Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη: Φιλόλογος
«Το θέμα της επανόρθωσης (εκδίκηση και συγχώρεση) θα το διαδεχθεί η Λήθη. Κανείς δεν θα επανορθώσει τις αδικίες που έγιναν, αλλά όλες θα ξεχαστούν».
ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ από «ΤΟ ΑΣΤΕΙΟ»
Nαι, ξεχνιούνται ταχύτατα, χωρίς αιδώ. Ένας από τους λόγους που τα εγκλήματα επαναλαμβάνονται. Ποτέ όμως δεν μπορούν να τα διαγράψουν οι παθόντες και οι κοινωνικά εγγράμματοι.
Στο Ι… Γυμνάσιο της Αθήνας, όπου είχα διοριστεί προσωρινά, υπήρχαν πολλοί συμπαθητικοί άνθρωποι. Ξεχώριζαν όμως δύο καθηγήτριες. Η Φιλιώ Οικονόμου, με εμφανέστατη σωματική αναπηρία, χωρίς δική της οικογένεια, που, παρ’ όλα αυτά, ήταν η προσωποποίηση της καλοσύνης. Και η Καίτη Πατρινού, χήρα εδώ και χρόνια, με τέσσερα παιδιά.
Τη δεκαετία του 1960, δεν ήταν – και δεν είναι – διόλου εύκολο να μεγαλώνεις και να μορφώνεις, μόνη σου, μ’ ένα μισθό του Δημοσίου, ούτε ένα παιδί, πόσο μάλλον τέσσερα. Σχολικό ωράριο, κάποιες ώρες σε ιδιωτικό, ιδιαίτερα μαθήματα και η φροντίδα του σπιτιού. Κι όμως, η κυρία Πατρινού ήταν συνεπής, αποτελεσματική στη δουλειά της, με την εκτίμηση όλων μας.
Πολύ αδύνατη, με λεπτά, αλλά δυνατά χαρακτηριστικά, σαν σχηματισμένα με σίγουρο μολύβι στο πρόσωπό της. Πάντοτε ίδια, αφού δεν έβγαζε τα μαύρα, χωρίς να της λείπει ένα ευγενικό χαμόγελο, σοβαρή και συνάμα στοργική δίπλα στα παιδιά μας. Μια «περγαμηνή» με τη γραφή της αφοσίωσης σε όσα ήταν ο προορισμός της.
Περίπου ένα χρόνο συνυπηρετήσαμε, γρήγορα είχε έλθει ο μόνιμος διορισμός μου στην Τρίπολη. Το πρώτο διάστημα του 1967, μέσα στην ανωριμότητά μου, παρά το ανορθόδοξο της πολιτικής κατάστασης, ποτέ δεν είχε χωρέσει ο νους μου ότι θα γίνει πραξικόπημα. Κι ας είχα διαβάσει ένα δύο μονόστηλα σε εφημερίδες, με αναφορά σε φήμες για τον κίνδυνο που διατρέχαμε.
21 Απριλίου, 7:30 το πρωί, ήλθε ένας γείτονας και μας είπε ότι κηρύχτηκε δικτατορία… Αυτοκίνητο της Ασφάλειας πολιορκούσε ως το μεσημέρι το απέναντι σπίτι, που γονείς και παιδιά, πέτρα πέτρα το χτίζανε και μόλις είχε τελειώσει. Αργότερα πιάσανε τον πατέρα, έναν απλό αριστερό και αμέσως τον έστειλαν στους γνωστούς τόπους. Μαζί με τα εφιαλτικά εμβατήρια, αυτές ήταν οι πρώτες εικόνες, του «Δεν υπάρχουν Δεξιοί, Κεντρώοι, Αριστεροί», όπου σύντομα και η οικογενειακή μου ζωή θα έπαιρνε μια ειδική θέση, έστω μικρότερη σε σύγκριση με άλλες.
Το Μάρτη του 1968 βρέθηκα ξανά στην Αθήνα. Από τον Φεβρουάριο οι εφημερίδες δημοσίευαν καταλόγους υπαλλήλων, που είχαν απολυθεί «εκ της παρά τη… υπηρεσία θέσεώς» τους, «επί τη βάσει» των Ι’ και Θ’, Συντακτικών Πράξεων (Ι’ Συντακτική Πράξις: «Περί εξυγίανσης των δημοσίων και άλλων τινών Υπηρεσιών». ΦΕΚ, 31 Αυγούστου 1967. τ. Α’Αριθμός φύλλου: 149). Αν δεν άρεσες στο καθεστώς, αν ήσουν δημοκρατικός και παράλληλα σε είχε σημαδέψει κάποιο «καρφί», αν και κατάφερνες, σύμφωνα με τους προνοητικούς ούτε καν να «ερυθριάς» ακούγοντας τα χειρότερα, εύκολα συμπληρωνόταν ο φάκελός σου. Γραφόταν το πρωτόγονο και συνάμα καταγέλαστο κατηγορητήριο και, ξαφνικά, ύστερα από χρόνια φιλότιμης δουλειάς, σε καλούσε ο προϊστάμενος, σου έδινε ένα χαρτί και, με τη θρασεία ευχή «Καλή τύχη» σε πετάγανε στο δρόμο. «23 Μαρτίου 1968. Τον περασμένο μήνα έπεσε γερό μαχαίρι. Πάνω από χίλιες απολύσεις από υπουργεία, τράπεζες…». Ο νεαρός επιστήμονας και μετέπειτα γνωστός μας διπλωμάτης και φιλέλληνας Μ. LIEIWIN-SMITH, κατέθετε τις καίριες πληροφορίες σε έγκυρη εφημερίδα του Λονδίνου.
Προβλήματα ψυχολογικά, προβλήματα επιβίωσης. Φυσικά δεν «υστέρησαν» και οι εκπαιδευτικοί κάθε βαθμίδας. Καταξιωμένοι Δάσκαλοι -έλλειψη κύρους είχαν τη βλακεία να τους καταλογίζουν- άνθρωποι ήθους, κατέληξαν «απόβλητοι» και πολλοί από αυτούς φυλακισμένοι. Ανάμεσά τους …η Καίτη Πατρινού. Διότι, είχε αδελφό στο Παραπέτασμα!
Θεέ μου… Τι θα γινόταν αυτή η γυναίκα με τα τέσσερα παιδιά μετά τη ληστεία του μισθού της; Και γιατί; Τι έκανε η ίδια; Μα ήταν τόσο κλεισμένη στον αγώνα της γυναίκα, τόσο κουρασμένη, που αμέσως είπαμε ότι, κι εκείνη, ήταν αδύνατον να είχε εκστομίσει κάτι εναντίον τους. Σε λίγες ημέρες, κάτω από κάκιστες συνθήκες, συναντηθήκαμε τυχαία σε μια δημόσια υπηρεσία. Ωχρή, δύο φορές βασανισμένη, με δυσκολία κρατιόταν στα πόδια της. Ζητούσε τα περιβόητα, γι’ αυτούς τους ανθρώπους, «στοιχεία του κατηγορητηρίου», χωρίς αποτέλεσμα. Τέλος ακούστηκε ένα «θα μάθετε», θα «απολογηθείτε» προφορικά, και σίγουρα το τελευταίο δεν θα έγινε ποτέ.
– Βέβαια, είπε εκείνη με πάθος, να μιλήσονμε και να μάθω ποιος είναι αυτός ο ασυνείδητος που με κατηγόρησε, να τολμήσει να ’ρθει μπροστά μου, να μου το πει… Και θα δούμε…
Άφησε μισοτελειωμένη τη φράση της, από την υπερένταση. Σ’ αυτά τα λόγια είχε βγάλει έξω την ψυχή της.
Μην έχουμε την αξίωση να τους είχε πετάξει στα μούτρα το χαρτί της απόλυσης. Δεν μπορούν όλοι να είναι ήρωες. Εδώ υπήρχαν τέσσερα παιδιά με την ανάγκη της. Είχε επιλέξει όμως -και όχι μόνον αυτή- τουλάχιστον

την αξιοπρέπεια της σιωπής, όπλο βέβαια όχι πάντα αποτελεσματικό για την περίσταση. Σε αντίθεση με χιλιάδες συμφεροντολόγους και ανόητους, που έσπευδαν να συγχαρούν χουντικές Αρχές «επί τη αναλήψει» κλπ. ή «επί τη διασώσει» του δικτάτορα! Πολλοί όμως, έστελναν τέτοια μηνύματα, σαν «άλλοθι», έντρομοι για το μέλλον τους. Εξευτελιζόταν με χίλιους τρόπους ο δυστυχής ελληνικός λαός…
Όσοι ήταν στο γραφείο παρακολουθούσαν την «επικίνδυνη» μάνα. Παράμερα, αλλάξαμε δυο λόγια. Ρώτησα για τα παιδιά.
– Ο μεγαλύτερος στο τρίτο έτος, στην Ιατρική. Μες στα έξοδά μου.
– Μπορείτε να κάνετε κάτι άλλο;
– Τίποτα. Ούτε σε ιδιωτικό μας επιτρέπουν, ούτε ιδιαίτερα μαθήματα.
– «Δε μένει παρά η αυτοκτονία» συμπλήρωσε αργότερα ένας άριστος μαθηματικός, από τη Λαμία.
Δεν είδα όμως τέτοιες διαθέσεις απάνω της. Η κυρία Πατρινού δεν ήταν καμιά καλομαθημένη ή ανώριμη.
Είχε αρπάξει τη ζωή στα χέρια της και θα προσπαθούσε, θα εύρισκε ένα οποιοδήποτε ομοίωμα λύσης, θα πάλευε.
Βγήκε έξω και ύστερα από είκοσι λεπτά περίπου, φάνηκε στο γραφείο ο γνωστός παράγων. Πάντα βάρβαρος, δηλωμένος φασίστας, αλλά αυτή τη φορά σκεπτικός:
– Ήλθε πάνω μια κυρία Πατρινού. Κοιτάξτε να την εξυπηρετήσετε, φαίνεται πολύ ταλαιπωρημένη.
Ήθελε να δείξει προσωπείο ανθρωπισμού ή του έκανε εντύπωση το θύμα με τα τέσσερα παιδιά; Μα το πρώτο βέβαια…
Ύστερα από τη δημοσίευση της ΚΑ’ Συντακτικής Πράξης από τον «φιλάνθρωπο» Παπαδόπουλο, τον μισητότερο άνθρωπο της νεότερης Ιστορίας μας, θα ακολουθούσε «επανάκριση» των απολυμένων, διότι είχαν γίνει …ορισμένα λάθη. Η διαδικασία πήγαινε με ρυθμό βασανιστικό. Κάποτε άρχισαν να επαναφέρουν μερικούς, όχι όμως εκείνους που είχαν απολυθεί ως, ή δήθεν κομμουνιστές, με την Θ’ πράξη. Επομένως και η παλιά μου συνάδελφος δεν είχε ελπίδα.
Η Καίτη Πατρινού «έπρεπε» να μαζέψει κι άλλη, πάρα πολλή πίκρα, έπρεπε να περάσει αγωνίες, πολύ μεγαλύτερη φτώχεια, για να δώσει τέσσερα παιδιά στην κοινωνία μας. «Η εθνοσωτήρια κυβέρνηση», εκτιμώντας τον πρότερο αγώνα της, είχε προεγκρίνει, φυσικά και για εκείνην, ένα αποτελεσματικό «βοήθημα»: Την απόλυσή της!
Η ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ 1967
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη, για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνους και κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζονται πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια, το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγω-δία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει συνειδητά ή ασυνείδητα. όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου.
Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό, όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη.
28 Μαρτίου 1969
23-4-1969, ακολούθησε παρόμοια δήλωση 23 Ελλήνων συγγραφέων, με χαιρετισμό προς τον Γιώργο Σεφέρη και την καταληκτική, απραγματοποίητη τελικώς, ελπίδα:
«Ας ελπίσουμε ότι η φωνή του ποιητή δεν θα αποδειχθεί η φωνή μιας ακόμη Κασσάνδρας»…
«Τα καλύτερά μας χρόνια…»
Παιδιά ακόμα, στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, ορκιζόμασταν με όρκους μυστικούς, σμίγοντας το αίμα

μας, όπως είχαμε διαβάσει στα μυθιστορήματα περιπέτειας ότι γινόταν σε καιρούς αλλοτινούς, ότι θα μείνουμε ικανοποιημένες μόνο κάνοντας δική μας όλη την καινούργια ζωή, αλλιώς δε θέλαμε τίποτα.
Ακόμα κι αν όλα χαθούν,
ακόμα κι αν γίνουν συντρίμμια,
μαζί τους θα ’μαι κι εγώ,
μαζί τους και τώρα και πάντα.
Και τώρα; Παραβιάζοντας τους παιδικούς μας όρκους, δεν χαθήκαμε μαζί με τα συντρίμμια. Εμείς, που δεν είμαστε πια παιδιά κι έχουμε παιδιά δικά μας, συνεχίζουμε με άλλο τρόπο τη ζωή μας. Με το νόημά της μετέωρο, με τα οράματα ασαφή, με τις βεβαιότητες του χθες να ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Φυλακισμένοι στην πιεστική πραγματικότητα των καθημερινών αναγκών, στην πάλη για την επιβίωση, με την ποίηση, τη λογοτεχνία, την τέχνη, διαφυγές – που ωστόσο δεν μπορούν να απαντήσουν από μόνες τους στις ερωτήσεις, που χρειάζονται επίσης καινούργια διατύπωση. Θολή η συνείδηση της θέσης μας: αν κάποια στιγμή ενώνουμε τη φωνή μας με αυτή του Διονύση και του Λαυρέντη και μερικών χιλιάδων πιτσιρικάδων στο Λυκαβηττό «Κουφάλες, δεν ξοφλήσαμε ακόμα!», δεν παύουμε μέσα μας να υποκαθιστούμε το θαυμαστικό με το ερωτηματικό.
Κοιτώντας όλη τη ζωή μας, δεν μπορούμε πια να τρέφουμε την παλιά ψευδαίσθηση ότι εκείνα τα χρόνια μάς διαμόρφωσαν σε ό,τι είμαστε σήμερα. Γιατί, αλήθεια, τι είμαστε σήμερα;
Εκείνα τα χρόνια ήταν τελικά τα πιο σημαντικά γι’ αυτά τα ίδια. Τα χρόνια που νιώθαμε ζωντανοί, όχι απλά γιατί ήμασταν νέοι, αλλά επειδή η ζωή μας, όχι στη σφαίρα των αυταπατών, αλλά ουσιαστικά, πραγματικά, πρακτικά, είχε περιεχόμενο κι αξία.
Ήταν τα καλύτερά μας χρόνια.
Νάντια Βαλαβάνη
από το βιβλίο «Εκ των υστέρων»,
εκδ. «Νέα Σύνορα, Α. Α. Λιβάνης»,
Αθήνα 1993
«Ίσως τα παιδιά μας…»

Όμως, η γλυκιά θαλπωρή της καθημερινότητας προστατεύει κάποιους από μας από την τρέλα μπροστά στην επίγνωση ότι κανένα όνειρό μας δε θα γίνει πραγματικό.
Ίσως τα παιδιά μας. Τα δικά μας παιδιά. Τα δικά μου, του Φωτεινού, του Μιχάλη, του Μητσούλη, των άλλων τότε συντρόφων. Ίσως. Οι θυσίες, όμως, των παιδιών που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και
σκοτώθηκαν, δεν μπορεί να πήγαν χαμένες. Γιατί είναι αυτές οι θυσίες που κάνουν το υλικό αυτό, από το οποίο πλάθεται η ιστορία των λαών, τα παραμύθια τους, τα πρότυπά τους.
Είθε η ανάμνηση των νεκρών να κάνει πιο γλυκό τον ύπνο αυτών που θυμούνται, σιωπούν και υποφέρουν· και να γεμίζει εφιάλτες τον ύπνο αυτών, που σήμερα φτύνουν το ψωμί που τότε μοιράστηκαν με τους νεκρούς.
Δημήτρης Κούτουλας
από το βιβλίο «Εκ των υστέρων»,
εκδ. «Νέα Σύνορα, Α. Α. Λιβάνης»,
Αθήνα 1993
Φοβάμαι…
ΦΟΒΑΜΑΙ τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία -μεσούντος κάποιου Ιουλίου- βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια, κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».

ΦΟΒΑΜΑΙ τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
ΦΟΒΑΜΑΙ τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
ΦΟΒΑΜΑΙ τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν, όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
ΦΟΒΑΜΑΙ τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
ΦΟΒΑΜΑΙ, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος, φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Νοέμβρης 1983
(Από τα ΝΕΑ,«21η Απριλίου», 2007)