Έρευνα – παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης: Αρχαιολόγος
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου της «Αμαρούσιον» (Εφημερίς των Κυριών, φύλλο 27ης Ιουλίου 1888), η δημοσιογράφος και συγγραφέας Καλλιρρόη Παρρέν προσεγγίζει τον κόσμο των οικογενειακών σχέσεων των ντόπιων, όπως τον γνώρισε σε επισκέψεις της στο Μαρούσι. Ως πρωτοπόρος του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα, ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη θέση και τα καθήκοντα της γυναίκας, τα οποία βρίσκει πολύ βαριά. Ως ακόμα πιο δύσκολη περιγράφει τη γεμάτη περιορισμούς και υποχρεώσεις ζωή των νέων γυναικών, πριν από τον γάμο. Της προσοχής της δεν διαφεύγει στο τέλος και ο ιερέας του χωριού, που λίγο διαφέρει ως προς τις ασχολίες του από τους αγρότες ενορίτες του.
Ένας κόσμος υγιών αντρών
«Ο κατ’ οίκον βίος των Αμαρουσιωτών ως και πάντων των Ελλήνων χωρικών είναι κατ’ εξοχήν πατριαρχικός. Επικρατούν στοιχείον είναι ο ανήρ ως πατήρ, σύζυγος, αδελφός και υιός. Είναι νοήμων, ευφυής, εργατικός και καθαρός. Ωραίος το παράστημα, ισχυρός τους μυς και τα νεύρα, εύθυμος, ζωηρός, φαίνεται γεννηθείς ίνα μη ποτέ γεράση. Είδον γέροντας εννενηκονταετείς έχοντας το ανάστημα ισοϋψές και αθλητικόν, τας αισθήσεις και την διάνοιαν ζωηράν και ακμαίαν, φέροντας μετ’ ίσης ελαστικότητος τους εννενήκοντά των χειμώνας ως οι νέοι τας είκοσι πέντε των ανοίξεις. Υπανδρεύονται νεώτατοι· ο τριακοντούτης παρά τοις χωρικοίς θεωρείται ήδη γέρων και μετά δυσκολίας δέχονται αυτόν αι νεάνιδες διά σύζυγον. Ουδείς μένει άγαμος, διότι τα αυστηρά των χωρικών ήθη δεν επιτρέπουσι την αγαμίαν.»
Η Παρρέν διευκρινίζει κατόπιν ότι οι χωρικοί μιλούν ελληνικά, έχουν δηλαδή εγκαταλείψει προ πολλού τα αρβανίτικα, που την εποχή εκείνη εξακολουθούν να κυριαρχούν ως γλώσσα στο Μενίδι και τα Μεσόγεια. «Οι πλείστοι τούτων (ενν. των Μαρουσιωτών) γνωρίζουσιν ανάγνωσιν και γραφήν και ομιλούσι την ελληνικήν γλώσσαν, ως αι γυναίκες και τα τέκνα των. Η διαφορά αύτη μεταξύ τούτων και των χωρικών των λοιπών μεσογείων χωρίων αποδοτέα ιδία εις την από πλείστων ετών ύπαρξιν και κανονικήν λειτουργίαν σχολείων αρρένων και θηλέων, ένθα τα παιδία μανθάνουσι τας στοιχειώδεις της γλώσσης ημών αρχάς. Από τριετίας λειτουργεί ενταύθα και σχολή ελληνική, εν η δύο διδάσκαλοι την ελληνικήν διδάσκουσι γλώσσαν συμφώνως προς το εν Αθήναις λειτουργούν σύστημα.» Παρά την ικανοποιητική ελληνομάθεια, η Παρρέν κακίζει το εκπαιδευτικό σύστημα που δεν παρέχει σε αυτούς τους μελλοντικούς γεωργούς και κτηνοτρόφους εκπαίδευση σχετική με τα επαγγέλματα που θα ακολουθήσουν. Ως προς τα σχολεία που αναφέρει, το δημοτικό πρωτολειτούργησε εδώ το 1838, ενώ η ελληνική σχολή ή σχολαρχείο, μια βαθμίδα μεταξύ του δημοτικού και του γυμνασίου, ιδρύθηκε το 1885.
Υπάρχει κοινωνική διαστρωμάτωση στο Μαρούσι του 1888; Η Παρρέν είναι κατηγορηματική: «Διάκρισις κοινωνικών τάξεων δεν υπάρχει εν Αμαρουσίω, διότι πτωχοί και ανέστιοι, κυριολεκτικώς ειπείν, δεν υπάρχουσι. Πάντες έχουσι τα κτήματά των, τας αμπέλους και τα ελαιόδενδρά των. Η ελαία αποτελεί την κατεξοχήν περιουσίαν των Αμαρουσιωτών». Η ανυπαρξία ακτημόνων οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι μετά το 1835, οπότε σχηματίστηκε ο πρώτος δήμος Αμαρυσίου, εγκαταστάθηκαν εδώ αρκετοί απόμαχοι της Επανάστασης του 1821, στους οποίους –όπως και στους ντόπιους αγωνιστές– διανεμήθηκαν οι λεγόμενες εθνικές γαίες, μεγάλα κτήματα τα οποία έπρεπε να καλλιεργήσουν και να τα καταστήσουν παραγωγικά. Έτσι όλοι οι Μαρουσιώτες κατείχαν τον 19ο αιώνα μικρές ή μεγάλες εκτάσεις γεωργικής γης ή και βοσκοτόπια, που έφταναν ως τα σημερινά Μελίσσια και το Πάτημα Χαλανδρίου.
Η «πολυπαθής» ζωή των γυναικών
Αυτό όμως που ενδιαφέρει κυρίως την Καλλιρρόη Παρρέν είναι η δύσκολη ζωή της γυναίκας σε μια παραδοσιακή κοινωνία, όπως αυτή που εξετάζει. «Η γυνή εν Αμαρουσίω είναι υποτελής σύντροφος και συνεργάτις του ανδρός. Πλην των εκτός του οίκου εργασιών, ένθα αύτη ως ο ανήρ ταλαιπωρείται και βασανίζεται από πρωΐας μέχρις εσπέρας, είναι συγχρόνως βιομήχανος, οικοδέσποινα, τροφός, μάγειρος, ιατρός. Παν ό,τι ο σύζυγος και τα τέκνα φέρουσιν από του υποκαμίσου μέχρι του χονδρού μαλλίνου επενδύτου (αμπά) είνε έργον των χειρών της. Γνωρίζει μετά χημικής ακριβείας τας ιδιότητας των φυτών και μεταχειρίζεται ταύτα εις θεραπείαν παθήσεων τινών και εις βαφήν των ερίων, άτινα αύτη κήρει από της ράχεως του προβάτου και κλώθει εν τη ηλακάτη, ην τόσον ποιητικώς περιέγραψεν ο Όμηρος. Οι χρωματισμοί ούτοι ποικίλλουσι κατά σκιάς και απανθίσματα, είναι ζωηρότατοι και στερεώτεροι των ευρωπαϊκών.
Είναι η γυνή ην περιέγραψεν ο Σολομών εις τας πρωτογόνους εκείνας εποχάς, εγειρομένη πριν ο ήλιος ανατείλη και κατακλινομένη μετά την κατάκλισην των λοιπών. Ως εκ του πολυπαθούς τούτου βίου η γυνή γηράσκει προώρως, μαραίνεται, ρυτιδούται. Η μόνη διασκέδασις αυτών είναι η ανά πάσαν Κυριακήν παράταξις καθ’ ομάδας εν τοις κατωφλίοις των θυρών, ένθα συζητούσι περί των νέων της ημέρας, επεκτεινώμεναι ενίοτε και εις φιλοσοφικωτάτας περί του βίου και των περιπετειών αυτού σκέψεις.» Στον τροχό αυτής της σκληρής ζωής παρεμβάλλονται ευτυχώς οι ετήσιες γιορτές και πανηγύρεις. Η Παρρέν σημειώνει ότι κατά το Πάσχα, οι Μαρουσιώτισσες φορούν για τρεις συνεχόμενες ημέρες τις καλές τους φορεσιές και συγκεντρώνονται στην πλατεία του σιδηροδρόμου, όπου στήνεται χορός με τη συνοδεία βιολιού, γκάιντας ή φλογέρας. Οι ανύπαντρες χορεύουν εκεί μόνο εφόσον τις συνοδεύει κάποιος μνηστήρας ή αδερφός.
Ο «άχαρις» βίος της ανύπαντρης κόρης
Στον κύκλο του χορού, οι ανύπαντρες κοπέλες ακολουθούν διακριτικά τα προβλεπόμενα βήματα. Οι γεροντότεροι άντρες θαυμάζουν τους πρωτοχορευτές και τις φιγούρες τους, καπνίζοντας ναργιλέ (κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας), ενώ οι νέοι εξετάζουν τις νεαρές συντοπίτισσές τους, προς εκλογή νύφης. «Ενταύθα οι νέοι εκλέγουσι συνεχώς και την μέλλουσαν σύντροφον του βίου των, ην διά προξενητών ζητούσι, εάν έχωσιν ελπίδαν καλής υποδοχής. Εν περιπτώσει δε καθ’ ήν η κόρη διάκειται συμπαθώς προς τον νέον, ον οι γονείς αποδοκιμάζουσι, τότε απάγεται υπ’ εκείνου και οι γάμοι τελούνται άνευ της συνήθους πομπής. Οι τοιούτοι γάμοι είναι σπανιώτατοι διότι η κοινή γνώμη και τα “λόγια του κόσμου” επιδρώσι μεγάλως επί των αισθημάτων και της τρυφερότητος της καρδίας της Αμαρουσιώτιδος κόρης, ης ο βίος ομολογουμένως είναι λίαν άχαρις.»
Οι περιορισμοί επεκτείνονται σε πολλά ακόμα ζητήματα. Οι ανύπαντρες κοπέλες βοηθούν στις αγροτικές εργασίες και στις δουλειές του σπιτιού, ενώ ορισμένες υποχρεώνονται ακόμα και να εργαστούν έναντι ευτελούς αμοιβής για να συμπληρώσουν την προίκα τους. Οι πιο ευκατάστατες παραμένουν ουσιαστικά κλεισμένες στο σπίτι μέχρι την ώρα του γάμου. Η κοινωνική κατάκριση –«τα λόγια του κόσμου»– αποτελούν μεγάλο φόβητρο. «Αύτη (ενν. η ανύπαντρη κόρη) εργάζεται και κατ’ οίκον και εις τους αγρούς, μεταβαίνει δε και εις τα λατομεία προς συλλογήν χαλικίων, ίνα κερδίση μίαν και ημίσειαν δραχμήν την ημέρα, διότι ο πατήρ φειδωλός ως προς το ζήτημα της ενδυμασίας και του καλλωπισμού αυτής, αποποιείται αυτή τα προς τούτο χρήματα. Υπάρχουσιν ολίγισται εξαιρέσεις των μάλλον πλουσίων οικογενειών, αίτινες και αριθμούνται επί των δακτύλων. Αλλά και αι θυγατέρες τούτων δεν εξέρχονται ή σπανίως υπό φόβου μη δυσφημισθώσιν. Μόνον τας Κυριακάς μεταβαίνουσιν εις τον ναόν, και πάλιν αι άγαμοι σπανιώτερον των εγγάμων.»
Ο γεωργός και έμπορος ιερέας
Ιδιαίτερο λόγο κάνει τέλος η Παρρέν για τον ιερέα του χωριού, τον οποίο δεν ονοματίζει. Στόχος της είναι μάλλον να αναδείξει τη γενικευμένη αυτή την εποχή έλλειψη παιδείας του κλήρου, όπως και την ανάγκη των ιερέων της επαρχίας να εργάζονται παράλληλα ως αγρότες για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην –το κράτος δεν έχει αναλάβει ακόμη τη μισθοδοσία τους. «Ο ιερεύς ενταύθα κατέχει την αυτήν σχεδόν θέσιν, ην και παρά τοις αστοίς, με μόνην την διαφοράν ότι ο εν τω χωρίω είναι άνθρωπος εργαζόμενος κατά τας ώρας, καθ’ ας δεν απαγγέλλει ενρίνως τας συνήθεις ευχάς παρωδών την βυζαντινήν μουσικήν. Η ανατροφή του ως και η του αστού ιερέως ουδόλως διαφέρει της των λοιπών χωρικών. Άμα ως παις αναγινώσκει επί τινα χρόνον τον Απόστολον εις τον ναόν, ονομάζεται αναγνώστης, ευρίσκεται δε επί της οδού της αγούσης εις την ιερωσύνην, ην θεωρεί ως επάγγελμα τιμητικόν. Από αναγνώστου χειροτονείται διάκονος, από διακόνου δε ιερεύς. Καλλιεργεί τους αγρούς του, τους κήπους του, πωλεί τους μούστους του, τον οίνον του και το έλαιόν του. Είναι δηλαδή τόσον γεωργός και έμπορος όσον και ιερεύς.»
Πως αντιμετωπίζουν τον ιερέα οι συγχωριανοί του; «Ο χωρικός φιλεί την χείραν του, αλλά ουδόλως τον σέβεται ή τον θεωρεί ανώτερόν του, διότι οι Έλληνες χωρικοί, ευφυέστατοι, ουδεμίαν δίδουσι πίστιν εις την θαυματουργόν του ιερέως δύναμιν, καίτοι πιστεύουσιν εις τα θαύματα και τας βασκανίας.»
Ένα πολύτιμο τεκμήριο της τοπικής ιστορίας
Η Καλλιρρόη Παρρέν κλείνει το κείμενό της με μία απορία: πώς οι Μαρουσιώτες έχουν αφήσει την εκμετάλλευση των κοντινών λατομείων του πεντελικού μαρμάρου σε “ξένους”, δηλαδή σε νησιώτες εργάτες. Αλλά ξεχνά ότι οι Μαρουσιώτες έχουν πλούσιους ελαιώνες και αμπέλια, τα οποία δεν θα άφηναν για να δουλέψουν στις σκληρές συνθήκες των λατομείων. Αντίθετα οι νησιώτες –κυρίως Παριανοί– λατόμοι έρχονταν από τόπους με ξερή και άγονη γη, αναζητώντας μια δουλειά για να ζήσουν.
Το «Αμαρούσιον» της Παρρέν αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα τεκμήρια της νεότερης τοπικής ιστορίας. Γραμμένο από μια σπουδαία προσωπικότητα, διεισδύει με την εγκυρότητα του αυτόπτη μάρτυρα σε ζητήματα ευαίσθητα, για τα οποία είναι δύσκολο να εντοπίσουμε σήμερα αντικειμενικές μαρτυρίες. Τα γραφόμενά της ίσως σε κάποια σημεία ξενίζουν· όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η συγγραφέας παρατηρεί το Μαρούσι από τη θέση της καλλιεργημένης Αθηναίας αστής που μάχεται για τη βελτίωση της ζωής των γυναικών και των παιδιών, και δεν τη συγκινεί τόσο η γραφικότητα του παραδοσιακού βίου –χωρίς όμως να υποτιμά τις αρετές του. Για την Παρρέν, το Μαρούσι είναι ένα γοητευτικό τοπίο μέσα στο οποίο βασανίζονται οι γυναίκες και τα παιδιά, όπως σε όλη την ελληνική ύπαιθρο, βιώνοντας έναν κύκλο από σκληρές βιοτικές υποχρεώσεις, αυστηρούς κοινωνικούς περιορισμούς και έλλειψη κατάλληλης εκπαίδευσης.