Στοιχεία για το παρακάτω άρθρο πήρα από την ανάρτηση της Κατερίνας Κεράστα (aikker) στο Future Library και το Greek Libraries in a New World.
Γράφει η Βασιλική Πιτούλη, www.bibliofagos.vasilikipitouli.gr
Η κυρία Δημουλίδου δημοσίευσε στο Facebook τα εξής αδιανόητα: «Ένα βιβλίο για να μπει στις βιβλιοθήκες πρέπει να έχει κάνει τον κύκλο του που είναι 5 με 10 χρόνια, ή να βρίσκεται στα αζήτητα. π.χ. ένας Καζαντζάκης, ένας Ντοστογιέφσκι, μια Λιλίκα Ζωγράφου κ.λπ. που τα βιβλία τους έχουν εκδοθεί εδώ και πολλά χρόνια». Με το θάρρος υπεύθυνης σχολικής Βιβλιοθήκης για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά και κάτι περισσότερο, ως απλή, επαρκής όμως, ελληνίδα αναγνώστρια, θα εκφράσω μερικές απόψεις επί του θέματος. Πουθενά δεν είδα γραμμένο ότι για να μπει ένα βιβλίο στις βιβλιοθήκες πρέπει να «έχει κάνει τον κύκλο του». Ο Καζαντζάκης στα αζήτητα; Εδώ δεν μπορώ να μην καγχάσω.
Και θα εξηγήσω γιατί έβαλα τα εισαγωγικά στο «Χρυσηίδα». Διότι τη συγκεκριμένη συγγραφέα τη γνωρίζαμε ως Χρύσα Δημουλίδου, μια κυρία που έγραφε «γυναικεία μυθιστορήματα» (ο χαρακτηρισμός επιεικής, θα μπορούσε να είναι πολύ τσουχτερότερος) από τον Λιβάνη. Και ξαφνικά, άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς: άρχισε να εκδίδεται από τον Ψυχογιό, και μετονομάστηκε σε Χρυσηίδα. Δικαίωμά της. Έχει όμως δικαίωμα να συγκρίνει τον εαυτό της με τον Καζαντζάκη, και να απαξιώνει αυτό τον μέγιστο δημιουργό, που έχει κριθεί από τον μεγαλύτερο κριτή που είναι ο χρόνος; Αμφιβάλλω. Για τον Ντοστογιέφσκι, τι να πω; Δε βρέθηκε ένας χριστιανός να της πει της κυρίας να μη βάζει ονόματα τέτοιου βεληνεκούς στο στόμα της; Όσο για το Λιλίκα, εκεί την πιάσαμε αδιάβαστη (και να ’τανε εκεί μόνο…). Η κυρία προφανώς εννοεί τη Λιλίκα Νάκου, και το πάντρεψε αυθαίρετα (και ανεπίτρεπτα) με το «Λιλή Ζωγράφου». Μεγάλα ονόματα και τα δυο, με ποιότητα, τότε που για να τολμήσεις να γράψεις έπρεπε να διαθέτεις πολλές, δυσεύρετες σήμερα, ιδιότητες. Μόρφωση, επίγνωση, σεμνότητα, ας πούμε. Άρπαξε το Λιλίκα από τη Νάκου, άρπαξε το Ζωγράφου από την άλλη, και… για τέτοια θα σκοτιζόμαστε; Τα μπεστ σέλερ μας να ’ναι καλά, και τα φράγκα που θέλουμε να αρπάξουμε.
Γιατί δεν σας είπα το κυριότερο: την κυρία τη νοιάζουν τα φράγκα, και τα χρήματα που κατά τη γνώμη της χάνει με το να δανείζουν οι βιβλιοθήκες τα βιβλία της! Η κυρία επετέθη στις δανειστικές βιβλιοθήκες λέγοντας ότι δεν βρίσκει «τα προς το ζειν» στο δρόμο (λες και εμείς οι υπόλοιποι τα βρίσκουμε) και ότι διακατέχεται από την αγωνία να μη μείνει (κούφια η ώρα) στραβή ή κουλή, και δεν μπορεί να γράφει στον αιώνα τον άπαντα τα αριστουργήματά της. Ήδη ανέθεσε στη δικηγόρο της που είναι η καλύτερη (και υποθέτω η πιο ακριβοπληρωμένη) στο είδος της, να το ψάξει.
Αχ, κυρία δικηγόρε μου. Βρείτε ότι είναι παράνομο να μπαίνουν τα βιβλία της κυρίας Χρύσας… συγγνώμη, λάθεψα, Χρυσηίδας ήθελα να πω, σε όλες ανεξαιρέτως τις Βιβλιοθήκες. Όχι τίποτε άλλο, για να μην τα δω ποτέ μπροστά μου, τουλάχιστον σε αυτούς τους χώρους του πνεύματος. Και αφήστε να έχουμε εκεί μέσα μόνο Καζαντζάκη, Νάκου, Ζωγράφου, και τον λατρεμένο Ντοστογιέφσκι, βεβαίως βεβαίως. Θερμά σας παρακαλώ!