Η τελική ειρωνεία που απορρέει από τη συγγραφή της βιογραφίας της Μεγάλης Δουκίσσης Όλγας, σε στενή συνεργασία με την ίδια, ήταν ότι συνειδητοποίησα πόσο αναπόφευκτο ήταν τελικά το ξέσπασμα της κομμουνιστικής λαίλαπας το 1917-1918, στην οποία, άθελά της φυσικά, συνετέλεσε η ίδια η νοοτροπία της πολυπληθούς και παντοδύναμης οικογένειας των Ρομανώφ.
Γράφει ο ΙΩΝ ΒΟΡΡΕΣ
Πρόεδρος Μουσείου Βορρέ, τ. Δήμαρχος Παιανίας
Το γεγονός αυτό δεν μπορούσα να αποκαλύψω, για ηθικούς λόγους, στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, ενόσω η Μεγάλη Δούκισσα ήταν εν ζωή και η μνήμη της ήταν ακόμα νωπή. Τώρα όμως, πενήντα τρία χρόνια μετά το θάνατό της, σκοπεύω να συμπεριλάβω τα σχόλιά μου αυτά σε ξεχωριστό κεφάλαιο στην ανανεωμένη προσεχή έκδοση του βιβλίου.
Οι πέντε βασικοί παράγοντες που κατά τα γνώμη μου αποδείχθηκαν τελικά η αχίλλειος πτέρνα της δυναστείας των Ρομανώφ είναι οι εξής:
Πρώτιστα, η έμφυτη πεποίθηση ότι η εξουσία του Τσάρου πήγαζε απ’ ευθείας από τον Θεό, «ελέω Θεού», γεγονός που ενδόμυχα πίστευε, τουλάχιστον συναισθηματικά, και η Μεγάλη Δούκισσα. Η απαρχαιωμένη αυτή αντίληψη είχε εξαλειφθεί τουλάχιστον έναν αιώνα πριν στην Ευρώπη, ανοίγοντας την πόρτα διάπλατα στην εκσυγχρόνιση με τη δημιουργία δημοκρατικών θεσμών όπως η Βουλή. Αντίθετα οι Ρομανώφ δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι τη δημιουργία, έστω και καθυστερημένα στο τέλος του 19ου αιώνα, της ρωσικής βουλής, της λεγόμενης Ντούμα, την οποία συνεχώς υπονόμευαν. Και όμως τελικά αποδείχθηκε ότι αν η Ντούμα είχε την υποστήριξη των Ανακτόρων, ήταν το μόνο όργανο που θα μπορούσε τελικά να είχε εξασφαλίσει την επιβίωση της μοναρχίας και τη σωτηρία της οικογένειας από τον όλεθρο.
Ο δεύτερος παράγοντας υπήρξε η βάρβαρη διαφορά που επικρατούσε μεταξύ του πρωτοφανούς πλούτου και χλιδής στη ζωή των Ανακτόρων και της αριστοκρατίας από τη μια, και της υποσιτιζόμενης, ταλαίπωρης, πάμπτωχης και αμόρφωτης μάζας του ρωσικού λαού από την άλλη. Την προκλητική αυτή κοινωνική ανισότητα δεν κατάφερε ποτέ να εξαλείψει ή έστω να μειώσει ουδεμία γενιά των Ρομανώφ.
Και ήταν ακριβώς αυτή η ανισότητα που τελικά υπονόμευσε ανεπανόρθωτα τους ιστορικούς δεσμούς της τσαρικής Ρωσίας με το λαό. Ακόμα και η Μεγάλη Δούκισσα, παρόλο τον αξιόλογο ρεαλισμό και την απλότητα που την διέκριναν, δεν αντελήφθη πλήρως το βαθμό και την έκταση της ζημίας που προκαλούσε. Ενθυμούμαι όταν κάποτε την ρώτησα ευθέως πώς έκρινε αυτή την άδικη διαφορά, μου απήντησε με αποκαλυπτική αφέλεια: «Συμφωνώ. Με τα δεδομένα των βασιλικών αυλών της εποχής, ήταν αναπόφευκτο ο τσάρος να διαβιεί με υπερβολική πολυτέλεια και χλιδή. Εμείς όμως, τα άλλα μέλη της οικογενείας, ζούσαμε πολύ απλούστερα». Πήρα το θάρρος τότε να την ρωτήσω τι εννοούσε με το «απλούστερα». «Π.χ. -μου είπε- ο Τσάρος είχε στη διάθεσή του τέσσερα ανάκτορα με χιλιάδες δωμάτια και υπηρετικό προσωπικό καθώς και ολόκληρα τάγματα κοζάκων για προστασία και προβολή. Το ανάκτορο Ανίτσκοφ στην Αγία Πετρούπολη όπου κατοικούσαμε η μητέρα μου και εγώ είχε 80 περίπου δωμάτια, προσωπικό 60-70 άτομα και μια χούφτα μόνο φρουρούς». Για ευνόητους λόγους, απέφυγα να της υπενθυμίσω αυτό που μου είχε αναφέρει προ μηνών ότι όταν η μητέρα της έδιδε δεξίωση εις το παλάτι απεστέλλετο το αυτοκρατορικό τραίνο στα τσαρικά κτήματα στην Κριμαία με ένα τάγμα κοζάκων για να συλλέξουν άνθη και αγριολούλουδα για τον στολισμό των αιθουσών. Ήρχετο δε ειδικώς από το Παρίσι διακοσμητής με το συνεργείο του για την διακόσμηση.
Ο τρίτος παράγοντας υπήρξε η δογματική, διεφθαρμένη αλλά παντοδύναμη εκκλησιαστική εξουσία που δουλοπρεπώς υποστήριζε τα Ανάκτορα, για την προώθηση ιδίων συμφερόντων. Ένα τρανό παράδειγμα ήταν η περίπτωση του διαβόητου ιερομόναχου Γκριγκόρι Ρασπούτιν, τον οποίο η ίδια η εκκλησία, και συγκεκριμένα ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης της Κροστάνδης, το 1904 σκοπίμως σύστησε και προώθησε στο στενό περιβάλλον του Τσάρου ως ικανό θεραπευτή του 14χρονου Τσάρεβιτς που έπασχε από αιμοφιλία, αιτία συνεχούς αγωνία, για τους γονείς του. Σημειωτέον ότι τον Ρασπούτιν δολοφόνησε ο Μεγάλος Δούκας Δημήτριος, εγγονός της Βασίλισσας Όλγας της Ελλάδος σε συνεργασία με τον πρίγκιπα Γιουσούποφ, αποδείχθηκε το coup de grâce, όχι μόνο για τον Τσάρο, αλλά για όλους τους Ρομανώφ, καθότι αποκάλυψε στο ρωσικό λαό την επαίσχυντη διαφθορά που επικρατούσε στα ανάκτορα, την αριστοκρατία και την ανώτερη κοινωνία της χώρας.
Ο τέταρτος παράγοντας ήταν η έλλειψη ακαδημαϊκής μορφώσεως των Ρομανώφ. Η παιδεία τους ήταν βασικά επιφανειακή και περιοριζόταν στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, καλών τρόπων καθώς και πολεμικής ιστορίας και θεωρίας. Η διδασκαλία γινόταν ιδιωτικώς εντός του παλατιού, συνήθως από Άγγλους και Γάλλους καθηγητές και παιδαγωγούς.
Ο πέμπτος παράγοντας ήταν ο άκρατος αντισημιτισμός των μελών της οικογένειας, γεγονός που εξηγεί την αιτία γιατί τόσοι πολλοί διακεκριμένοι Εβραίοι υπήρξαν δυναμικά στελέχη της κομμουνιστικής επανάστασης. Βάσει του αντισημιτισμού αυτού, που ενδόμυχα ίσχυε και για τη Μεγάλη Δούκισσα, ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα απαγορευόταν π.χ. η εγκατάσταση των Εβραίων στις μεγάλες πόλεις, ιδιαίτερα στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, χωρίς ειδική άδεια από τις αρμόδιες αρχές. Ειρωνεία φυσικά ήταν το γεγονός ότι παρόλες τις απαγορεύσεις, η οικονομία και το εμπόριο βρισκόταν στα χέρια των Εβραίων. Το ίδιο αφορούσε και τον κλάδο της ιατρικής όπου οι καλύτεροι γιατροί ήταν Εβραίοι, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των γιατρών της αυτοκρατορικής οικογένειας.
Με την έμφυτη πνευματική της οξύτητα, την ευθύτητα και την ειλικρίνεια που τη διέκριναν καθ’ όλη της τη ζωή, η Μεγάλη Δούκισσα μού είχε επανειλημμένα ομολογήσει το μερίδιο ευθύνης που έφερε η ίδια η δυναστεία των Ρομανώφ στην ανατροπή της. «Κανείς δεν προείδε το χάος και την τρομοκρατία της επαναστάσεως και την πτώση μας. Εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις μαζί με το λαό θα έσπευδαν να μας υποστηρίξουν, όπερ ποτέ δεν εγένετο. Ήταν μια μεγάλη τύφλωσις εκ μέρους μας, την οποία πολλοί από εμάς πλήρωσαν με τη ζωή τους».
Ενθυμούμαι, τρεις μήνες πριν αποβιώσει, την είχα ρωτήσει εάν επιθυμούσε την επιστροφή των Ρομανώφ στην εξουσία. «Είμαι βεβαία ότι ουδέποτε θα υπάρξει παλινόρθωσις. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα αναδειχθεί και πάλι στη Μόσχα ένας τσάρος. Η αλλαγή που έγινε είναι πάρα πολύ μεγάλη. Υπάρχει τώρα μια νέα εποχή και μια νέα κατάστασις που δημιουργήθηκαν χωρίς εμάς», ήταν η ρεαλιστική της απάντηση. Δεν υπήρχε ουδεμία έκφραση λύπης στα μάτια της. Είχε πλέον προ πολλού αποδεχθεί την ιστορική πραγματικότητα και ως Ρομανώφ είχε υποκύψει με θαυμαστή αξιοπρέπεια. Αυτά όμως τα ολίγα λόγια από την αδελφή του τελευταίου τσάρου, ήταν ένα πολύ πενιχρό μνημόσυνο 300 ετών ρωσικής αυτοκρατορικής ιστορίας.