Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλόλογων
Όπου και αν λάχω κατοικία δεν μου απολείπουν οι καρποί.
Κ. Παλαμάς
Κατάφυτη η περιοχή του αρχαίου Αθμόνου με υπεραιωνόβια δέντρα -ελαιόδεντρα- πέρασε στην τοπική ιστορία του Αμαρουσίου ως τόπος αναψυχής και θερινής διαμονής. Κάτω από τον ελαφρό ίσκιο των δένδρων τις θερινές ημέρες ο επισκέπτης, ό,τι και αν ήταν αυτός, εργάτης, πραματευτής, μουσικός, αστός ή χωρικός, μοίραζε εκεί το χρόνο του με τα αηδόνια και τα τζιτζίκια, με τις μαργαρίτες και τα σπαράγγια. Λάδι, ελιά, ρίγανη και τσότρα (=ξύλινο παγούρι) με κρασί και ένα αγριοκρέμμυδο ή αζούματο (=άγρια ρόκα) ήταν το δεκατιανό – πρωινό των εργατών, που δούλευαν ροδοκόκκινοι, ηλιοκαμένοι από το χάραμα ως το δειλινό. Και, όταν ζύγωσε η εποχή της συγκομιδής του ελαιοκάρπου, γέμιζαν οι αγροί από τραγούδια στο μάζεμα. Αδάμες, Σωρός, Ανάβρυτα, Καλογρέζα, Ψαλίδι, Μελίσσια, Ντάπια αντηχούσαν από φωνές. Γέροι και νέοι, νέες στον αγώνα συγκομιδής ελαιοκάρπου.
Υπεραιωνόβιες ελιές, όπως τις απαθανάτισε στους έξοχους πίνακές του ο διάσημος Σκώτος καλλιτέχνης James Skene, που έζησε στην Αθήνα (1838-1846) και περιόδευσε, ζωγραφίζοντας τοπία της ελληνικής γης˙ εκκλησίες, κτήρια, γεφύρια, δέντρα κ.ά. Τα βλέπουμε σήμερα στο αξιόλογο λεύκωμα, που δημοσίευσε η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξε ο Skene στους Ελαιώνες του Μαρουσιού. Πρόσεξε τις υπεραιωνόβιες ελιές, «οι όμορφοι κρεμεζί ασφόδελοι και οι γέρικοι κορμοί των δένδρων» τον εντυπωσίασαν. Τα κλαδιά των ελαιώνων, που φτάνουν μισοούρανα τον μάγεψαν και παρουσίασε τον έξοχο πίνακά του με περισσή έμπνευση, δίνοντας το χαρακτηριστικό τίτλο «Ελαιώνας στο Μαρούσι».
Στην Ευρώπη οι ελιές μοιάζουν, χαμηλές όπως είναι, με ιτιές κλαίουσες. Είναι όλες νέες. Εδώ βλέπεις τους πελώριους κορμούς ανοιγμένους από τα χρόνια σα σπηλιές πέτρινες – βραχώδεις, ηφαιστιώδεις, με ανθρώπους, που ετοιμάζονται για δουλειά. Βλέπεις ζωντανούς οργανισμούς – δουλευτάδες μέσα στη φύση. Βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους κάτω από τα θεόρατα δέντρα, που τα αναρριπίζει ο άνεμος και σου θυμίζουν ανάλογες εικόνες και περιγραφές από τη σκηνική παρουσία του Εθνικού μας Θεάτρου στο συγκλονιστικό Βασιλιά Ληρ, όπως τον είδαμε με πρωταγωνιστή τον απαράμιλλο προσοντούχο μαθητή μου στη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή Δημήτρη Καταλειφό με τα πομπώδη λόγια: «Σ’ αυτά η φύση είναι ανώτερη από την τέχνη». Ο τρόπος της έκφρασης του λόγου πόσο ήταν ταιριαστός με τη σκηνική παρουσία, που συνδύαζαν άριστα το λόγο, την τέχνη και τη φύση!
Αυτά όλα, όταν τα βλέπεις, σου ανοίγουν νέους δρόμους, νέες προοπτικές δράσης μετουσίωσης του παλιού σε νέα πορεία για βελτίωση και χάραξη κατεύθυνσης με πλείστα όσα πνευματικά ωφελήματα και σκέπτεσαι τη μηδαμινότητά σου στην ύπαρξη της Δημιουργίας.
Η ελιά είναι χαρισματικό δέντρο. Υψώνεται υπερήφανα και αποδίδει τους περίφημους καρπούς της μέχρις εσχάτων. Δεν ζητεί οίκτον και έλεος. Σου αποδίδει το έλαιον. Μεγάλο το όφελος! Αυτές οι υπεραιωνόβιες ελιές σαν ηφαιστειώδη αινιγματικά βάραθρα κατέβαζαν εκατοντάδες οκάδες, βρώσιμες ελιές, θρούμπες, με αφάνταστη παραγωγή λαδιού στον ευλογημένο αυτό τόπο που έβγαινε στα τέσσερα ή πέντε ελαιοτριβεία του χώρου της Αμαρυσίας Αρτέμιδας. Υπήρχε μάλιστα και φορολογία λαδιού, η λεγόμενη σαλαριά, στην Αττική από τους Τούρκους, που έδιναν οι Μαρουσιώτες κατά τη διάρκεια της σκλαβιάς. Οι Μαρουσιώτες το φόρο αυτό του καθημερινού τους αλέσματος ονόμαζαν ημερήσιον. Βέβαια όχι μόνο το Μαρούσι που υπερτερούσε στην ελαιοπαραγωγή, πλήρωνε το φόρο αλλά και όλη η περιοχή της Αττικής, όπου υπήρχαν ελαιώνες. Το λεγόμενο ημερήσιον – ημερούσιον – μερούσιον – και μαρούσι κατά μίαν λανθασμένη γλωσσική ετυμολογική εξέλιξη του τοπωνυμίου. Υπήρχαν μαρουσιώτικες οικογένειες, που απασχολούσαν εβδομάδες πολλές τα ελαιοτριβεία, που σε εποχές σοδειάς, όπως έλεγαν, λειτουργούσαν και μέχρι το Πάσχα. Αφού οι Μαρουσιώτες άνοιγαν στη γη λάκκους και τοποθετούσαν μέσα σ’ αυτούς πιθάρια, για να κρύψουν το λάδι μην το χαμπαρίσουν (=πάρουν χαμπάρι) τα τσιράκια του Αγά και ιδιαίτερα του Χασεκή.
Η ελιά έχει το χάρισμα να υψώνεται κατακόρυφα και να αποδίδει υπερήφανη σε όλα τα κλαδιά της μέχρις εσχάτων τους χυμώδεις καρπούς της. Αυτές τις υπεραιωνόβιες ελιές οι αρχαίοι τις ονόμαζαν μορίες. Και αυτό το όνομα το είχαν πάρει από την ιερή ελιά -Μορία- που είχε ευνοήσει η θεά Αθηνά την πόλη του Αιγέα με το φύτεμά της στην Ακρόπολη. Έκτοτε πολλές περιοχές στη χώρα μας με ελιές ονομάστηκαν μορίες.
Η δική μας περιοχή είχε τέτοιες ελιές γέρικες -μορίες- στην περιοχή της Καλογρέζας, οι οποίες, χάρη της γρήγορης κατασκευής του σιδηροπαγούς ολυμπιακού σταδίου στην παγκόσμια ολυμπιάδα μας του 2004, παραχώρησαν τη θέση τους στο μαγευτικά αθλητικό στίβο. Μία από τις γέρικες ελιές με ζωή πάνω από δύο χιλιετίες, για δείγμα, μεταφυτεύθηκε στο παλιό Δημαρχείο Αμαρουσίου και με τη σημερινή ύπαρξή της και τη φροντίδα των φίλων ερανιστών των αρχαίων ζωντανών φυτών και με τις αποδεκτές επιθυμίες τότε επί Δημαρχίας Τζανίκου – αναζωογονήθηκε. Ο παλαιός κορμός της αποτελεί σήμερα τεκμήριο. Και το φιντάνι της, χαρά μας!, θέριεψε.
Είναι τώρα ζωντανό μουσειακό δείγμα φοβερής μακροζωίας δύο χιλιετιών. Ελάχιστα δέντρα τέτοια, πιστεύω, πως επιζούν στη χώρα μας. Π.χ. Γνωρίζω τον πλάτανο του Ιπποκράτη στην Κω και το κλήμα του Παυσανία στην Αρκαδία. Και τώρα η δική μας Ιερή Ελαία, η Μορία. Αξίζει να την προστατεύσουμε με την αποκατάστασή της στο χώρο, όπως τότε με αγάπη, που μεταφυτεύτηκε. Οι ειδικοί έχουν το λόγο˙ και εμείς ποιητικά ας αφουγκραστούμε την ανάσα του δέντρου με άπειρες ευχές για τη σταθερή επιτέλους αποκατάσταση της πλατείας και πιστεύω πως το δέντρο θα μας απαντήσει: Χιλιετίες έζησα του όλεθρου τα βρόχια παιδιά μου τα ξεπέρασα με πλούτη και με φτώχια.
Ανάβρυτα, 18 – 02 – 20.