Αγαπητέ φίλε και συνάδελφε στο ∆ημοτικό Συμβούλιο Γιώργο,
Όλα τα Μελίσσια και όχι μόνο, θρηνούν σήμερα με μεγάλη οδύνη την αναπάντεχη απώλειά σου.
Χάσαμε σήμερα έναν ωραίο Έλληνα, ένα γνήσιο και άξιο Ευρυτάνα, ένα κόσμημα της κοινωνίας των Μελισσίων, ένα πολύτιμο συνάδελφο και συνεργάτη στο ∆ήμο.
Ήσουν αγνός, ανιδιοτελής, ∆ημοκράτης, ευγενής, δημιουργικός, δραστήριος άνθρωπος της προσφοράς, αλτρουιστής, φίλος του περιβάλλοντος, ασυμβίβαστος με τις αρχές σου.
∆ιακρινόσουν για το κοινωνικό και πολιτικό ήθος σου και την κοινωνική και πολιτική ευπρέπειά σου, στοιχεία που πρέπει να αναζητά κάθε ένας από εμάς που ασχολούμαστε με τα κοινά στους συνεργάτες του, και πρέπει να διερευνά και να λαμβάνει υπόψη του ο κάθε πολίτης πριν έλθει η ώρα της επιλογής του στην άσκηση του ύψιστου πολιτικού δικαιώματός του.
Γιώργο, αφήνεις πίσω σου μια εκλεκτή κυρία, τη Γεωργία, και δύο λαμπρά παιδιά και καταξιωμένους επιστήμονες, το Νίκο και την Αριστέα.
Από εκεί ψηλά θα τους σκέπτεσαι με αγάπη και αυτοί θα σε θυμούνται με υπερηφάνεια, γιατί υπήρξες άψογος σύζυγος, εξαίρετος πατέρας, υπόδειγμα δημόσιου λειτουργού και ανθρώπου. Όλων ημών, των φίλων σου, των ανθρώπων που σε γνωρίσαμε από κοντά, θα έχουν στο βαθμό που την χρειάζονται σαν άνθρωποι, σαν συμπολίτες, την αγάπη, την εκτίμηση, την αλληλεγγύη, γιατί το αξίζουν πρωτίστως οι ίδιοι αλλά και γιατί είναι η οικογένεια του Γιώργου του Ζαφειρόπουλου.
Καλό σου ταξίδι. Μη μας ξεχνάς. Το ίδιο να είσαι σίγουρος ότι θα κάνουμε και εμείς εδώ. Θα σε θυμόμαστε με αγάπη και εκτίμηση.
∆ημοσθένης Παπακωνσταντίνου
Επικεφαλής του συνδυασμού «Μελίσσια – Συμμετοχή- Ανάπτυξη»
«Συνάδελφε ∆ημοτικέ Σύμβουλε Γιώργο Ζαφειρόπουλε, φίλε Γιώργο. Αδερφέ, όπως συνήθιζες να με φωνάζεις. Ναι. Με ένοιωθες και σε ένοιωθα αδερφό. Μου άνοιγες πάντα την καρδιά σου. ∆εν μου κρατούσες μυστικά.
Μου ‘λεγες πόσο ευτυχισμένος και περήφανος ένοιωθες με την ωραία οικογένεια που δημιούργησες. Πόσο αγαπούσες την εξαίρετη σύζυγό σου, την οδοντίατρο Γεωργία. Πόσο καμάρωνες για τα βλαστάρια σου. Τους δύο νέους επιστήμονες που έβγαλες. Τον Νίκο, ηλεκτρονικό μηχανικό, και την Αριστέα, επιστήμονα πληροφορικής.
Καμάρωνες και για την καταγωγή σου. Εγώ είμαι ορεσίβιος Καρπενησιώτης, έλεγες.
Είμαι αγγόνι του Κονδύλη και δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου. ∆εν δέχομαι πράγματα μεσοβέζικα. Θέλω καθαρές κουβέντες και καθαρές δουλειές. Και έδινες πάντα το παράδειγμα.
Σπούδασες γεωπόνος και παιδαγωγικά και έγινες καθηγητής. Έγινες και διευθυντής στ’ Ανάβρυτα. ∆εν σου αρκούσε η εργασία που έκανες. Ήθελες πάντα να προσφέρεις κάτι περισσότερο στους συνανθρώπους σου. Σε όποιον χώρο και αν βρισκόσουν. Και όταν ασχολήθηκες με τα προβλήματα του κλάδου σου, των εκπαιδευτικών, οι συνάδελφοί σου σε ανέδειξαν πρόεδρο της Β’ Ένωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης. Θέση επίζηλη και τιμητική.
Αλλά και στην πόλη μας ήθελες να προσφέρεις. Είχες ιδιαίτερη αγάπη για το περιβάλλον. Να φυτέψουμε ένα δέντρο ακόμη, έλεγες. Να πρασινίσει η πόλη μας. Να ζούμε καλύτερα. Και οι συμπολίτες σου εκτίμησαν την αγάπη σου για την πόλη. Και σε ανέδειξαν δημοτικό σύμβουλο. Ήθελες να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου εντελώς αφιλοκερδώς. Και αυτή τη συμβολική αποζημίωση των δημοτικών συμβούλων δεν δέχτηκες ποτέ να την πάρεις, αλλά τη διέθετες στον Σύλλογο Εργαζομένων του ∆ήμου. Γιατί ήθελες μόνο να προσφέρεις. Χωρίς ανταλλάγματα και αντιπαροχή. Και έτρεχες πάντα να βοηθήσεις, όσο μπορούσες, όποιον είχε ανάγκη και ζήταγε τη βοήθειά σου.
Με την παρουσία σου στο ∆ημοτικό Συμβούλιο προσπαθούσες να προσφέρεις ό,τι μπορούσες στην πόλη μας. Προσπάθησες, ακόμη, να εμφυσήσεις το πνεύμα της αυταπάρνησης, της προσφοράς, της ανιδιοτέλειας, της διαφάνειας, της αξιοπρέπειας, της αγάπης για το πράσινο, της αγάπης για τον πολίτη, για τον συνάνθρωπο. Ήσουν διαμάντι καθαρότητας που δεν θόλωσε ποτέ. Για αυτό και αναδείχθηκες «Άξιος της Πόλης», για αυτό σήμερα είναι εδώ όλοι οι φίλοι σου. Όλοι όσοι σε αγαπούσαν. Για να σου πουν το στερνό αντίο. Και είναι ένα μεγάλο πλήθος. Γιατί όλοι σε αγαπούσαν.
Και εγώ τώρα πρέπει να σε αποχαιρετήσω εκ μέρους όλων των συναδέλφων και των φίλων σου. Αλίμονο. Πώς να σου πω «αντίο». Πώς να δεχθώ ότι δεν θα ξανακούσω τη φωνή σου, το ζεστό, «αδερφέ, τι κάνεις»;
Πρέπει να σου ευχηθώ «καλό ταξίδι». Όσο μακρινό και αν είναι. Και να παρακαλέσω τη γη της δεύτερης πατρίδας σου, των Μελισσίων, που τόσο αγάπησες, να σε δεχθεί φιλόξενα στα σπλάχνα της. Και να ΄χει ελαφρύ και δροσερό το χώμα που θα σε σκεπάσει. Και να παρακαλέσω τον Ύψιστο να δίνει δύναμη και κουράγιο στην οικογένειά σου, για να αντιμετωπίσει τη μεγάλη απώλειά σου.
Στο καλό αδερφέ. Θα σε θυμόμαστε και θα σε αγαπάμε πάντα».
Παναγιώτης Μούστρης