Ο Ιούδας είναι από τις πλέον παρεξηγημένες ιστορικές μορφές, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος, έστω και με κίνδυνο να παρεξηγηθεί κι αυτός με τη σειρά του. Όντας ο άνθρωπος που πρόδωσε τον δάσκαλό του, καταδικάσθηκε αιώνια κι αμετάκλητα στη συλλογική συνείδηση των Χριστιανών και όχι μόνο. Έκτοτε, τ’ όνομά του χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, πάντα για να υπερτονίσει τη συμπεριφορά ανθρώπων που θεωρήθηκαν, δικαίως ή αδίκως, ότι πούλησαν ιδέες ή συντρόφους τους.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε, αιώνες τώρα, την ιστορία του Ιούδα εμποδίζει τους περισσότερους από εμάς να συνειδητοποιήσουμε και μία άλλη, ελάχιστα προβεβλημένη πτυχή της. Ο Ιούδας μπορεί να πρόδωσε τον δάσκαλό του, να τσέπωσε τα τριάκοντα αργύρια, αλλά τελικώς μετάνοιωσε. Το γεγονός ότι, αντί να ζητήσει συγχώρεση, προτίμησε να δώσει τέλος στη ζωή του, δεν αλλάζει το γεγονός ότι -έστω κι αργά- συνειδητοποίησε το μέγεθος του αμαρτήματός του.
Για να έρθουμε και στο σήμερα. Τι θα έκανε ο αντίστοιχος Ιούδας, ο οποίος θα είχε προδώσει την πατρίδα του, τις ιδέες του, τον άνθρωπο που τον είχε αναδείξει και στηρίξει (άπειρα τα παραδείγματα στην ιστορική διαδρομή). Στις περισσότερες των περιπτώσεων θα εξακολουθούσε ν’ απολαμβάνει τη ζωή του, πιθανότατα έχοντας εξαγοράσει με τ’ αργύρια της προδοσίας του ισχυρή εξουσία και ένα πλούσιο επίπεδο διαβίωσης.
Ας κοιτάξουμε γύρω μας. Σχεδόν καθημερινά, κάποιοι κατηγορούνται ότι χρηματίσθηκαν, ότι χρησιμοποίησαν τη θέση που άλλοι τους παραχώρησαν προκειμένου να πλουτίσουν οι ίδιοι κι όμως, «δεν ιδρώνει το αφτί κανενός». Όσο για τους ίδιους, όχι απλώς δεν διανοούνται να ζητήσουν συγχώρεση (καλά για αυτοκτονία ούτε για πλάκα δεν το συζητάμε), αλλά δεν προχωρούν, έστω και συμβολικά, στην υποβολή παραίτησης από τη θέση τους.
Αλλά και γιατί να το κάνουν; Ποιος θα τους κρίνει και, πολύ περισσότερο, ποιος θα φροντίσει να χαθούν από προσώπου γης; Οι πολίτες; Οι λαϊκές μάζες; Μα αυτές, πάντοτε, αποδεικνύεται ότι όσο εύκολα ενθουσιάζονται (παραμυθιάζονται θα ήταν ο σωστότερος όρος), άλλο τόσο εύκολα αλλάζουν γνώμη. Και το κυριότερο, έχουν τόσο ασθενή μνήμη που μπορεί να ξεχάσουν ακόμη και γεγονότα που συντάραξαν τον πλανήτη.
Εκτός κι αν υποστηρίζει κάποιος ότι ανάμεσα στους χιλιάδες που φώναζαν παθιασμένοι «Σταύρωσον», δεν υπήρχε ούτε ένας από εκείνους που, λίγο καιρό πριν, εκστασιασμένοι αναφωνούσαν το «Ωσσανά». Προσωπικώς, δυσκολεύομαι να το πιστέψω.
Βέβαια, για όσους δεν υιοθετούμε τον ρόλο του Ιούδα και υποστηρίζουμε ότι δεν ανήκουμε στην κατηγορία του «όχλου», υπάρχει μία ακόμη βολικότερη θέση. Είναι αυτή του «Πόντιου Πιλάτου». Τι πιο εύκολο από τα πλύνουμε τα χέρια μας στη λεκάνη της αδιαφορίας μας και να μας απαλλάξουμε κάθε ανομήματος. Εξάλλου, την απόφαση θα την πάρουν οι άλλοι (έτσι, για να τονίσουμε και τη δημοκρατικότητα που μας διαπνέει). Όπως λέμε κοινώς, «πετάμε το μπαλάκι» κι όποιος το πιάσει έχασε.
Αυτός ο αιώνιος «άλλος», όχι απλώς θα πρέπει να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά», αλλά θα χρεωθεί εξολοκλήρου το όποιο αρνητικό αποτέλεσμα (για το θετικό δεν συζητάμε, εκεί θα υπάρξει συνωστισμός… υποψηφίων).
Τώρα θ’ αναρωτηθείτε -και δεν θα ’χετε άδικο- τι θέλουμε Μεγάλο Σάββατο και σας χαλάμε τη διάθεση. Θα μπορούσαμε, κάλλιστα, ν’ ασχοληθούμε με κάτι πιο ευχάριστο, πιο ευκολοχώνευτο, έτσι για να μπορέσουμε αύριο με μεγαλύτερη όρεξη να ξεκοκκαλίσουμε τον οβελία.
Σίγουρα, κάτι τέτοιο και για εμάς θα ήταν προτιμότερο. Εξάλλου, είναι σε όλους γνωστό ότι ουδείς ακούει ευχάριστα τα δυσάρεστα πράγματα. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι αγγελιο-φόροι κακών μαντάτων ουδέποτε τύγχαναν καλής υποδοχής, τουλάχιστον στην Αρχαία Ελλάδα.
Μόνο που στη σύγχρονη Ελλάδα -ή στην Ελλάδα που θέλει πραγμτικά να εκσυγχρονισθεί σε όλους τους τομείς- θα πρέπει ίσως ν’ αλλάξουμε τρόπο αντιμετώπισης απέναντι σε αυτούς που δεν μας χαϊδεύουν τ’ αφτιά. Δεν είναι δυνατόν ν’ αφήνουμε πάντα τ’ άσχημα γι’ αργότερα. Δεν μπορούμε να πάμε και πολύ μακριά, κουκουλώνοντας τα προβλήματα κι αναβάλλοντας διαρκώς τη λήψη μέτρων για την επίλυσή τους.
Δεν αποτελεί σοφία το παραπάνω, αλλά απλή καταγραφή της πραγματικότητας. Το βλέπουμε καθημερινά, στην κοινωνία, στην πολιτική, στην οικονομία, πού οδηγεί αυτή η αναβλητικότητα. Δολοφονίες ανθρώπων «δι’ ασήμαντον ή ανύπαρκτον αφορμήν», οσμές (και όχι μόνο) σκανδάλων και προχωρημένης σήψης, καταρρεύσεις «αυτορυθμιζόμενων» και για τούτο «άτρωτων» οικονομιών. Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος…
Για όλα αυτά, δεν μπορούμε και δεν δικαιούμαστε άλλο να σιωπούμε. Το «δε βαριέσαι, έχει ο Θεός» δεν μπορεί να λειτουργήσει πια κατευναστικά και, ούτε βέβαια, να μας απαλλάξει από τις ευθύνες της μη εγρήγορσής μας. Η μόνη Ανάσταση που έγινε χωρίς ουδείς από τους ανθρώπους να κουνήσει το δακτυλάκι του, ήταν του Θεανθρώπου. Από εκεί και πέρα, κάθε ανάσταση, εθνική, κοινωνική, οικονομική κ.ο.τ., επιτεύχθηκε μόνο μέσα από απίστευτες θυσίες, σκληρή δουλειά και ενωτικό πνεύμα.
Το «χαλαρά» μπορεί ν’ αποτελεί αποτελεσματικό τρόπο για να εκτονωθεί μια υπερβολική πίεση σε κάποια δεδομένη στιγμή, αλλά όταν… υιοθετείται ως εθνικό σύνθημα, τότε μάλλον τίποτε αισιόδοξο δεν προοιωνίζεται. Κι επειδή πολύ… φορέθηκε τελευταίως το περί κούρασης ορισμένων, καλό θα ήταν όποιος αισθάνεται ότι έδωσε ό,τι είχε να δώσει, όποιος πλέον δεν αισθάνεται ότι μπορεί να παλέψει με τα δύσκολα και τα δυσάρεστα, να κάνει στην άκρη και ν’ ανοίξει τον δρόμο σε αυτούς που ακόμη πιστεύουν σε αλλαγές, ενίοτε και ριζοσπαστικές.
Ενδεχομένως, οι τελευταίοι να κάνουν και λάθη, παρασυρόμενοι από τον ενθουσιασμό τους, αλλά τουλάχιστον θα το πράξουν επειδή προχωρούν μπροστά. Αντιθέτως, από τους πρώτους, το μόνο που μπορείς να περιμένεις είναι σε βυθίσουν σε ακόμη μεγαλύτερο τέλμα και, μοιραία, στο τέλος να πιστέψεις κι εσύ ότι η Ανάσταση δεν μπορεί πια να έρθει…
Θάνος Σταθόπουλος