος επέκρινε επανειλημμένα και σκληρά τις ενέργειες του Νετανιάχου, χωρίς όμως να υπερβαίνει τη ρητορική των «δυναμικών δηλώσεων». Ωστόσο, η κατάσταση αρχίζει να γίνεται πιο περίπλοκη λόγω των αυξανόμενων εντάσεων στη Συρία και τον αποφασιστικό ρόλο που διεκδικεί η Τουρκία με την υποστήριξή του νέου ισλαμικού καθεστώτος και τη δημιουργία μιας βάσης, που το Ισραήλ βλέπει ως απειλή. Ο Ερντογάν προωθεί επίσης την ιδέα της ανάκτησης της παλαιάς οθωμανικής δόξας, περισσότερο, βέβαια, σαν προπαγάνδα παρά σαν συγκεκριμένη δυνατότητα υλοποίησης της. Η τακτική αυτή εκδηλώνεται με διεθνείς πρωτοβουλίες, όπως οι επεμβάσεις στη Βόρεια Αφρική, η υποστήριξη στο Αζερμπαϊτζάν στον πόλεμο με την Αρμενία, η πρόθεση για διαμεσολάβηση στον πόλεμο της Ουκρανίας, πρωτοβουλίες οι οποίες μαζί με άλλα μέτρα συμβάλλουν στην καθιέρωση της Τουρκίας ως ολοένα και πιο σημαντικού παίκτη στη γεωπολιτική της Ανατολικής Μεσογείου και του Ανατολικού Καυκάσου. Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο ρόλος της Τουρκίας, σχετικά απομονωμένης μετά από την πτώση της παλαιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αυξάνεται στην περιοχή. Αυτό, λοιπόν, που συμβαίνει στην τουρκική εσωτερική πολιτική έχει σημαντική επιρροή σε μια περιοχή υψηλής αστάθειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, όλα δείχνουν ότι η Τουρκία βρίσκεται μπροστά σε μια δύσκολη επιλογή ανάμεσα στην εδραίωση μιας αυταρχικής εξουσίας και στην εξέλιξή της σε σημαντικό παράγοντα μιας ιστορικής ειρηνευτικής διαδικασίας. Και οι δύο τάσεις φαίνεται να συνυπάρχουν μέσα στο μπλοκ εξουσίας που κυβερνά τη χώρα με «σιδερένια γροθιά» για περισσότερο από είκοσι χρόνια.
Το δίλλημα για την Τουρκία: Σταθεροποίηση ή κρίση του σχεδίου του Ερντογάν;
Στις 19 του περασμένου Μαρτίου, ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου απομακρύνθηκε από τα καθήκοντά του και οδηγήθηκε στη φυλακή με την κατηγορία της διαφθοράς και της τρομοκρατίας. Ο Ιμάμογλου δεν είναι απλώς ο δήμαρχος της μεγαλύτερης πόλης και πρώην αυτοκρατορικής πρωτεύουσας της Τουρκίας, αλλά και ο πολιτικός ηγέτης της αντιπολίτευσης και ο πρώτος με σοβαρές πιθανότητες, από τότε που ανέλαβε την εξουσία το AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) του Ερντογάν, να τον ανατρέψει στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Είναι ένας ανερχόμενος ηγέτης που οδήγησε ήδη το κόμμα του, σε συμμαχία με το Κουρδικό DEM (Κόμμα Ισότητας και Λαϊκής Δημοκρατίας) καθώς και με άλλες μικρότερες ομάδες, σε νίκη επί του AKP σε όλες τις μεγάλες πόλεις τον Μάρτιο του 2024 και επιβεβαίωσε την υποψηφιότητα του ως πρόεδρος για το 2028. Το δικαστικό πραξικόπημα με την φυλάκιση του Ιμάμογλου, μια διαδικασία πολύ γνωστή στη Λατινική Αμερική, συνοδεύτηκε από έναν ταυτόχρονο ελιγμό του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, το οποίο ακύρωσε το πανεπιστημιακό πτυχίο του Ιμάμογλου, με σκοπό να του στερήσει το δικαίωμα να είναι υποψήφιος πρόεδρος της χώρας και να διασφαλίσει την προεδρική συνέχεια στον Ερντογάν. Η απόπειρα στέρησης της υποψηφιότητας του Ιμάμογλου, στηρίζεται στο γεγονός ότι το τουρκικό σύνταγμα θέτει ως προϋπόθεση το πανεπιστημιακό πτυχίο για την προεδρία της χώρας. Η κατηγορία για τρομοκρατία, αν και δεν έχει χρησιμοποιηθεί (ακόμη) για τη σύλληψή του, οφείλεται στην εκλογική του συμμαχία με το κουρδικό κόμμα DEM, ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα και είναι μια εξέλιξη που οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερο αυταρχισμό και σε αποκλεισμό των πολιτικών αντιπάλων του, για να διασφαλίσει ο Ερντογάν τη συνέχιση της εξουσίας
Η αντίδραση σε αυτές τις εξελίξεις ήταν μαζικές διαμαρτυρίες, παρά τη βίαιη η καταστολή που οδήγησε σε περισσότερες από 2.000 συλλήψεις και πολλές χιλιάδες τραυματίες. Στην πλειοψηφία τους είναι κυρίως υποστηρικτές του CHP (του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος) και μεγάλα τμήματα της πανεπιστημιακής νεολαίας, που επίσης διαμαρτύρονται για τις συνεχιζόμενες επιθέσεις της κυβέρνησης στα πανεπιστήμια. Οι απολύσεις και οι συλλήψεις καθηγητών πανεπιστημίου που έχουν μιλήσει κατά των πολιτικών του Ερντογάν είναι συχνές, όπως συνέβη το 2016 με περισσότερους από χίλιους πανεπιστημιακούς, που υπέγραψαν δημόσια επιστολή. Οι διαμαρτυρίες αντανακλούν μια σαφή επίγνωση του κινδύνου κατάρρευσης του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, που έχουν ήδη πληγεί σοβαρά στη χώρα. Σύμφωνα με τον Τούρκο ακαδημαϊκό Ντενίζ Γκιρλέν, ο Ερντογάν έχει πάρει την απόφασή του και οι ελπίδες της αντιπολίτευσης για δημοκρατική εκλογική αλλαγή το 2028 με την υποψηφιότητα Ιμάμογλου τίθενται υπό αμφισβήτηση μετά από τη σύλληψή του, γεγονός που «αλλάζει τις αντιλήψεις του κόσμου».
Ωστόσο, η χρήση της φυλάκισης με διάφορα προσχήματα, προκειμένου οι κυβερνήσεις να απαλλαγούν από αντιπάλους και με αυτό τον τρόπο να επηρεάσουν τα εκλογικά αποτελέσματα και την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, ειδικά σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης δεν είναι κάτι νέο στην Τουρκία. Από το 2016, δεκάδες βουλευτές και δήμαρχοι εκλεγμένοι με το νόμιμο κουρδικό κόμμα HDP (Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα) απομακρύνθηκαν από τα καθήκοντά τους και φυλακίστηκαν και οι δήμοι τους (σε περιοχές με κουρδική πλειοψηφία) καταλήφθηκαν από την εκτελεστική εξουσία. Οι διώξεις και οι απειλές εναντίον αυτού του κόμματος ανάγκασαν τους Κούρδους να το εγκαταλείψουν και να ιδρύσουν ένα άλλο νόμιμο κουρδικό κόμμα, το σημερινό DEM. Με άλλα λόγια, είναι ένα όπλο που χρησιμοποιείται επανειλημμένα ενάντια στις πολιτικές εκφράσεις του κουρδικού πληθυσμού, το οποίο τώρα εκδηλώνεται σε μεγαλύτερη κλίμακα με την επιχείρηση της στέρησης από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης του δικαιώματος να συμμετέχει στις εκλογές. Το τέχνασμα δεν είναι καινούργιο, και ο σημερινός κυβερνήτης το γνωρίζει από τη δική του εμπειρία, καθώς και ο ίδιος έπεσε θύμα παρόμοιας διαδικασίας, ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης τη δεκαετία του 1990.
Όπως επισημαίνει η κουρδικής καταγωγής πανεπιστημιακή ερευνήτρια Αζίζ Ασλάν, σχετικά με τις εξελίξεις στην Τουρκία προκύπτει ένα ερώτημα, γιατί, δηλαδή, ο Ερντογάν χρησιμοποιεί τώρα νόμους εναντίον του Ιμάμογλόυ, ενώ οι προεδρικές εκλογές απέχουν ακόμη τρία χρόνια. Η επίσπευση των εκλογών μπορεί να είναι μια πιθανή εξήγηση που στοχεύει στην αποδυνάμωση της υποψηφιότητας, του υποψηφίου προέδρου, αντιπάλου του Ερντογάν και με τον τρόπο αυτό να οδηγηθεί ο πολιτικός συνασπισμός του Ιμάμογλου σε κατάσταση αδυναμίας και διαρκούς αμυντικής στάσης. Παράλληλα, είναι μια σοβαρή προσπάθεια εξάλειψης των συνθηκών ελεύθερου εκλογικού ανταγωνισμού για την εξασφάλιση της εξουσίας χωρίς πολιτική αντιπολίτευση. Ωστόσο, υπάρχει επίσης σοβαρός κίνδυνος για τον Ερντογάν, να αντιστρέψει, δηλαδή την κατάσταση ο αρχηγός της αντιπολίτευσης που κατηγορείται με αδύναμη κατηγορία, καθώς ο χρόνος είναι πολύ μεγάλος σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτικό σκηνικό. Προς το παρόν, ο Ιμαμόγλου βρίσκεται ήδη στον Μαρμαρά, στη φυλακή υψίστης ασφαλείας στο χωριό Σηλυβρία, όπου ο Ερντογάν έχει φυλακίσει και κρατά απομονωμένους χιλιάδες πολιτικούς αντιπάλους του.
Η επιτυχία αυτών των κινήσεων μπορεί να επιτρέψει στον Ερντογάν να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εξουσίας, κάτι που, αν συμβεί, θα έχει σαν αποτέλεσμα να ξεπεράσει τις δύο δεκαετίες, εδραιώνοντας ένα αυταρχικό πολιτικό μοντέλο διακυβέρνησης που αλλάζει το πρόσωπο της Τουρκίας και οδηγεί στον ολισθηρό δρόμο ενός ολοένα πιο αντιδραστικού και συντηρητικού πολιτικού ισλαμισμού, αλλάζοντας εκ βάθρων τα κοσμικά θεμέλια της δημοκρατίας που ίδρυσε ο Ατατούρκ, στη δεκαετία του ’20, τον προηγούμενο αιώνα. Αυτή η εξέλιξη προς ένα οιονεί δικτατορικό καθεστώς έχει συνδυαστεί με ένα νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα και μια εξωτερική πολιτική που στοχεύει στην ανοικοδόμηση της παλαιάς οθωμανικής εξουσίας. Σε αυτό το σχέδιο για μεγαλύτερη τουρκική παρέμβαση στην περιοχή, που περιλαμβάνει οπορτουνιστικές σχέσεις με τις γύρω δυνάμεις (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ρωσία, Ιράν, Ισραήλ και, φυσικά, Ηνωμένες Πολιτείες), οι φιλοδοξίες του κουρδικού λαού για αυτονομία αποτελούν σοβαρό εμπόδιο και έχουν γίνει έμμονη ιδέα για τον Ερντογάν. Η λύση που, σε όλη την ιστορική διαδρομή, έδινε μέχρι τώρα η Τουρκία στο πρόβλημα αυτό, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση είχε την εξουσία, ήταν η καταστολή, μια λύση που ο Ερντογάν υιοθέτησε με ενθουσιασμό και έφτασε ακόμη και σε επίπεδα περιφερειακού πολέμου. Ωστόσο, η πιθανότητα για ειρήνευση προέκυψε, απροσδόκητα, από τους πιο αντιδραστικούς συμμάχους του.
Μια περίεργη στροφή ειρήνης στο Κουρδιστάν
Στις 27 του περασμένου Φεβρουαίου, ο ηγέτης του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, απηύθυνε έκκληση για ειρήνη από τη φυλακή στο νησί, Ιμραλί, όπου βρίσκεται σε απομόνωση. Η αναγγελία της έκκλησης προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, επειδή ο Κούρδος ηγέτης που είναι σήμερα 76 χρονών, πέρασε είκοσι έξι χρόνια σε εξαιρετικά σκληρές συνθήκες κράτησης, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, ούτε καν με τους συγγενείς και τους δικηγόρους του, ενώ παράλληλα η τουρκική καταστολή του κουρδικού κινήματος ήταν στο αποκορύφωμά της. Η έκκληση του Οτσαλάν περιελάμβανε και αίτημα για διάλυση του PKK, μια κίνηση που προκάλεσε κατάπληξη τόσο στους υποστηρικτές του κινήματος και, κυρίως, στους μαχητές του PKK, οι οποίοι έπρεπε να υπακούσουν στην πρόταση του ηγέτη τους, ενώ, την ίδια στιγμή δέχονταν επιθέσεις και εισβολές στα εδάφη τους από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και τους συμμάχους τους στη Συρία. Η κατάσταση θυμίζει κάπως τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Νέλσον Μαντέλα και του καθεστώτος του απαρτχάιντ, όταν ο Μαντέλα ήταν ακόμη φυλακισμένος και χωρίς καμία επικοινωνία με την ηγεσία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, τα μέλη του οποίου ήταν στην εξορία.
Αν και οι κουρδικές οργανώσεις απάντησαν σύντομα υποστηρίζοντας την πρόταση του ηγέτη τους για ειρήνη, και ο Οτσαλάν έχει τώρα περισσότερες επαφές με τον έξω κόσμο, οι διαπραγματεύσεις φαίνεται να βρίσκονται σε αδιέξοδο, διότι από την πλευρά της τουρκικής κυβέρνησης δεν έχει σημειωθεί ακόμη καμία πρόοδος, τουλάχιστον επίσημα. Παράλληλα, τόσο η νομική ομάδα του DEM (του φιλοκουρδικού Κόμματος Ισότητας και φιλίας των Λαών), όσο και το ίδιο το PKK ζητούν από τον Οτσαλάν να είναι παρών σε ένα συνέδριο ή μια συνδιάσκεψη, έστω και μέσω τηλεδιάσκεψης, για να συζητήσουν τις κουρδικές εξελίξεις. Πέρα από οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός (μέχρι στιγμής κηρύχθηκε μονομερώς από το PKK, αλλά δεν κηρύχθηκε από την Τουρκία) και την ανεπίσημη πρόοδο στις συνομιλίες, για την κουρδική πλευρά είναι σαφές ότι, χωρίς σοβαρές δεσμεύσεις για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, την αναγνώριση της ταυτότητάς των Κούρδων, ένα βαθμό αυτονομίας για το Κουρδιστάν και γραπτές συμφωνίεςγια ισότιμη συμμετοχή των Κούρδων στην νόμιμη τουρκική πολιτική, η έκκληση για ειρήνη θα είναι άλλη μια αποτυχία στην μακρά ιστορία των συγκρούσεων.
Ωστόσο, το ξεκίνημα αυτών των διαπραγματεύσεων διαφέρει σημαντικά από άλλες προσπάθειες. Αυτή τη φορά, η πρωτοβουλία προήλθε από τον πιο αντιδραστικό εθνικιστικό φορέα της τουρκικής πολιτικής ζωής, με δημόσια, δηλαδή, τοποθέτηση του Ντελβέτ Μπαχτσελί, αρχηγού του MHP (Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος).Ο Μπαχτσελί, ήταν αυτός που, απροσδόκητα, άνοιξε την πόρτα στις διαπραγματεύσεις ζητώντας, με δυναμικές μάλιστα, δηλώσεις, μια συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και PKK που θα τερματίζει την ένοπλη σύγκρουση και θα επέτρεπε στους Κούρδους να ενταχθούν στη νόμιμη πολιτική ζωή με αμοιβαία αποδεκτούς όρους. Αυτός ο φορέας της τουρκικής εθνικιστικής δεξιάς, γνωστός και ως Ülkücü, (το ακροδεξιό, εθνικιστικό και παντουρκικό κίνημα των Γκρίζων Λύκων) είναι ένας σημαντικός πυλώνας στην τουρκική δομή εξουσίας. Η παραστρατιωτική του πτέρυγα υποστήριξε την καταστολή της αριστεράς κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας της δεκαετίας του 1980 και συνέβαλε στη στήριξη του Ερντογάν κατά την αιματηρή απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Από εκείνη τη στιγμή, το MHP (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης) έγινε θεμελιώδης υποστηρικτής της κυβέρνησης του AKP, οπότε τα λόγια του Μπαχτσελί και ο βασικός του ρόλος στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις δεν μπορούν να υποτιμηθούν.
Όπως επισημαίνει η Αζίζ Ασλάν, κουρδικής καταγωγής, διδάκτωρ κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πουέμπλα (Μεξικό), στο τουρκικό πολιτικό σύστημα υπάρχουν τρία θεμελιώδη ρεύματα: ο ισλαμιστικός εθνικισμός με νεο-οθωμανικές προεκτάσεις που εκφράζεται από το κόμμα AKP, του Ερντογάν, ο ακροδεξιός εθνικισμός με κύρια έκφρασή του το κόμμα MHP του Μπαχτσελί. και ο κοσμικός προοδευτισμός που εκφράζεται από το CHP, (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) και απαντά πιο καθαρά στην ιστορική κληρονομιά του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Τα πολιτικά αυτά ρεύματα, αν και έχουν μεταξύ τους σημαντικές διαφορές και συχνά οδηγούνται σε έντονες συγκρούσεις, όμως, όπως φαίνεται και από τη σκληρή αντιπαράθεση που ακολούθησε τη φυλάκιση του Ιμάμογλου, όλοι διέπονται από τον τουρκικό εθνικισμό, ενώ, όπως δείχνει η ιστορία, όλοι συμφωνούν στην καταστολή της αριστεράς και του κουρδικού κινήματος. Το νέο είναι το ρήγμα σε αυτήν την αντικουρδική στάση, τόσο από την πλευρά του CHP, που χρειάζεται την υποστήριξη αυτής της ομάδας για να έχει πιθανότητες εκλογικής νίκης εναντίον του Ερντογάν, όσο και εντός του ίδιου του δεξιού εθνικισμού, που ζητά την έναρξη μιας ειρηνευτικής διαδικασίας. Για τη σωστή ερμηνεία των αιτιών των αλλαγών και, ιδιαίτερα, των συνεπειών που έχουν στην ταραγμένη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Μέση Ανατολή, είναι ανάγκη να ληφθούν υπόψη η συριακή σύγκρουση και η μεταβαλλόμενη και ασταθής ισορροπία που επικρατεί, οι προοπτικές για κουρδική αυτονομία στη Ροζάβα (νότιο Κουρδιστάν και βόρεια Συρία) και ο ρόλος της ισραηλινής επεκτατικής πολιτικής. Είναι πιθανό ότι πίσω από την πρόταση της ακροδεξιάς για μια ειρηνευτική διαδικασία βρίσκεται η επιθυμία να «κλείσει το εσωτερικό μέτωπο» για να εδραιώσει τη θέση του το τουρκικό κράτος στην περιοχή χωρίς να υπάρχει κανένα ρήγμα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό είναι αδύνατο χωρίς δημοκρατικές παραχωρήσεις από την εξουσία γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την καρδιά του σχεδίου του Ερντογάν.
Η Ροζάβα στο «μάτι του κυκλώνα»
To να διαχωρίζει κανείς -επιχειρώντας να αναλύσει το κουρδικό ζήτημα- τον αγώνα των Κούρδων στην Τουρκία από την κατάσταση που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή είναι κάτι που δεν έχει νόημα, με δεδομένο ότι ο κουρδικός λαός είναι διασκορπισμένος σε τέσσερις χώρες, οι οποίες, εκτός από το Ιράν, είναι προϊόν της διαίρεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με βάση τις αποφάσεις των αποικιακών δυνάμεων (Μ. Βρετανία και Γαλλία) και της εκκολαπτόμενης Δημοκρατίας της Τουρκίας. Η σύγχρονη Τουρκία έχτισε ένα κράτος βασισμένο στην τουρκική ταυτότητα (με κριτήρια τη θρησκεία, τη γλώσσα, την ιστορία, ακόμη και τη φυλή) και περιθωριοποίησε με τη βία τις σημαντικές μειονότητες που, μέχρι τότε, είχαν ένα αποδεκτό από όλους επίπεδο συνύπαρξης εντός της αυτοκρατορίας. Τις συνέπειες αυτής της μορφής κρατικής οικοδόμησης με βάση την τουρκική εθνότητα τις πλήρωσαν εθνικές μειονότητες, αρχής γενομένης από τους Αρμένιους, οι οποίοι υπέστησαν την πρώτη γενοκτονία στον 20ο αιώνα στην Ευρώπη, χωρίς να υπολογίζονται οι σφαγές των αποικιακών ευρωπαϊκών δυνάμεων στις αφρικανικές αποικίες. Ακολούθησαν οι Έλληνες, που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της αντιπαράθεσης στον αγώνα για ανεξαρτησία. Οι μεγαλύτερες βιαιότητες κατά των Ελλήνων έγιναν από τη Δημοκρατία της Τουρκίας, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, με τη βίαιη εκδίωξη της σημαντικής ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας από το τουρκικό έδαφος. Κάτι αντίστοιχο βίωσαν και οι Κούρδοι, που είδαν να ματαιώνονται οι ελπίδες τους για ένα δικό τους κράτος μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η κρίση, του περασμένου αιώνα, συνεχίζει να ρίχνει σκιά στην περιοχή και ο συνεχιζόμενος κουρδικός αγώνας είναι συνέπεια αυτών των συνθηκών.
Το PKK, του οποίου ηγέτης είναι ο Οτσαλάν, ιδρύθηκε ως μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα τη δεκαετία του 1970 και ξεκίνησε τον αντάρτικο αγώνα στα βουνά της κουρδικής περιοχής, στην ανατολική Τουρκία το 1984. Δημιούργησε τις επιχειρησιακές του βάσεις στη Συρία έως ότου ο Χαφέζ Αλ Άσαντ, ο πατέρας του πρόσφατα έκπτωτου Σύρου προέδρου, μη μπορώντας να αντισταθεί στις τουρκικές πιέσεις απέλασε. το 1999, από τα συριακά εδάφη το PΚΚ και τον Οτσαλάν, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψη και φυλάκιση του Κούρδου ηγέτη στις τουρκικές φυλακές, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Στη φυλακή, ο Οτσαλάν υιοθέτησε ιδέες από τον Αμερικανό αναρχικό Μάρεϊ Μπούκτσιν και, σε συνδυασμό με τη δική του εμπειρία ανέπτυξε τη θέση σχετικά με τον «δημοκρατικό συνομοσπονδισμό», οι αρχές του οποίου έχουν εφαρμοστεί στο συριακό Κουρδιστάν, γνωστό ως Ροζάβα. Οι αρχές αυτές βρίσκουν την έκφρασή τους, κυρίως, στην ομοσπονδιακή λειτουργία, στην κοινοτική αυτονομία, στη δημοκρατική συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών εθνοτήτων και στην καθιέρωση του κομβικού ρόλου των γυναικών, ως δομικού στοιχείου στις κοινωνικές σχέσεις. Η υιοθέτηση του ισότιμου ρόλου των γυναικών στη Ροζάβα, που έγινε διεθνώς γνωστή, επιφέρει σημαντικό πλήγμα στην κουλτούρα της πατριαρχίας που είναι βαθιά ριζωμένη στην περιοχή, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Αυτή η πτυχή πήρε ευρύτερες διαστάσεις και, ως ένα βαθμό, ρομαντικοποιήθηκε, ειδικά μετά από τη δημιουργία των γυναικείων ενόπλων μονάδων που απέκτησαν φήμη πολεμώντας το ISIS στη μάχη του Κομπάνι το 2014. Οι YPJ (Μονάδες Προστασίας Γυναικών) ενσωματώθηκαν στις YPG (Μονάδες Προστασίας του Λαού), τις μονάδες πολιτοφυλακής που δημιούργησε το PKK.
Ωστόσο, είναι πιθανό ότι η μεγάλη στρατηγική στροφή στο κουρδικό ζήτημα ξεκίνησε από τον ηγέτη των Κούρδων, τον Οτσαλάν, μετά από ένα ιδεολογικό αναπροσανατολισμό και είναι η αλλαγή στρατηγικής από ένα ξεχωριστό Κράτος των Κούρδων προς την κατεύθυνση της αυτονομίας τους στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας. Αυτό μπορεί να γίνει με την οργανωτική διασύνδεση και ενσωμάτωση διαφορετικών πολιτιστικών και θρησκευτικών ταυτοτικών ομάδων σε κοινοτικές οργανώσεις, που λειτουργούν δημοκρατικά, κάτι που αποτελεί το κύριο πολιτικό πλεονέκτημα του κόμματος PYD (Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης), το κόμμα των Κούρδων στη Συρία. Στο κόμμα αυτό ανήκουν και οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), οι πολιτοφυλακές των οποίων αποτελούν μέρος τόσο το YPJ, όσο και το YPG, που ενσωματώνουν επίσης άλλους ένοπλους σχηματισμούς κοινοτήτων στην περιοχή.
Το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου πολέμου έδωσε στους Κούρδους την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια αυτόνομη διοίκηση στα βόρεια συριακά εδάφη, όπου έχουν την πληθυσμιακή πλειοψηφία. Στην περιοχή αυτή αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μια βάναυση επίθεση από τους ριζοσπάστες ισλαμιστές του ISIS, τους οποίους πέτυχαν να νικήσουν. Αυτό το γεγονός, μαζί με την εχθρότητα της Τουρκίας, η οποία άρχισε να αντιλαμβάνεται αυτή την κατάσταση ως απειλή για τα δικά της σχέδια, ώθησε τις δυνάμεις του SDF (Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις) σε μια στρατιωτική συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τους έβλεπαν ως τον μόνο πιθανό σύμμαχο για να σταματήσουν το ISIS και ως μια εναλλακτική επιλογή, τόσο για τις ισλαμιστικές ομάδες, όσο και για την κυβέρνηση του κόμματος Μπάαθ, του Άσαντ. Η Τουρκία, από την πλευρά της, ξεκίνησε μια επίθεση στο βόρειο τμήμα της Συρίας το 2018, με ξεκάθαρο στόχο την κουρδική αυτονομία. Αυτό συνέβη μετά τη σταθεροποίηση της κατάστασης στη Συρία, με την επέμβαση της Ρωσίας και του Ιράν για να στηρίξουν τον Άσαντ. Η ξαφνική πτώση του Άσαντ, τον περασμένο Δεκέμβριο, προσέφερε στον Ερντογάν την ευκαιρία να παρουσιάζεται ως ο δυνητικός νικητής στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, αφού είχε τον έλεγχο σε ένα μεγάλο μέρος των πολιτοφυλακών που υποστηρίζουν την προσωρινή κυβέρνηση της σουνιτικής ισλαμιστικής πολιτικής οργάνωσης HTS και ιδιαίτερα στην ισλαμιστική πολιτοφυλακή με επικεφαλής τον Αχμέντ αλ Σαράα, τον οποίο επηρεάζει αποφασιστικά.
Η Αζίζ Ασλάν, συγγραφέας του ενδιαφέροντος βιβλίου «Αντικαπιταλιστική Οικονομία στη Ροζάβα», που αναφέρεται στην οικονομική οικοδόμηση του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού στη Ροζάβα και είναι η διδακτορική της διατριβή που παρουσιάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Πουέμπλα, στο Μεξικό, το 2021, επισημαίνει ότι η ταχύτητα και το βάθος των αλλαγών που συνέβησαν στη Μέση Ανατολή τον τελευταίο ενάμιση χρόνο κάνουν επιτακτική την ανάγκη να υπάρξει κάποια μορφή συμφωνίας που θα σταθεροποιήσει την κατάσταση.. Με βάση την ερμηνεία αυτή «Ο Οτσαλάν με το κάλεσμά του για έναρξη μιας διαδικασίας ειρήνευσης με τον ιστορικό εχθρό των Κούρδων, το τουρκικό κράτος, προσπαθεί να βρει μια τρίτη επιλογή μεταξύ της τρέχουσας προσέγγισης του «όλα ή τίποτα», προκειμένου να προσφέρει μια εναλλακτική στην εξόντωση των λαών». Για την ερευνήτρια που ζει στο Μεξικό, η κατάσταση αλλάζει πολύ γρήγορα και επιβάλλει τον τερματισμό των συγκρούσεων που εξακολουθούν να προέρχονται από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η πτώση του Μπααθικού καθεστώτος είναι ίσως ένα από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα σε έναν ιλιγγιώδη κύκλο που ξεκινά στη Γάζα στις 7 Οκτωβρίου 2023, με την επίθεση της Χαμάς και τη βάναυση απάντηση του Ισραήλ που συνοδεύτηκε από την εκδικητική αύξηση της δύναμης του για καταστροφή. Ήταν μια εξέλιξη, που προκάλεσε τεράστια οπισθοδρόμηση στη συμμαχία που φαινόταν να κερδίζει έδαφος στη συριακή σύγκρουση, έθεσε το Ιράν σε θέση .αμυνόμενου και αξιοποίησε την πτώση του Άσαντ και το κενό εξουσίας και ειδικά, τη μείωση της στρατιωτικής του δύναμης, για να μετατραπεί το Ισραήλ σε μια τρομοκρατική δύναμη που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ με κάθε κόστος. Όλα αυτά έχουν αναμφισβήτητο αντίκτυπο στην αναστάτωση και στην κατάργηση κάθε ισορροπίας στην περιοχή.
Ένα μακροπρόθεσμο, αλλά πιθανά, πολύ βραχυπρόθεσμο σχέδιο
Η επιρροή του Ερντογάν στο νέο συριακό καθεστώς είναι σαφής, αλλά δεν έχει ακόμη εδραιωθεί, καθώς η κυβέρνηση του Αχμέντ Αλ Σαράα πρέπει να ισορροπήσει σε ένα εξαιρετικά ασταθές έδαφος. Οι γεωπολιτικές εντάσεις είναι έντονες: το Ισραήλ με κάθε ευκαιρία δείχνει τα δόντια του, προκειμένου να κάνει σαφές ότι χρειάζεται μια αδύναμη Συρία χωρίς καμία δυνατότητα να παρέμβει στις υποθέσεις της περιοχής, ενώ κάνει συμφωνίες με τους Δρούζους, στο νότο και πιέζει την Τουρκία να εγκαταλείψει την κατασκευή βάσης πυραύλων και ραντάρ σε περιοχές όπου κυριαρχούν οι πολιτοφυλακές που οι Ισραηλινοί χρηματοδοτούν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με την αυτόνομη κουρδική αρχή, συνεχίζουν να κυριαρχούν στις πετρελαϊκές περιοχές, αφαιρώντας έτσι τον έλεγχο από την κυβέρνηση Αλ Σαράα στους μεγαλύτερους πόρους της χώρας. Επιπλέον, η οικονομική υποδομή της Συρίας είναι ερειπωμένη μετά από έναν μακρύ, συνεχιζόμενο, εμφύλιο πόλεμο. Η αδυναμία πρόσβασης για οικονομική εκμετάλλευση στην περιοχή των Κούρδων, όχι μόνο αποδυναμώνει οικονομικά τη συριακή προσωρινή κυβέρνηση αλλά αποκλείει επίσης την Τουρκία από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στην περιοχή.
Σε αυτές τις συνθήκες συγκρούσεων το συριακό ισλαμικό καθεστώς κατέσφαξε χιλιάδες Αλαουίτες (κοινότητα στην οποία ανήκουν οι Άσαντ) στη συριακή ακτή, όπου βρίσκονται και οι δύο ρωσικές βάσεις στη χώρα. Η σοβαρότητα της κατάστασης, η οποία απείλησε να κλιμακωθεί, ώθησε τον Αλ Σαράα, σύμφωνα με τον Τούρκο αναλυτή Ντενίζ Γκιρλέν, να καταλήξει σε γρήγορη συμφωνία με την ηγεσία του κουρδικού κινήματος. Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του, «Η κυβέρνηση του Άλ Σαράα (HTS) έχει δύο μεγάλα προβλήματα και είναι ένα μυστήριο το πώς θα τα λύσει: το πρώτο είναι η αποτροπή της εξέγερσης διαφορετικών θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων στη Συρία και το δεύτερο είναι η άσχημη κατάσταση της οικονομίας (είναι σαφές ότι το δεύτερο δεν είναι ανεξάρτητο από το πρώτο). Αν και οι συμφωνίες που υπογράφηκαν αναγνωρίζουν διακριτό ρόλο για την κουρδική κοινότητα και το κίνημά της στην ισορροπία δυνάμεων στη νέα Συρία και παρέχουν εγγυήσεις για εκδημοκρατισμό, η προσωρινή κυβέρνηση στο υπουργικό συμβούλιο που πραγματοποίησε δεν έθεσε το θέμα για τις συμφωνίες προκαλώντας έντονες διαμαρτυρίες από τους Κούρδους. Είναι επομένως φανερό ότι όλα είναι εύθραυστα και επισφαλή, με τις εντάσεις έτοιμες να ξεσπάσουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έκκληση για έναρξη ειρηνευτικής διαδικασίας μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης και του PKK έχει αναμφισβήτητο αντίκτυπο και στην κατάσταση στη Συρία, αφού όπως τονίζει ο Ντενίζ Γκιρλέν, η συμφωνία είναι ένα θεμελιώδες βήμα για το κουρδικό κίνημα, καθώς είναι η πρώτη φορά από την έναρξη του ένοπλου αγώνα υπό την ηγεσία του PKK που οι Κούρδοι αναγνωρίζονται επίσημα. Σύμφωνα με τον Γκιρλέν «Η σημασία αυτής της συμφωνίας είναι ότι έδωσε στο κουρδικό κίνημα επίσημο χαρακτήρα και άνοιξε μεγάλο περιθώριο ελιγμών σχετικά με τις εξελίξεις στη Συρία τις επόμενες ημέρες».
Κατά τη γνώμη της Αζίζ Ασλάν, αν και ο αντίκτυπος ανάμεσα στις συμφωνίες στην Τουρκία και στην κατάσταση στη Ροζάβα δεν είναι τόσο άμεσος, όμως υπάρχει κάποια σχέση, γιατί είναι διαδικασίες αλληλένδετες. Ο Γκιρλέν ενισχύει αυτή την άποψη κάνοντας μια σαφή διάκριση: «Ο Οτσαλάν απευθύνθηκε στο PKK και όχι στο PYD, (το κόμμα των Κούρδων της Συρίας)», προσφέροντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στους τελευταίους να διαφοροποιηθούν και να διεξάγουν μόνοι τους διαπραγματεύσεις, κάτι που, πολύ πιθανό, είναι και ο επιδιωκόμενος στόχος της έκκλησης του Οτσαλάν. Κατά την άποψή του Γκιρλέν αυτό το κάλεσμα και η συμφωνία στη Συρία μπορούν να θεωρηθούν ευκαιρία για το κουρδικό κίνημα, αν και ο χρόνος εφαρμογής μπορεί να είναι πολύ μεγάλος για την ιλιγγιώδη δυναμική με την οποία εξελίσσεται η περιφερειακή πολιτική στην Μέση Ανατολή. Αυτό αποδεικνύεται και από τις εντάσεις με τη συριακή ισλαμική κυβέρνηση στις λίγες μέρες των διαπραγματεύσεων, οι οποίες , όπως έχει συμφωνηθεί, γίνονται μέσω επιτροπών και θα λειτουργήσουν μέχρι το τέλος του έτους. Αναμφίβολα, επισημαίνει ο Γκιλρλέν «αυτή είναι μια πολύ μεγάλη περίοδος για τη Μέση Ανατολή και τη Συρία».
Όπως φαίνεται και από τις εξελίξεις αυτές, οι κρίσεις είναι εκείνες οι χρονικές περίοδοι που όλα επιταχύνονται και οι αλλαγές που συνέβησαν σε αυτό το μέρος του κόσμου σε λίγο λιγότερο από ενάμιση χρόνο έχουν αλλάξει τους χάρτες που υπάρχουν για περισσότερο από μισό αιώνα. Ο ξαφνικός και φονικός πόλεμος στη Γάζα λειτούργησε ως θρυαλλίδα προκαλώντας ένα ντόμινο που δεν έχει ακόμη ξεδιπλωθεί πλήρως και του οποίου οι συνέπειες είναι ακόμη ασαφείς. Η πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ και η εγκατάσταση μιας ισλαμιστικής κυβέρνησης που γρήγορα αναγνωρίστηκε ως «δημοκρατική» από τη Δύση ανέτρεψε τα πράγματα και η αστάθεια που επικρατεί στον κόσμο στη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών προστέθηκε σε όλα αυτά δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Από την οπτική γωνία των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων η κατευθυντήρια αρχή της αμερικανικής πολιτικής είναι η παρεμπόδιση της δημιουργίας του άξονα Ρωσίας-Ιράν-Κίνας, με το «Μεγάλο Ισραήλ» ως πειθήνιο όργανο και την Τουρκία να κατέχει πολιτική και στρατιωτική ισχύ που δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε οικονομικά οφέλη.
Ωστόσο, οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που διαδραματίζονται σε κάθε χώρα και περιοχή έχουν επίσης τη δική τους λογική, η οποία δεν υποτάσσεται πάντα στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς. Η αλληλοσύνδεση των διαφορετικών σχεδίων είναι αυτή που θα καθορίσει τελικά σε ποιο βαθμό θα συνδυαστούν η τουρκική κρίση, το κουρδικό ζήτημα, η συριακή σταθεροποίηση και η γενοκτονία κατά των Παλαιστινίων στο εγγύς μέλλον, σε αυτό το μακροπρόθεσμο πλάνο που μπορεί ίσως και να υλοποιηθεί ακόμη και τους επόμενους μήνες.
*Καθηγητής κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, ιδρυτής της Ανοιχτής Σχολής στην έδρα της Φιλοσοφίας του ιδίου πανεπιστημίου
Μετάφραση από τα ισπανικά Μάκης Σταύρου