Ξεκίνημα νέας χρονιάς και η στήλη εύχεται σε όλους το 2010 να κρύβει όσο το δυνατόν λιγότερες λύπες και περισσότερες χαρές, αποτελώντας ταυτόχρονα έτος δημιουργίας κι ανάκαμψης, σε προσωπικό κι εθνικό επίπεδο. Εξάλλου, όπως κάθε καινούργιο ξεκίνημα, και η νέα χρονιά απαιτεί από όλους μας αυξημένη αισιοδοξία και όρεξη για δουλειά και, φυσικά, μια πιο θετική διάθεση απέναντι σε ανθρώπους και γεγονότα.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Επειδή, ωστόσο, η περίοδος που διανύουμε κάθε άλλο παρά εύκολη θα μπορούσε να θεωρηθεί, καλό είναι, μαζί με την καλή διάθεση, να επιστρατεύσουμε και τη λογική μας, προκειμένου ν’ αποτιμήσουμε σωστά τα όσα συνέβησαν στον χρόνο που πέρασε και, κυρίως, να ελέγξουμε σχολαστικά τα όσα πρόκειται να συμβούν στο έτος που μόλις μπήκε. ιδιαίτερα σε αυτοδιοικητικό επίπεδο, τα γεγονότα που αναμένουμε θα είναι και πολλά και ενδιαφέροντα…
Πρώτα απ’ όλα, στο αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται να καταγραφεί το πώς βλέπει η νέα κυβέρνηση την Τοπική Αυτοδιοίκηση του μέλλοντός μας. Με άλλα λόγια, θα διαπιστώσουμε ποιοι θα είναι οι αιρετοί που θα κληθούν να διαχειρισθούν την καθημερινότητά μας, με ποιον τρόπο αυτοί θα εκλέγονται, σε ποιες διοικητικές δομές θα ηγούνται, με ποιον τρόπο θα αξιολογείται το έργο τους κ.ο.τ. Είναι σίγουρο ότι οι σχεδιαζόμενες αλλαγές θα επιφέρουν κι αντιδράσεις. Άλλες από αυτές θα είναι δικαιολογημένες, ενώ άλλες θ’ αποτελούν αποτέλεσμα της «συντηρητικής» στάσης ορισμένων τμημάτων της κοινωνίας μας σε καθετί που φέρνει μεγάλες αλλαγές κι ανατροπές.
Σε κάθε περίπτωση, το πιθανότερο είναι ότι οι δημοτικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθούν σε εντελώς διαφορετικό σκηνικό από αυτό που ζήσαμε κατά την εκλογική αναμέτρηση του 2006. Ωστόσο, επειδή το νέο σύστημα δεν θα προέλθει από «παρθενογένεση», πολλοί εκ των σημερινών αιρετών της Αυτοδιοίκησης θα διεκδικήσουν και πάλι τους νέους «θώκους» και τα νέα αξιώματα. Κι επειδή, αρκετά συχνά, δεν φθάνουν μόνο τα ράσα για να κάνουν τον παπά, θα ήταν φρόνιμο να επιλέξουμε αυτούς τους αιρετούς υιοθετώντας κριτήρια που δεν θα… συμμορφώνονται και πάλι με τις κομματικές ή άλλες προτιμήσεις μας, αλλά θα ενσωματώνουν την προστιθέμενη αξία των όποιων υποψηφιοτήτων.
Έτσι, για παράδειγμα, στην περίπτωση των νέων προσώπων που θα εμφανισθούν για να λάβουν την ψήφο των δημοτών, θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε πού ακριβώς βρίσκονταν αυτά όλο το προηγούμενο διάστημα, ποιες υπηρεσίες έχουν προσφέρει στην τοπική κοινωνία, στης οποίας τον αυτοδιοικητικό στίβο κατεβαίνουν, τι εχέγγυα μπορούν να προσφέρουν ως προς τη γνησιότητα των προθέσεών τους κ.λπ. Είναι σαφές, σε αυτήν την περίπτωση, ότι «διάττοντες» αστέρες, «βαριές» κομματικές υποψηφιότητες ή τα λεγόμενα «δημοφιλή» πρόσωπα δεν μπορούν ν’ αποκλειστούν από την υποβολή υποψηφιοτήτων, αλλά η εξέτασή τους θα πρέπει να γίνει ακόμη πιο εξονυχιστικά, αφού η κατευθυνόμενη προβολή τους δεν αποτελεί -σε καμία περίπτωση- εγγύηση, ούτε για το γνήσιο των προθέσεών τους, ούτε για την αποτελεσματικότητά τους.
Κι ερχόμαστε στην περίπτωση των ήδη αιρετών, οι οποίοι θεωρούν ότι δικαιούνται μιας δεύτερης ευκαιρίας. Εδώ τα πράγματα λογικά είναι ευκολότερα, αφού δεν έχουμε να κάνουμε με προθέσεις, αλλά με καταγεγραμμένο ή μη έργο. Γιατί, βέβαια, ουδείς δήμαρχος ή δημοτικός σύμβουλος της πλειοψηφίας μπορεί να επικαλεσθεί, όταν θα έχει ήδη ολοκληρώσει σχεδόν τέσσερα χρόνια στη διοίκηση, την έλλειψη χρόνου κι ευκαιριών για να υλοποιήσει τα όσα «ιδανικά» υποσχέθηκε προεκλογικώς για την πόλη του.