Ήταν κάτι νύχτες με φεγγάρι…
Φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια ώρα με την ώρα βιαστικά
νιάτα που περνούν που δεν θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά
ΠεριΓράφει η Θέμις Μαυραντή
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μεσ’ στα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν που δεν θα ξαναρθούν
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά.
Φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια
κάποιος μάς τα κλέβει μυστικά
χρόνια που περνούν που δεν θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά
Είναι κάποιες νύχτες με φεγγάρι μεσ’ στα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν που δεν θα ξαναρθούν
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά.
❍ ❍ ❍
Εάν δεν παρεμβαλλόταν ένα οικοδομικό τετράγωνο, το πατρικό μου σπίτι που βρισκόταν στην οδό Σόλωνος (ένα δρομάκι μήκους 200 μέτρων) η απόστασή του από τον θερινό κινηματογράφο ΡΕΞ θα απείχε σε ευθεία, άλλο τόσο περίπου.
Πλησίαζε σούρουπο. Ο Αριστείδης, ο βοηθός ηλεκτρολόγου του αγαπημένου μου θείου του Γιώργου Αφεντούλη που ήταν υπάλληλος στο Δήμο Αμαρουσίου, είχε σκαρφαλώσει με τις σιδερένιες του «δαγκάνες» πάνω στη ξύλινη κολώνα της ΔΕΗ –στη γωνία Διονύσου και Σόλωνος– για να αλλάξει τη σπασμένη λάμπα. Εμείς, παρατήσαμε το παιχνίδι να δούμε από κοντά το ανέβασμα του Αριστείδη στην ψηλή κολώνα, για να «γραφτεί» εκτός των άλλων, και το χραπ-χρουπ από το γράπωμα που έκαναν οι μεγάλες δαγκάνες πάνω στο ξύλο…
Εικόνες, ακούσματα, αρώματα, γεύσεις: θησαυροί στο σεντούκι του χρόνου…
Η Αντωνία με τη φίλη της την Κική –δυο όμορφες κοπελιές από τις πολλές που είχε τότε η γειτονιά του ΡΕΞ– πιασμένες συνήθως χεράκι-χεράκι, διέσχιζαν τη Σόλωνος αργά, γλυκά, σαν σε περίπατο, σιγοτραγουδώντας όμορφα τραγούδια της εποχής και δεν θα ξεχάσω ποτέ, την υπέροχη φωνή της Αντωνίας.
Πήγαιναν για κρασί στην οδό Ήβης, όπου τα σπίτια των Κοσκοραίων, των Πουλημένων, της θεια Μαργαρούλας του Δέγγλερη. Από αυτά τα σπίτια προερχόταν και η βαρελίσια ρετσίνα που αγοράζαμε όλοι οι πέριξ για το τραπέζι μας. Το καθημερινό και το γιορτινό.
«ΕΒΓΑ παγωτά η ΕΒΓΑ». Ο πλανόδιος «παγωτατζής» με το γνωστό καροτσάκι του, έκανε το γύρο στους χωμάτινους στην πλειοψηφία τους δρόμους του Μαρουσιού – της δεκαετίας 55-65 στην οποία αναφέρομαι. Το ίδιο έκανε κι ο «χαλβατζής» με τον «πολίτικο χαλβά» μέσα στο ξύλινο κρεμαστό από το λαιμό κασελάκι του. Αλλά και ο γύφτος με την αρκούδα ή τη μαϊμού και το ντέφι στο χέρι, ξεσήκωνε τις γειτονιές, να ’ρθει ο κόσμος να δει τα διάφορα κόλπα που είχε μάθει να κάνουν τα ζώα και να εισπράξει για το θέαμα κανένα πενηνταράκι ή καμιά δραχμή.
Σουρούπωσε. Ώρα για κρυφτό και ξαμολιόμαστε να κρυφτούμε, όσο επιτρεπόταν μακριά από εκεί που τα φυλάγαμε.
Ξαφνικά, άναψαν τα φώτα του δρόμου, όπως γινόταν κάθε βράδυ. Κι όπως κάθε βράδυ καλοκαιρινό, τα μεγάφωνα του ΡΕΞ αντιλάλησαν ένα γύρω την έναρξη της προβολής. Σε λίγο, μετά τις διαφημίσεις και τα «προσεχώς» αρχίζει το έργο…
❍ ❍ ❍
Τα χρόνια περνούσαν γεμάτα ευλογημένες εμπειρίες. Μεγαλώναμε και φτάσαμε σε κείνες τις ηλικίες, που πας πλέον στο σινεμά με την παρέα σου…
Ραντεβού λοιπόν με τα παιδιά στο ΡΕΞ στη Δημητρίου Ράλλη. (Η φωτό από το αρχείο του Άγγελου Πολύδωρου). Ήταν το αγαπημένο μας σινεμά, γιατί είχε και ωραία καρτούν πριν από το έργο, αλλά και ωραία έργα, κατά τα γούστα μας.
Άλλοτε πάλι το ραντεβού ήταν στην ΤΙΤΑΝΙΑ στο Σταθμό, και στη φωτογραφία μου, διακρίνεται στη δεξιά γωνία. Από εκεί αρχίζει η οδός Περικλέους, η οποία έχει στην αριστερή της πλευρά την ΤΙΤΑΝΙΑ και συνεχίζοντας προς την Μαγκουφάνα (Πεύκη) στη δεξιά της τη ΔΙΑΝΑ. Το χειμερινό μας κινηματογράφο.
Αργότερα, στα θερινά σινεμά της πόλης μας προστέθηκε και η ΑΜΑΡΥΣΙΑ. Βρισκόταν στην πλατεία Αγίας Λαύρας εκεί περίπου που είναι σήμερα το σούπερ-μάρκετ Βερόπουλος.
Για μία-δύο σεζόν λειτούργησε ακόμη ένας καλοκαιρινός κινηματογράφος.
❍ ❍ ❍