Υπάρχουν ακόμη στο Μαρούσι μερικοί συμπολίτες μας, που όλα τους τα χρόνια έζησαν κοντά στην Πεντέλη –Μεντέλη την έλεγαν– και δεν την ξεχώριζαν ακόμη και από τα σπίτια τους. Τη γνώρισαν από τα μικρά τους χρόνια και την αγάπησαν, μεγαλώνοντας κοντά της. Οι βράχοι της, τα νταμάρια της, τα πεύκα της, οι θάμνοι της, οι πηγές της, τα εξωκκλήσια της, τα άγρια και ήμερα ζώα της, που φιλοξενούνται στις πλαγιές της, οι άνθρωποι, που κατοικούσαν εκεί, οι σπηλιές της και τα μονοπάτια της ήταν τόσο γνώριμα σ’ αυτούς. Σε κάθε βήμα τους το χώμα ιστορούσε και ένα παρελθοντικό επεισόδιο, που είχε μεγάλη απήχηση στην κοινωνία τους, γιατί συνδεόταν άμεσα με την ύπαρξή τους. Και είχαν απόλυτο δίκαιο, όταν στα πανηγύρια τους ξεχώριζαν τρία σημεία του λεκανοπεδίου και τα τραγουδούσαν:
Στη Σεργιανή σεργιάνι και στη Μεντέλη μέλι
Και στο Δαφνί κρύο νερό, που πίνουν οι αγγέλοι
Πλούσια και πυκνή η χλωρίδα της Πεντέλης, κατά το παρελθόν ήταν θυμαροφόρα, καταφύγιο αγριμιών αλλά και φωλιά ληστών. Στις σπηλιές της έζησαν οι διαβόητοι επικηρυγμένοι: Γκριζιώτης, Κακαράπης, Κίτσος, Μπίμπισης, Νταβέλης και μερικοί άλλοι που ζήλωσαν τη δόξα εκείνων και ασκούσαν το επάγγελμά τους μπροστά στις πύλες της Αθήνας ανεμπόδιστα, τρομοκρατώντας τους πολίτες. Χιλιάδες αιγοπρόβατα έβοσκαν στις πλαγιές της και στις νεροσυρμές της δροσερό νερό κυλούσε μέσα από τις μυρτιές και τις ροδοδάφνες για να σμίξει στη Μαγερίνα και να γίνει ρυάκι. Έπειτα κοντά στον Παλιόμυλο και την παλαιά γέφυρα της Ντουκέσσας γινόταν μεγάλη ρεματιά, για να περάσει στο Χαλάντρι, να διασχίσει την πεδιάδα της Καλογρέζας και να φτάσει στους Ποδαράδες (=Νέα Ιωνία) και από κει να πέσει στον Κηφισσό. Τα εξωκκλήσια της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Τριάδας, ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Πέτρος κ.ά και τα μοναστήρια της Παναγίας και του Χριστού (Νταού) συγκέντρωναν πλήθος προσκυνητών, που πήγαιναν εκεί από την παραμονή πανηγυριώτες. Στα πλατάνια από κάτω έψηναν αρνιά, τραγουδούσαν, χόρευαν ξένοιαστα.
Ευθύβολοι κυνηγοί, θεράποντες της Αμαρυσίας Αρτέμιδος από το Μαρούσι διέσχιζαν τις πλαγιές της, ενώ παράλληλα μάζευαν σπαράγγια εύγευστα, μεγάλα μανιτάρια, άγρια ραδίκια και κούμαρα, όταν το κυνήγι δεν ήταν αρκετό, για να καλύψει το μερόνυχτο. Κοκκιναράς, Εύζωνας μέχρι Καλήσια ήταν γι’ αυτούς παιχνίδι και υπήρχαν άριστοι κυνηγοί τότε, όπως οι: Γιάννης Αλεπούς, Μιχάλης Αλιμπέρτης, Αντώνης Διάμεσης, Σωκράτης Πετρούτσος για να αναφέρω μερικούς. Άλλοι επίσης είχαν και κτήματα στην Πεντέλη, όπως στον Κουφό, Μαγερίνα, Μελίσσια, Παλιάγιαννη, Πάτημα κλπ. Άλλωστε το τοπωνύμιο Μελίσσια ονομάστηκε από τις πολλές κυψέλες, που έστηναν εκεί οι Μαρουσιώτες και Χαλαντραίοι από τους χρόνους της τουρκοκρατίας. Λέγεται μάλιστα ότι το μοναστήρι της Πεντέλης έστελνε στα σουλτανικά ανάκτορα χίλια καντάρια μέλι ετησίως για χαράτσι στη Σουλτανομήτορα, για τα σερμπέτια των δεξιώσεων και τις άλλες ανάγκες της. Σημειώνω πως ένα καντάρι αντιστοιχούσε με 44 οκάδες, δηλαδή 57 κιλά. Στο Μαρούσι υπήρχε και επώνυμο: Καντάρας.
Από τα τοπωνύμια της Πεντέλης θα σημειώσω μερικά και μάλιστα εκείνα, που συνδέονται με μαρουσιώτικα παραμύθια, παραδόσεις ή διηγήσεις, όπως: Αγία Παρασκευή (Μοναστήρι Αγίου Εφραίμ), Αγία Τριάδα, Άγιος Ιωάννης Βιδίστης, Αγριλίκι, Αμυγδαλέζα, Ανατολή, Ασκητήρια, Αστεροσκοπείο, Βαγιάτι, Βαθύρεμα, Βίγλα, Βρανάς, Γεροτσακούλι, Εύζωνας, Θάλοσσι, Μοναστήρια Πεντέλης και Νταού, Καρυδιά, Κατσουλιέρης, Κοκκιναράς (Παναγία Ελευθερώτρια), Κουκουνάρθι, Κουφός, Μαγερίνα, Προφήτης Ηλίας, Πύργος Πλακεντίας, Ραπεντώσα, Ρεκίζα, Φυλάκιο Ντουκέσσας και πολλά άλλα νεότερα σύμφωνα με τη θέληση των οικιστών τους και όπως τα ονόμασαν οι ίδιοι.
Οι ομορφιές της Πεντέλης είναι ανεπανάληπτες. Σε μαγεύει κάθε τι δικό της, πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Πρέπει να έχεις περπατήσει το βουνό. Να το γνωρίζεις πέτρα, βράχο, ρεματιά και ξωκκλήσι, όπως ο πεντέλιος γνώστης του βουνού Μαρουσιώτης Βαγγέλης Κόκκαλης. Ένα τραγουδάκι τόνιζε:
Όποιος δεν περπάτησε τη νύχτα με φεγγάρι
και την αυγούλα με δροσιά Μεντέλη δεν εχάρη.
Παρόλο που η Πεντέλη έχει φαγωθεί από τη λατόμηση, παρόλο που οι πλαγιές της έχουν απογυμνωθεί από τις πυρκαγιές, κάποιο βλαστάρι πεύκου, πουρναριού ή κουμαριάς, ένα σεμνό κυκλάμινο ή φλογάτη παπαρούνα θα σου εμπνεύσουν θεία γαλήνη και θα σου φέρουν ψυχική ανάταση. Δύο στάλες νερό παγωμένο από το Βαγιάτι θα σου είναι βάλσαμο.
Το μεγαλείο της χάρηκαν οι παλαιότεροι στη λίμνη της το Θάλοσσι, την αγαπημένη ρωμαντική λίμνη της Δούκισσας της Πλακεντίας, που παρά το φόβο, ότι «καιροφυλακτούσε στοιχειό (=ρουφήχτρα) μέσα στο νερό και έπνιγε τους κολυμβητές» – είχαν πνιγεί αρκετοί, εκεί στη λίμνη οι Μαρουσιώτες είχαν πάρει το πρώτο μπάνιο τους. Και ήταν το καλοκαίρι τόσο κρύο –μπούζι– το νερό της: Η Δούκισσα της Πλακεντίας τις φεγγαρόφωτες βραδιές περνούσε μαζί με τα σκυλιά της –τους πιστούς συντρόφους της– κοντά στη λίμνη, ακούγοντας τα βατράχια να κοάζουν και τα αηδόνια να κελαηδούν μέσα στα βάτα. Σήμερα η λίμνη δεν υπάρχει. Και ήταν τόσο ωραία! Μπαζώθηκε. Έμεινε μόνο ανάμνηση στους προγενέστερους και πέρασε σαν παραμύθι τις νύχτες των Χριστουγέννων στα παιδιά από τις γιαγιάδες. Εκεί έπαιζαν (α)νεράιδες νταβελοπούλες, έλεγαν.
Κάποτε είχε εισηγηθεί στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1915, 1923) ο εξαίρετος στρατηγός Ηλίας Διάμεσης, ως διοικητής του Α΄ Συντάγματος Πεζικού, που πήγαινε συχνά το στράτευμα για ασκήσεις στην Πεντέλη, το νερό της λίμνης να γίνει εκμεταλλεύσιμο, απαλλάσσοντάς την από τα βράχια και εκβαθύνοντάς την πηγή της. Έτσι θα αρδεύονταν οι αγροί με κατάλληλη διοχέτευση του νερού και θα γίνονταν καλλιεργήσιμες σε αγροτικά προϊόντα οι περιοχές στο Πάτημα, τις Λιούτσες, το Σωρό, τα Βριλήσσια, το Χαλάντρι, κλπ. Όμως η πρότασή του δεν είχε εισακουστεί τότε και με μεγάλη τους στεναχώρια θυμούνταν αυτό οι Μαρουσιώτες και Χαλαντραίοι αγρότες για πολλά χρόνια αργότερα.
Σήμερα η Πεντέλη νοσταλγεί τις παλιές της δόξες. Υπερηφανεύεται για τους μύθους, τους θρύλους, τις παραδόσεις της, που είναι όλο ιστορία. Αγάλλεται παρά την κατασπάραξή της ότι είναι γεννήτρα ενός Παρθενώνα και άλλων αριστουργημάτων τέχνης. Τα μάρμαρά της διοχετεύθηκαν σ’ όλο τον πλανήτη. Και καμαρώνει γιατί έχει τους πιστούς της φίλους και η χλωρίδα της θα αποκατασταθεί και πάλι η πανίδα της θα βρει καταφύγιο στα δάση της.
Και οργίζεται και θυμώνει, όταν από το ύψος της με γυμνό μάτι βλέπει, όπως από τους αρχαίους χρόνους έβλεπε, τις εχθρικές περσικές τριήρεις να περιπλέουν το Σούνιο, και τώρα ανεπιθύμητα σκάφη να σπάνε την οριοθετική θαλάσσια γραμμή της και να κάμουν επιδεικτικές κινήσεις απειλής στον Καφηρέα και τυλίγεται στα σύννεφα από ντροπή˙ και χαίρεται και καλοδέχεται, βλέποντας στον ειρηνικό Σαρωνικό να αρμενίζουν υπερπολυτελή τουριστικά γιοτ και μεγάλα καράβια να απλώνονται μέχρι την Αίγινα και τον Πόρο, για να δουν τις αρχαιότητες της χώρας μας, γενόμενα πρεσβευτές του μεγαλείου της.
Όμως αυτή, πυραμίδα από το ύψος του +38ου παράλληλου της Γης, δοκιμαζόμενη πάντα από έναν υπαρξιακό ενδόμυχο φόβο, στρέφεται προς τους νεότερους και ψιθυρίζει: «Προσέχτε με, όσο πρέπει. Έχω τόσα πολλά ακόμη να σας αποκαλύψω, να σας τα δώσω απλόχερα και να σας σώσω. Σώστε με να σας σώσω».
Δημήτρης Μασούρης