Αχνοχαράζει… Λίγο φως και ένα πέπλο σκιάς ακουμπούν στο κλειστό παραθύρι, σπρώχνοντας μαλακά το ένα το άλλο στις σχισμές του ιδρωμένου ξύλου, στην προσπάθειά τους ποιο από τα δύο θα κυριαρχήσει. Τα δευτερόλεπτα της καινούργιας ημέρας έχουν ξεκινήσει το μονότονο και αδιάφορο τρέξιμο στον κύκλο του ρολογιού, λες και βιάζονται να φέρουν κάποιο μήνυμα, λες, και θέλουν να σου μιλήσουν αυστηρά:
«Κοίταξε έξω… Ξεκόλλησε τη ματιά από τις χαραμάδες του παραθύρου και άνοιξέ το όλο διάπλατα και μαζί του άνοιξε και τα δικά σου μάτια να δεις ποια ήρθε… Ποια είναι έξω… Ποια σε περιμένει διακριτικά ημέρες τώρα και εσύ δεν πρόλαβες ούτε να την κοιτάξεις…».
Είναι αλήθεια. Εσύ από το ξημέρωμα ρίχνεις το κεφάλι κάτω και τρέχεις για να τα προλάβεις όλα σαν καλοκουρδισμένη μηχανή που δουλεύει ασταμάτητα. Όταν το βράδυ καταπονημένη από τον αγώνα της ημέρας επιστρέφεις στο σπίτι, έχει νυχτώσει και πάλι δεν μπορείς να δεις …εκείνη που ήρθε. Είναι γιατί η νύχτα ξεδίπλωσε ένα μαύρο δίχτυ παντού που θολώνει τα μάτια σου και πασχίζεις με δυσκολία να τα κρατήσεις ανοιχτά κι αυτά διαμαρτύρονται, μέχρι να κλείσουν λυτρωτικά στον λήθαργο-ύπνο της καθημερινής υπέρβασης της δύναμής σου.
Αν τώρα που η μέρα φώτισε, ανασηκώσεις λίγο το κεφάλι και σταθείς μπροστά στο μισάνοιχτο παράθυρο, σχεδόν θα σε ακουμπήσει η τέλεια ομορφιά που έχει έρθει πριν από λίγες ημέρες χέρι-χέρι με την ελπίδα και σε κάθε απαλό χάδι του αέρα αργοσαλεύει μπροστά στα μάτια σου χωρίς εσύ να ευκαιρείς να την προσέξεις. Ανοίγει διακριτικά τα δαντελένια λευκά πέταλά της σου γνέφει με σφιχτοδεμένα μπουμπούκια και αψηφώντας την πολυήμερη σιωπή σου γεμίζει την πρωινή ανάσα με απαλά νοσταλγικά αρώματα, μήπως καταφέρει και σε αφυπνίσει από την μονοτονία και τη σκληρή πραγματικότητα που σε υποτάξει τόσο πολύ, ώστε μα νη νιώθεις στο πέρασμά σου τίποτα άλλο, εκτός από τη διαπεραστική υγρασία της νύχτας που μόλις έφυγε, τίποτα άλλο έκτος από τα σκυθρωπά πρόσωπα των ανθρώπων δίπλα σου που είναι όλα ίδια, μέσα στο ιδρωμένο πρωινό λεωφορείο με τον γκρινιάρη οδηγό και το …αφηρημένο αλλά απόλυτο «τίποτα» που σαν βαρύ στρώμα τα σκεπάζει όλα.
Όμως έχουν περάσει αρκετές από τότε που η ελπιδοφόρα Άνοιξη ήρθε και μη έχοντας άλλον τρόπο να κάνει φανερή την παρουσία της, φρόντισε να ανθίσει γρήγορα-γρήγορα εκείνη η αμυγδαλιά που χρόνια τώρα γαντζωμένη στο παράθυρό σου, δεν κουράστηκε ποτέ να σου στέλνει μηνύματα αισιοδοξίας και υπομονής. Ξέρει, ότι εσύ δουλεύεις όλη την ημέρα πολλές ώρες, χωρίς να προσέξεις ότι υπάρχουν γύρω σου και άλλα διάφορα πράγματα που αλλάζουν προς το καλύτερο… όπως ότι ο ουρανός άρχισε να ξυπνά με γλυκές γαλανές πινελιές, ότι ο ήλιος σήμερα χαμογελά ζεστά και παρήγορα, ότι τα δέντρα ντύθηκαν καινούργια πράσινα μικρά φυλλαράκια, ότι η τρυφερή χλόη τρυπά την πέτρα για να δει το μυστήριο της ζωής, ότι …ότι …ότι…
Κι εσύ, μπλεγμένη στον ιστό της αράχνης που ύφαναν οι ανάγκες σου, αλυσοδεμένη στο άρμα της καθημερινής ρουτίνας, τυφλή και άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους αλλά και γνωστούς, εξακολουθείς να τρέχεις –γιατί έτσι πρέπει –και με α χέρια ανοιχτά σε έκταση, δεν καταλαβαίνω, προσκυνάς το θεό ή μάταια προσπαθείς να φέρεις τη μια άκρη του νήματος κοντά στην άλλη, να τις δέσεις σφιχτά και να σχηματίσεις έναν στέρεο κύκλο για να πορευτείς επάνω σ΄αυτόν πιο ήρεμα και γαλήνια.
Έτσι τρέχουν ασυγκράτητα τα χρόνια, κι εσύ φυλακίζεις στη βιασύνη σου την άνοιξη, την εμποδίζεις να μπει και να κουρνιάσει στην καρδία σου και να φωτίσει το βλέμμα σου από το ολάνθιστο φόρεμα της αμυγδαλιάς. Αδιαφορείς ακόμα και γι΄αυτό το λουλουδιασμένο μικρό κλαράκι που γλίστρησε μέσα στο σπίτι από το μισάνοιχτο παράθυρο, μπροστά στα μάτια σου και δεν το είδες…
Σήμερα έκλεισες πάλι με θόρυβο τα παραθυρόφυλλα, τα σφράγισες καλά και έφυγες κυνηγώντας τις ανόνειρες ανάγκες σου.
Το βράδυ που επέστρεψες κουρασμένη από ακόμα μία κοπιαστική ημέρα, παραξενεύτηκες και απόρησες μ΄αυτό που είδες:
«Κρίμα …είπες. Πως κόπηκε αυτό το ανθισμένο κλαράκι της αμυγδαλιάς και έπεσε στο πάτωμα… Κρίμα μαράθηκε!
Αλλά …πότε άνθισε; Δεν το πρόσεξα…»
Ελένη Σιακή – Κονιαρέλλη