Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη: Φιλόλογος
«… Έχουμε ανάγκη από θέατρο». Από το «Θέατρο στα Βουνά», του Γιώργου Κοτζιούλα
«Με σέβας και ευλάβεια», επαναφέρουμε, κι ας ήταν τόσο δύσκολα, τα χρόνια της Ελληνικής Αντίστασης. Εκείνη την έξαρση. Ως το 1943 είχε γίνει το Μεγάλο Θαύμα, που δεν το έζησαν άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί. «Βγαίνοντας από τη Χασιά της Αττικής, μπορούσες να διαβείς την Παρνασσίδα, τη Ρούμελη, τ’ Άγραφα, να περάσεις στον κορμό της Πίνδου και να τραβάς πιο πάνω ακόμα, δίχως ν’ αντικρίσεις ούτε από μακριά Ιταλογερμανούς φασίστες – ν’ ανασαίνεις αχόρταγα λεύτερο αέρα», έχει γράψει ο Βασίλης Ρώτας.
Μαζί με την Αθήνα, την αντιστασιακή πρωτεύουσα της Ευρώπης, όπως είχε αποκληθεί, χωρίς να ξεχνάμε και τον ηρωικό λαό τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η Ελεύθερη Ελλάδα αγωνιζόταν. Ο πόλεμος όμως δεν γίνεται μόνο με το όπλο. Για την απελευθέρωση πρέπει να πολεμήσουν και ο Νους και η Ψυχή μαζί, μ’ ένα λόγο η Τέχνη.
Και έγινε συναγωνίστρια της Ελευθερίας η Τέχνη. Τα όπλα της τότε απλά, αλλά αναγκαία, ανθρώπινα, δυνατά. Στα βουνά και στους κάμπους, ήταν το αντάρτικο τραγούδι. Τα τραγούδια από χορωδίες. Οι απαγγελίες, οι χοροί. Τα βιβλία. Οι εξαιρετικές φωτογραφίες – εικαστικές σελίδες της Ιστορίας μας.
Ήταν και το Θέατρο! Το πνευματικό μέτωπο της μαχόμενης Ελλάδας
Απαραίτητο. Ο σκοπός πολυσύνθετος: Η ψυχαγωγία ανταρτών και λαού. Η αφύπνιση. Η κινητοποίηση. Νέων ανταρτών η δημιουργία. Για τις πρώτες γραμμές και τα μετόπισθεν. Μπορούσε το θέατρο. Ο λόγος και η δράση του, η οντότητα αυτή επί σκηνής, είναι δύναμη. Ενεργεί και συχνά συναρπάζει. Στον κρίσιμο καιρό έγινε το Πνευματικό Μέτωπο, της μαχόμενης Ελλάδας.
Σκετς, γραμμένα από νέους με κάποια κλίση στη λογοτεχνία, τα παίζουν αυτοσχέδιοι θίασοι παντού. Το

κεφαλόσκαλο της εκκλησίας, ένα σανιδένιο πατάρι, ένας κατάλληλος εξωτερικός χώρος γινόταν σκηνή. Αυλαία, τον πρώτο καιρό, δυο παλιές τρύπιες κουβέρτες. Σκηνικά δεν χρειάζονταν, ήταν τα καψαλιασμένα σπίτια. Ηθοποιοί: αντάρτες και οι διπλανοί άνθρωποι. Νέοι και με δυσκολία νέες. Τα θέματα των απλών θεατρικών έργων πολλές φορές παρμένα από τη ζωή του πολεμιστή λαού.
Είχε γεννηθεί και επιστρατευθεί το ελληνικό επαναστατικό θέατρο. Όχι μόνο για το λαό. Με το λαό το (λαϊκό) θέατρο. Ούτε που ήξερε αυτή τη λέξη ο κόσμος της υπαίθρου, αλλά ζώντας το, μέσα σε μιαν ώρα έφτανε στον ενθουσιασμό και στις αφοπλιστικές απαιτήσεις για παραστάσεις και στο μικρότερο χωριό του.
Αυτό το ενδιαφέρον του παρθένου εκείνου κοινού και για τον μεγάλο αγώνα του, έρχονται δύο θίασοι, συστηματικότεροι σχετικά, το 1944. Της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας, με την υποστήριξη της ΠΕΕΑ και η «Λαϊκή Σκηνή», του ΕΛΑΣ Ηπείρου. Ο πρώτος έμεινε περισσότερο γνωστός ως θίασος του Βασίλη Ρώτα, ποιητή και ανθρώπου από το Θέατρο, που τόσο εύστοχα τον είπαν «Αντάρτη του Νου και της Καρδιάς». Είναι υπεύθυνος για παραστάσεις στη Θεσσαλία, μαζί με τον θεατρικό συγγραφέα Γεράσιμο Σταύρου, τον μουσουργό της Αντίστασης Αλέκο Ξένο και νέα παιδιά από την Αθήνα και την επαρχία, ορισμένα με εμπειρίες ηθοποιίας. Έργα, τα γνωστά θεατρικά του Β. Ρώτα, «Ρήγας ο Βελεστινλής» και «Να ζει το Μεσολόγγι» αλλά και εύθυμο

πρόγραμμα. Οι τρεις κωμωδίες – σάτιρες του καλόγνωμου Μεμά -του Γεράσιμου Σταύρου- η σκηνική σάτιρα «Ο Γερμανοτσολιάς» και το χθες, σήμερα, αύριο «Επιθεώρηση της Λαϊκής Δημοκρατίας», του νεαρού επονίτη Σταυρολέμη ή Γρηγόρη, εισπράττουν… συνεχή χειροκροτήματα.
Στη «Λαϊκή Σκηνή» της Ηπείρου, εμψυχωτής ο αγωνιστής και ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, για πρώτη φορά τώρα και θεατρικός συγγραφέας με έργα – καθρέφτες της γύρω του πραγματικότητας, και αναγνώριση όχι μόνο εκείνου του καιρού. Το «Θέατρο στα Βουνά», με το χέρι και το μεγάλο κουράγιο του, ευτυχώς έχει εκδοθεί.
Οι δύο θίασοι δεν εκπληρώνουν την κοινή αποστολή τους κάτω από τις ίδιες συνθήκες και αυτό είναι αμέσως φανερό. Φτωχή πάντα η ορεινή Ήπειρος, η Λαϊκή Σκηνή δεν είναι σε θέση να διαθέτει τα απαραίτητα μέσα. Καλείται να αντιμετωπίζει πολλά. Δίνει παραστάσεις σε απόμακρα χωριά. Οι ηθοποιοί, αντάρτες και ανταρτοπούλες, συνήθως δεν φτάνουν για όλους τους ρόλους και συμπληρώνονται με τον τηλεφωνητή ή τον ανθυπολοχαγό της μονάδας, με δυσκολία αποσπασμένους από την κύρια δουλειά τους. Πεζοπορίες νυχτερινές, διανυκτερεύσεις στο ύπαιθρο, προσπάθειες να βρεθούν τίποτε μαυροφάσουλα, και -φυσικά- μικρόψυχες μεμψιμοιρίες εξ οικείων, προϋποθέτουν, ταμένους ανθρώπους.
Και τους έχει αυτός ο μικρός, ο μέγας λόχος, για να θυμηθούμε τον υπέροχο στίχο από το «Άξιον Εστί». Δίνει δύναμη και η συστράτευση. Οι στρατιωτικοί υπεύθυνοι και κυρίως οι εκατοντάδες θεατές, άβολα καθισμένοι ή όρθιοι δυο-τρεις ώρες, όχι σπάνια μέσα στον ήλιο, προσηλωμένοι ή εύθυμοι, σαν το πρόγραμμα έχει σάτιρα, με την ανάσα τους μερικές φορές δίπλα στους ηθοποιούς – έχουν γαντζωθεί από τη «δική τους σκηνή». Παίρνουν και δίνουν χαρές πρωτόγνωρες, σημαντικές.
Αξέχαστος ο

από το βιβλίο του: «Τα τραχιά πρόσωπά τους, τα μισοάγρια, τα παιδεμένα, με τ’ ακούρευτα μαλλιά, τα σκληρότριχα γένια, έπαιρναν τώρα έκφραση ανθρωπινή, φωτίζονταν από νοημοσύνη, ανοίγονταν σε γέλιο. Δεν χρειάζονταν άλλη απόδειξη, είχαμε πετύχει το σκοπό μας.
Ο Στρατάρχης της Ρούμελης (σημ. ο Καραϊσκάκης…) ήταν μπροστά τους, ολοζώντανος. Δίδασκε σ’ αυτούς τους αιώνιους είλωτες, τα θύματα του κράτους, πατριωτισμό. Αλλά συνάμα τους μιλούσε για τα ιερά τους δικαιώματα, για μια καλύτερη ζωή. Το κοινωνικό νόημα τούς γινόταν αντιληπτό, κι αυτού και στην κωμωδία…
Μιλούν και οι καταπληκτικές φωτογραφίες. Και το «Ξύπνα Ραγιά» του Κοτζιούλα δεν έχει ανθολογηθεί ποτέ στα σχολικά Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αν το παίξουν τα παιδιά κάποια 28η Οκτωβρίου… άξιος ο «μισθός» τους.
Θέατρο: διαχρονικό σχολείο της Δημοκρατίας
Αυτό το θαύμα, μέσα από τις φλόγες και την ανάγκη, μόνον αν διαβάσει κανείς τις μαρτυρίες του Γ. Κοτζιούλα, του Β. Ρώτα, του Γ. Σταύρου, τότε μπορεί να το ζήσει. Με συγκίνηση – πρώτα, για εκείνους τους μισοάγριους είλωτες, που τους χαρίστηκε ανθρώπινη όψη. Και αρκεί η αφήγηση του Γερ. Σταύρου για τις παραστάσεις στο διαβρωμένο από διχόνοιες και απρόθυμο για τον αγώνα Φτελιό της Θεσσαλίας, για να δείξει την ανατρεπτική και συνακόλουθα ενωτική, ζωογόνο του Θεάτρου δύναμη:
«Έκλεισε η αυλαία μέσα σε σιωπή. Κοιταχτήκαμε αποκαμωμένοι. Μόνο που δεν μας πιάσανε τα κλάματα.
Και τότε απότομα, ξεσπάνε τέτοια χειροκροτήματα που ποτέ δεν ξανακούσαμε. Μην ονειρευόμαστε; Παραμερίζομε λίγο την αυλαία και το να δούμε. Όλος ο κόσμος σαν ένα κύμα ξεχύθηκε τώρα προς το μέρος μας ζητωκραυγάζοντας μ’ απλωμένα χέρια, θαρρείς και ζητούσε ν’ αγκαλιάσει τη σκηνή. Πολλοί σκαρφάλωσαν στο πατάρι κι έτρεξαν να μας ευχαριστήσουν…
… Τέτοιες μάχες κερδίζει το θέατρο».
Ύστερα από τον επίλογο του αποσπάσματος και όχι μόνο, από άλλους καιρούς, με ανθρώπους διαφορετικούς, της γραφίδας, της σκηνής και του χώρου των θεατών, έρχεται στο νου πόσα έδιναν και δίνουν σήμερα. Λόγου χάριν οι αιχμάλωτες «Τρωαδίτισσες» του ρεαλιστή Ευριπίδη, το 415 π.Χ., λίγο μετά τη σφαγή και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της Μήλου από το πρώτο ανθρωπιστικό κράτος του κόσμου… ή μια παράσταση στο πολιορκημένο, καθημαγμένο Σαράγιεβο… Παράλληλα, τι κρίμα που δε διαθέτουμε ένα έργο κινηματογράφου, με θέμα το Θέατρο του δίκαιου πολέμου του λαού μας και άλλων λαών, αφού συμμετείχε ενεργά στους αγώνες για την Ελευθερία και Αξιοπρέπεια.
Ο κύκλος του Λαϊκού μας Θεάτρου έκλεισε με το τέλος της ναζιστικής τυραννίας στον τόπο μας.
Θέατρο των πολιτών. Όπως ο πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα. Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!
Διαχρονικός ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Επομένως έχομε ανάγκη από θέατρο. Με θέματα πια και από το

Παγκόσμιο Χωριό. Αλλά πάντα όπως τότε. Θέατρο, όχι μόνο ΓΙΑ νέους και μεγάλους. ΜΕ νέους και μεγάλους. Όχι σε γνωστές και απόκεντρες θεατρικές αίθουσες, μόνο. Αλλά, σε κάθε κεφαλοχώρι, σε κάθε πόλη, σε κάθε Δήμο. Προ πάντων: Σε κάθε σχολείο. Θέατρο των πολιτών. Και τι να πούμε για τα αλλού αυτονόητα; Ξανά το τεράστιο ερωτηματικό.
Κάνουμε θέατρο
για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας,
το κοινό που μας παρακολουθεί
κι όλοι μαζί
να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί
ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος
και ακέραιος πολιτισμός
στον τόπο μας.
Γράφει πάντα και ο Κάρολος Κουν. Αν γινόταν η Τέχνη, σε μια χώρα δημοκρατική, ένας τρόπος ζωής;
Όπως στα χρόνια της Ελληνικής Αντίστασης, δεν θα γινόμαστε καλύτεροι;