Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΜΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ… ΣΗΜΕΡΑ.
Τις συνάντησα στο παγωμένο πεζοδρόμιο, κρυμμένες μέσα στη λάσπη, αγνώριστες κι αμίλητες, να σπρώχνονται και να προσπαθούν να βεβαιώσουν την παρουσία τους. Αλλά μάταια! Ήταν πολλές μαυρομάτες ελιές, που η καταιγίδα της νύχτας και μαζί ο δυνατός αγέρας που ακολούθησε, τις είχε αποκόψει από τα φουντωτά κλαδιά της μάνας ελιάς, και τις είχε σκορπίσει άτσαλα στο πεζοδρόμιο. Εκεί χώθηκαν στις λάσπες και στα νερά της βροχής, πατήθηκαν και παραμορφώθηκαν στα βιαστικά βήματα των περαστικών, και ύστερα πνίγηκαν και χάθηκαν πριν ακόμα προλάβουν να δείξουν στον κόσμο την πολύτιμη αξία τους. Ήταν οι λυπημένες ελιές που στόλιζαν τα πεζοδρόμια της μεγαλούπολης!
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΜΗΝΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΤΕ
Μόλις ξημέρωσε το φθινοπωρινό πρωινό φορτωμένο υγρασία και παγωνιά, χωρίς ούτε μία ακτίνα του ήλιου να τολμά να ξεφύγει ανάμεσα από τα γκρίζα σύννεφα για να φτάσει στο λιοστάσι, οι λ ι ο μ α ζ ώ χ τ ρ ε ς, είχαν ήδη πάρει τη θέση τους κάτω από τα λιόδεντρα. Πριν από αυτές, οι ραβδιστές με τις μακριές ξύλινες ν τ έ μ π λ ε ς τους, είχαν περάσει απ’όλα τα δέντρα και είχαν ραβδίσει μαλακά τον ώριμο καρπό, που τώρα βρισκόταν απλωμένος γύρω-γύρω από τη μάνα ελιά, σα να μην ήθελε ν’απομακρυνθεί από την προστασία της. Οι λιομαζώχτρες, η μία δίπλα στην άλλη, με λυγισμένα τα γόνατα και με τα καλάθια μπροστά τους, μάζευαν με γρήγορες κινήσεις στις χούφτες τους τις γυαλιστερές ελιές, και τις έριχναν στο καλάθι. Μόλις αυτό γέμιζε το άδειαζαν οι εργάτες σε μεγάλα τσουβάλια που τα φόρτωναν στα ζώα και έτσι μετέφεραν τον καρπό στο ελαιοτριβείο. Οι λιομαζώχτρες, μικρές και μεγάλες, ντυμένες όλες με χοντρά φαρδιά ρούχα, και μαντήλες στο κεφάλι – γιατί η παγωνιά έφτανε στο κόκκαλο – μάζευαν σαν ασταμάτητες μηχανές τον καρπό, ενώ ταυτόχρονα κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Πολλές φορές έκαναν την κούρασή τους τραγούδι, που δραπέτευε από το λιοστάσι και πετούσε ψηλά στον Θεό, σα να ήθελε να του πει κάτι, ίσως κάποια παράπονα και άλλες τόσες πίκρες.
Όμως, το λιομάζωμα δεν τελείωνε εδώ.
Υπήρχε από τα αρχαία χρόνια μία παράδοση, που απαγόρευε μετά από το τελευταίο ράβδισμα της ελιάς, να ξαναπάει ο ιδιοκτήτης να μαζέψει τις ελιές του, κι αυτό γιατί θεωρούσαν ότι οι ελιές αυτές πλέον «ανήκαν στους φτωχούς ». Αυτή ήταν μία θρησκευτική άποψη, και στα χριστιανικά χρόνια έγινε θεσμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ήταν κι αυτό ένα είδος ελεημοσύνης, δηλαδή, ν’ αφήνουν ελεύθερες τις τελευταίες ελιές επάνω στα δέντρα, που ονομαζόταν μ π ο ρ μ π ο λ ό γ ι α, ενώ στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας αυτή η συνήθεια ονομαζόταν κ ο κ ο λ ό γ ι α.
Γνωρίζουμε ότι η ελιά είχε πάντα την πρώτη θέση στη φιλαλληλία των ανθρώπων, και γι αυτό σε πολλά νησιά – όπως και στην Λέσβο που έχω γεννηθεί – «το είχαν για καλό », να γεμίζουν από ένα πιάτο ελιές και να τις πηγαίνουν, κυρίως στις νηστείες, στους πολύ φτωχούς. Αυτή η συνήθεια, συμβάδιζε με την Χριστιανική Αρετή!
Σε κάποια μέρη της Ελλάδας, όταν τελείωνε η ελαιοκομική περίοδος, όποιος νοικοκύρης ήθελε, ενημέρωνε τον ιερέα του τόπου, ότι τελείωσε το λιομάζωμα στα χωράφια του, και ο ιερέας με τη σειρά του ανακοίνωνε στο ποίμνιό του, ότι «ο τάδε επομάζωξε, και όποιος θέλει μπορεί να πάει και να κοκολοϊσει τις ελιές του ».
Οι ελιές που έφταναν στα κοκολόγια ήταν αυτές που βρίσκονταν στα πολύ ψηλά κλαδιά, και δεν τις έφτανε ούτε η μακριά ξύλινη ντέμπλα. Έπεφταν όμως μόνες τους, με τα δυνατά φυσήματα του αέρα τον Φεβρουάριο-Μάρτιο μήνα. Πολλοί άνθρωποι, φτωχές οικογένειες, άντρες και γυναίκες, αλλά κυρίως παιδιά, μάζευαν ελιές όπου εύρισκαν και τις πουλούσαν στον έμπορα. Σε καμιά περίπτωση αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί κλέψιμο, δηλαδή, να μαζέψει κάποιος τα κοκολόγια του άλλου, αφού είχε τελειώσει η ελαιοκομική περίοδος. Βέβαια σ’αυτό το θέμα υπήρχε μεγάλη ελαστικότητα και κατανόηση απ’όλους, ακόμα και από τον αγροφύλακα, που θεωρούσε το κοκολόι -τότε – ιερό δικαίωμα των φτωχών και των αδυνάτων.
Κοκολόι έκαναν κυρίως τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου. Χωρίζονταν σε μικρές ομάδες από 3-4 παιδιά και με ένα καλαθάκι στο χέρι πήγαιναν στα χωράφια και έψαχναν ελιές μέσα στα χόρτα, κάτω από τα φύλλα των δέντρων, ή σε πεζούλια ή σε δύσβατους τόπους, κ.λπ. που δεν μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να τις μαζέψουν. Μετά τις έφερναν στο σπίτι και τις άδειαζαν μέσα σε έναν μεγάλο τενεκέ, και όταν γέμιζε τον πήγαιναν στον μπακάλη. Μ’αυτόν τον τρόπο τα παιδιά βοηθούσαν τις οικογένειές τους πουλώντας τις ελιές ή ανταλλάζοντας αυτές με τρόφιμα που είχε ανάγκη το σπίτι τους.
Η ελιά ή το ελαιόδεντρο ή το λιόδεντρο, είναι ένα πολύτιμο δώρο της φύσης. Η ιστορία της ξεκινά πριν 7.000 χρόνια. Οι Έλληνες ήταν ο πρώτος λαός που καλλιέργησε ελιές στον ευρωπαϊκό χώρο της Μεσογείου. Ήταν το ιερό δέντρο της πόλης των Αθηνών. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την ελιά ως σύμβολο της καλοσύνης και της ευγένειας, ενώ μέχρι και σήμερα τα κλαδιά της ελιάς συμβολίζουν την Ειρήνη!
Στο ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ελιά» διαβάζουμε στην τελευταία στροφή:
Εδώ στον ίσκιο μ’ αποκάτου
Ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί,
Κι ακούστηκ’ η γλυκιά λαλιά Του
Λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ Του, δροσιά αγιασμένη,
Έχει στη ρίζα μου χυθεί.
Είμ ‘ η ελιά η τιμημένη.