Γράφει ο Αλέξανδρος Καζαντζίδης – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας, φύλλο Χαλανδρίου – Αγίας Παρασκευής – Παπάγου – Χολαργού – 07/07
«Αν υπήρχε ένας αστυνομικός σε κάθε γωνία, δεν θα τολμούσε να πετάξει το κουτάκι του κάτω», είπε φωναχτά πολίτης στο Χαλάνδρι, αυτόπτης μάρτυρας περιστατικού με ασυνείδητο οδηγό διερχόμενο από πάρκο της πόλης, ο οποίος άνοιξε το παράθυρό του όχι για να δροσιστεί, αλλά να… απαλλαγεί από το άδειο αναψυκτικό που τον «βάρυνε». Η ακαριαία απορία της ταπεινότητός μου, που έτυχε να βρεθεί στο ίδιο σημείο αμέσως μετά, είναι πώς μπορεί από κοινωνιολογικής ή ψυχολογικής άποψης, να υπάρχουν άνθρωποι που περνούν μέσα από ανοικτό, δημόσιο χώρο, την φύση και επιλέγουν να αφήνουν έστω και ένα σκουπίδι τους.
Η επόμενη συζήτηση που ανοίγει είναι η ανάγκη φύλαξης, την οποία έθεσε ο εκνευρισμένος κάτοικος. Σε κομβικά σημεία της περιοχής, όπως η Ρεματιά, όντως προβλέπεται επιτήρηση μέσω Δήμου και εθελοντών σε 24ωρη βάση καθ’ όλη τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου. Η λεπτομέρεια είναι ότι αυτό ισχύει μόνο το συγκεκριμένο διάστημα εκεί, καθώς τότε επιτρέπεται -από νυν και προηγούμενη κυβέρνηση- η πρόσληψη έκτακτου προσωπικού με σύμβαση τεσσάρων μηνών.
Πως, λοιπόν, με αυτό το πλαίσιο, θα ήταν εφικτό ένα διαρκές «μάτι» προστασίας σε ολόκληρο το Χαλάνδρι έκτασης 10 και πλέον τετραγωνικών χιλιομέτρων με οδικό δίκτυο τουλάχιστον 360 χλμ.; Με βάση στοιχεία από τον Δήμο, τον Μάρτιο, η Δημοτική Αστυνομία της πόλης αριθμούσε 5 άτομα, με περίπου 30 αρμοδιότητες, μέσα στις οποίες βρίσκεται και η «συγγενική» με το θέμα τήρηση της εφαρμογής του νέου κανονισμού καθαριότητας. Η περιοχή έχει επίσης 48 σχολεία, 29 παιδικές χαρές, τρία ΚΕΠ, τουλάχιστον πέντε μεγάλα δημοτικά κτήρια υπηρεσιών και δομών, τρία αθλητικά κέντρα, δεκάδες πλατείες και ανοιχτούς χώρους.
Εφόσον όλα αυτά, σε καθημερινή βάση, φυλάσσονταν για την τήρηση της τάξης, δεν έχει παρά να υπολογίσει κανείς το κόστος και τις επιπτώσεις. Μόνο η υφιστάμενη νυχτερινή φύλαξη για δύο αθλητικά κέντρα του προαστίου από ιδιωτική εταιρία, υπολογίζεται ότι κοστίζει στον Δήμο περίπου 100.000 ευρώ ετησίως. Αν πολλαπλασιαστεί επί σχεδόν 100 για όλους τους άλλους χώρους και σε τρεις βάρδιες, έχουμε μια πιο σφαιρική… αλμυρότατη εικόνα. Πώς, λοιπόν, είμαστε διατεθειμένοι ως πολίτες να επωμιστούμε ένα τέτοιο κόστος, μέσα σε ένα σύστημα λειτουργίας όπου, ακόμη και εν μέσω κορωνοϊού, τα αρμόδια υπουργεία δεν ενίσχυσαν οικονομικά του δήμους, παρότι οι τελευταίοι είχαν τουλάχιστον 20% απώλεια εσόδων!
Αν υποθετικά δεχτούμε να πληρώσουμε το υψηλό τίμημα της φύλαξης (γειτονικός δήμος επιστρατεύει κάμερες για προφύλαξη παιδικής χαράς από βανδαλισμούς), άραγε η συμπεριφορά της κοινωνίας αλλάζει πραγματικά με το φόβητρο του αστυνομικού και των προστίμων στην πλάτη; Απεναντίας, πάντοτε θα υπάρχει κάποια αφύλακτη γωνία για να… μην συμμορφώνονται οι «συνειδητά ασυνείδητοι» -που αποδεδειγμένα υπάρχουν πολλοί στην περιοχή και όχι μόνο. Ίσως στην περίπτωση που ο καθένας δει τον δημόσιο χώρο και ως ιδιωτικό, τότε πάψει και αυτή η υπαρκτή βαρβαρότητα της… ανύπαρκτης συνείδησης.